Ελληνικό Κέντρο Focusing

Οι ρίζες βέβαια δεν φαίνονται,
όμως το ξέρεις,
σ'αυτές κρατιέται το δέντρο ...
Γιάννης Ρίτσος, "Τα χάρτινα"

 

Ελληνικό Κέντρο Focusing

Εκδόσεις - Βιβλιογραφία - Άρθρα - Κείμενα


Εκδόσεις

Τίτλος: Διαδικασία Εστίασης (Focusing)

Eugene T. Gendlin

Επιστημονικές Εκδόσεις Παρισιάνου Α.Ε.

Ο Gendlin υποστηρίζει ότι τα ανεπίλυτα προβλήματά μας παραμένουν στο φυσικό μας σώμα (αποτελέσματα σύγχρονης βιωματικής έρευνας είναι σύμφωνα με αυτή την αντίληψη).

Με τη διαδικασία εστίασης μπορούμε να εντοπίσουμε και στη συνέχεια να "αλλάξουμε" τα προβλήματά μας - και μάλιστα αντιλαμβανόμενοι εάν προχωρούμε μ'επιτυχία ή όχι, καθώςκαθένα από τα έξι βήματα αυτής της αποτελεσματικής μεθόδου επιφέρει αισθητή απελευθέρωση της βιωμένης έντασης. Με συνεχείς εκδόσεις, επί μια εικοσιπενταετία, και μεταφράσεις σε δεκατρείς γλώσσες, αυτό το αξιόλογο κλασικό βιβλίο δείχνει τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να βρούμε το σημείο εισόδου στη "σωματική γνώση", τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να διατηρήσουμε τη σχέση μας με αυτήν, καθώς και τα ποικίλα οφέλη που μπορούμε να αποκομίσουμε, όταν προσεγγίσουμε αυτ΄΄ο το επίπεδο.

"Όλοι μπορούν να εκπαιδευθούν στη δεξιότητα εστίασης ... είτε βρίσκονται σε θεραπεία, είτε όχι." Washington Post

"Το να μαθαίνουμε πως να αποκτούμε πρόσβαση στα προσωπικά μας προβλήματα και πως να τα επιλύουμε μέσω της διαδικασίας εστίασης στη "γλώσσα" και τη σοφία του σώματος, αποτελεί μια ιστορική ανακάλυψη. Η ιδιοφυϊα του Gendlin άντεξε στη δοκιμασία του χρόνου ..." Harville Hendrix, συγγραφέας του βιβλίου: Getting the Love you Want (Αποκτώντας την Αγάπη που Επιθυμείτε)

Βιβλίο Focusing, Εκδόσεις Παρισιάνου

Τίτλος - Person Centred Therapy -
The Focusing-Oriented Approach

Συγγραφέας

CAMPBELL PURTON is a Senior Counsellor and Lecturer in Counselling at the University of East Anglia, UK.

Εκδόσεις

Palgrave Macmillan

Description

Since its beginnings in the 1950s, the person-centred approach to therapy has developed in many ways. In this important new text, Campbell Purton introduces the 'focusing' approach of Eugene Gendlin. The book discussed Gendlin's theoretical innovations and their implications for clinical practice. It throws light on the relationship between the various schools of therapy, and on the relationship between therapy and such areas as ethics and spirituality. It will be essential reading for students and practioners of person-centred therapy.

Contents

  • Introduction
  • Rogers and the Development of Person-Centred Therapy
  • Fault-Lines in Person-Centred Theory
  • The Origins of Focusing
  • Focusing as a Taught Procedure
  • Focusing-Oriented Psychotherapy
  • Objections: Issues of Principle and Empirical Issues
  • Training and Supervision
  • Towards a Theory of Psychotherapy
  • Conclusion
Βιβλίο Campbell
Κορυφή της σελίδας

Προτεινόμενα Άρθρα

Κορυφή της σελίδας
  • Experiential Psychotherapy, Gendlin, E.T. (1973). In R. Corsini (Ed.), Current psychotherapies, pp. 317-352. Itasca: Peacock.
  • A Theory of Personality Change, by E.T.Gendlin (1964) Chapter four in: “Personality Change”, Philip Worchel & Donn Byrne (Eds.), New York: John Wiley & Sons
  • Existentialism and Experiential Psychotherapy, by E.T.Gendlin, Chapter 11 in: “Existential Child Therapy”, Edited by Clark Moustakas, 1966
  • The Experiential Response, by E.T.Gendlin, Chapter 26 in “Use of Interpretation in Treatment”, Grune & Stratton, Inc., 1968
  • Listening & Focusing, by E.T. Gendlin, Chapter in: “Giving Therapy Away”, Dale Larson, Brooks/Cole Pablishing Co., CA, 1983
  • Phenomenology as Non-Logical Steps, by E.T.Gendlin, in: E.F. Kaelin & C.O. Schrag, Eds.), American phenomenology Origins and developments, 1989
  • Experiencing and the Creation of Meaning, by E.T. Gendlin, Preface to the Paper Edition, 1997
  • Focusing-Oriented/Experiential Psychotherapy, by Marion N. Hendrics, in: Humanistic Psychotherapies, David J. Cain, Editor, Julius Seeman, Associate Editor, A.P.A., Washington DC, 2002
  • An Experiential Version of Unconditional Positive Regard, by Marion H. Hendricks-Gendlin PhD, 2001
  • What Difference Does Philosophy Make? Crossing Gendlin and Rogers, by Marion H. Hendricks-Gendlin, PhD.
  • A felt sense is not an emotion: it is a new human development, by Marion N. Hendricks Gendlin, Ph.D., 2001
  • A Philosophical Car for Focusers, 1999 Model, by E.T.Gendlin, 1999
  • Introduction to Thinking at the Edge, by E.T. Gendlin, 2001
  • The Three Assertions About the Body, by E.T. Gendlin
  • The Client’s Client: the Edge of Awareness, by E.T. Gendlin
Κορυφή της σελίδας

Kandinsky

Προτεινόμενα Βιβλία

Κορυφή της σελίδας

Στην Ελληνική Γλώσσα

  • Προσωποκεντρική Συμβουλευτική - Θεωρία, Ερευνα και Εφαρμογές, Ανδρέας Μπρούζος, Εκδοσεις Τυπωθήτω, Γ. Δαρδανός, 2004
  • Ενας Τρόπος να Υπάρχουμε, C.Rogers, Μετάφραση Μάρα Τσουμάρη, Επιστημονική Επιμέλεια Γρηγ. Μουλαδούδης, Εκδόσεις Ερευνητές, 2006
  • O Carl Rogers και η Προσωποκεντρική του Θεωρία για την Ψυχοθεραπεία και την Εκπαίδευση, Αλ. Β.Κοσμόπουλος και Γρηγ. Αθ. Μουλαδούδης, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2003
  • Carl Rogers Ph.D., Ομάδες Συνάντησης, Μετάφραση Αθηνά Ντούργα, Δίοδος, 1991
  • Πρόσκληση στην Προσωποκεντρική Προσέγγιση, Tony Mery, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2002
  • Εισαγωγή στην Συμβουλευτική, McLeod, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2005
  • Θεωρίες Προσωπικότητας, Ερευνα και Εφαρμογές, L.A.Pervin, O.P.John, Επιστημονική Εποπτεία, Aνδρέας Μπρούζος, Τυπωθήτω – Γ.Δαρδανός, 1999
  • Συμβουλευτική Ψυχολογία, Μαρία Μαλικιώση-Λοϊζου, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1999
  • Συμβουλευτική Μέθοδος Πρακτικής Προσέγγισης, Μαρία Μαλικιώση-Λοϊζου, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1996
  • Σύγχρονες Ψυχοθεραπείες, Εκδόσεις Π. Ασημάκη, Αθήνα 2001

Στην Αγγλική Γλώσσα

  • The Person Centred Counselling Primer, Pete Sanders, PCCS Books, Ross-on-Wye, 2007
  • Person Centred Therapy, The Focusing-Oriented Approach, Campbell Purton, Palgrave Macmillan Editions, England, 2004
  • The Tribes of the Person-centred Nation, Edited by Pete Sanders, PCCS Books, Ross-on-Wye, 2004
  • The Focusing Oriented Counselling Primer, Campbell Purton, PCCS Books, Roos-on-Wye, 2007
  • Focusing Oriented Psychotherapy, A Manual of the Experiential Method, Eugene T. Gendlin, The Cuilford Press, N.York, 1996
  • Focusing-Oriented Therapy (FOT), Neil Friedman, Ph.D., iUniverse Books, 2007 Humanistic Psychotherapies – Handbook of Research and Practice, Edited by D.J. Cain, American Psychological Association, Washington, DC. 2002,
  • Person Centred Therapy Today, D.Mearns & B.Thorne, Sage Publications, London, 2000,
  • Person Centred Counselling in Action, D.Mearns & B.Thorne, Sage Publications, London, 1999,
  • Person Centred Therapy A European Perspective, B.Thorne & Elke Lambers, Sage Publications, London, 1998
  • On Becoming a Person, Carl R. Rogers, Houghton Mifflin Company, Boston,1995
  • Focusing, Eugene T. Gendlin, Random House/Rider, London, 2003
  • Experiencing and the Creation of Meaning, Eugene Gendlin, Northwestern University Press, Evanston, Illinois, 1962
  • Existential Thought and Therapeutic Practice, Hans W Cohn, Sage Publications, London, 2002
Κορυφή της σελίδας

see

Μεταφρασμένα Άρθρα

Κορυφή της σελίδας
Άρθρο1: "Client's Client" ("Ο πελάτης του πελάτη"), Eugene Gendlin
Άρθρο2: "Η Βιωματική Ανταπόκριση", Eugene Gendlin
Άρθρο3: "Οι Τρείς «Διαστάσεις» για το Σώμα (Σύμφωνα με την Διαδικασία Εστίασης)", Eugene Gendlin

Άρθρο 1: "Ο πελάτης του πελάτη" ("Client's Client")

Dr. Eugene T. Gendlin

Μετάφραση: Καραλή Άννα

Ο «πελάτης» του πελάτη

Ξεκινώντας από τον τίτλο... Ο «πελάτης» του πελάτη...

Ποιός είναι αυτός ο «πελάτης»? Tο «όριο της συνειδητότητας» μιας κατάστασης, ιδέας, ενός θέματος....

Το συγκεκριμένο άρθρο βασίσθηκε στη έρευνα γύρω από την σημασία της πλευράς του πελάτη, κατά την διάρκεια της θεραπευτικής διαδικασίας.

Βασιζόμενος σ’ αυτή την γνώση ο Gendlin προχώρησε και δημιούργησε την πρακτική του Focusing (διαδικασία εστίασης) την δεκαετία του 1970.

Και σ’ αυτό το σημείο σημειώσατε ότι παρ’ όλο που θεωρείται, ότι θεωρία και βιωματική ιδιαιτερότητα απέχουν μεταξύ τους, δεν είναι έτσι. Οι βασικές αρχές της θεωρίας και οι πλέον ιδιαίτερες βιωματικές λεπτομέρειες αναπτύσσονται βασιζόμενες η μία στην άλλη.

Για να εξηγηθεί αυτό, σ’ αυτό το άρθρο θα παρουσιάζονται αρχικά νέες βιωματικές λεπτομέρειες και στην συνέχεια θα προκύψει ένας σύντομος θεωρητικός ορισμός

..... και ξεκινούμε

Τι είναι «αυτό» ακριβώς, από το οποίο ξεκινούν τα βήματα της αλλαγής?

Δηλαδή ... Σε τί – στον πελάτη – θα έπρεπε ο θεραπευτής να ανταποκριθεί?

Η συνήθης απάντηση μέχρι τώρα ήταν στο «συναίσθημα» (the feeling)…

Κι’ όμως δεν είναι αυτό ακριβώς, παρ’ όλο που το «συναίσθημα» είναι η σωστή κατεύθυνση.

«Εκείνο» από το οποίο θα ξεκινήσουν τα βήματα της αλλαγής δεν είναι το «συναίσθημα» απλά, αλλά μία ασαφής «άκρη», μία «αίσθηση» όλων εκείνων που δεν λέγονται και γνωρίζονται... (μία αίσθηση του «περισσότερου» ...) από τον πελάτη.

Αυτή την αίσθηση, την ασαφή «άκρη της γνώσης» ονομάζουμε βιωμένη αίσθηση “felt sense”.

Και εδώ πρέπει να σημειωθεί, ότι εφ’ όσον την νιώθουμε, χρειάζεται να είμεθα ακριβείς στο πώς διαφέρει από τα συνήθη καθαρά και αναγνωρίσιμα συναισθήματα.

Κορυφή της σελίδας

Δύο διαφορές μεταξύ των συναισθημάτων και της βιωμένης αίσθησης:
Η βιωμένη αίσθηση είναι ασαφής και λιγότερο έντονη

Είναι γνωστό ότι πολλοί θεραπευτές πιστεύουν ότι βήματα αλλαγής μπορούν να προέλθουν από τα συναισθήματα, όπως ο θυμός, γι’ αυτό και οδηγούν τους πελάτες τους στο να αισθάνονται τον θυμό τους όλο και πιο έντονα. Συμβαίνει όμως οι άνθρωποι να νιώθουν συναισθήματα θυμού ξανά και ξανά και να μην έρχονται τα βήματα της αλλαγής...

Ένας πελάτης όμως που βιώνει τα συναισθήματά του ως κατωτέρω:

Π: ....ναι.... υπάρχει μία αίσθηση «βάρους»... σαν να θέλει να παραμένει θυμωμένο..

Θ: ... κάτι εκεί θέλει να παραμείνει θυμωμένο..

Π: …μμ... ναι...ναι ... εάν σταματήσω να είμαι θυμωμένος, δεν θα κάνω κάτι γι’ αυτό... ναι... Θα ήθελα να πω είναι εν τάξει και να μην ασχοληθώ... ν’ αντιμετωπίσω επιτυχώς την κατάσταση.. Το έχω κάνει αυτό τόσο συχνά.

Ίσως είναι εμφανές ότι τα εν λόγω «βήματα» δεν ήλθαν από το συναίσθημα του θυμού, αλλά από αυτήν την ποιότητα του «βάρους»... Αυτό ήταν πού οδήγησε στα εν λόγω βήματα. Και αυτή η ποιότητα (το βάρος) είναι η βιωμένη αίσθηση. Περισσότερη ένταση του θυμού δεν θα έφερνε αυτό το αποτέλεσμα. (Σημείωση: παρατηρήστε ότι αυτή η ποιότητα του βάρους δεν είναι τόσο έντονη όσο ήταν ο θυμός)

Συνοψίζοντας εδώ μπορούμε να πούμε ότι χωρίς την ανάλογη συγκέντρωση της προσοχής μας στην βιωμένη αίσθηση δεν μπορούμε να την «διακρίνουμε», μια και κυρίως χαρακτηριστικό της είναι ότι είναι λιγότερο έντονη από τα κοινά συναισθήματα. Αντιθέτως, αξίζει να σημειωθεί ότι από την βιωμένη αίσθηση αναδύονται εξαιρετικά έντονα συναισθήματα!

Παράδειγμα με το τρίγωνο: Εάν τα συναισθήματα είναι τόσο καθαρά όσο οι πλευρές ενός τριγώνου, η βιωμένη αίσθηση εμφανίζεται - εάν παρατηρήσει κανείς με προσοχή – στο τί συμβαίνει «πίσω» απ’ αυτό... ένα μουντό σχήμα πίσω από το τρίγωνο.

Κορυφή της σελίδας

Η διαφορά μεταξύ των συνήθων αισθήσεων και της βιωμένης αίσθησης σχετικά με κάτι που συμβαίνει στην ζωή μας

Όταν οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν προβλήματα, ή έχουν ενοχλητικά συναισθήματα, συνήθως νιώθουν δυσάρεστα και στο σώμα τους.

Αλλά όταν τα συναισθήματα βιώνονται σωματικά, διαφέρουν στον βαθμό αυτής της σωματικής ενόχλησης.

Εάν, δηλαδή, προταθεί στον πελάτη μας, κατά την διάρκεια ενός έντονου συναισθήματος, να στραφεί στην περιοχή του στήθους και του στομάχου και να «δει εάν αισθάνεται άνετα εκεί», η ανησυχία/αγωνία που υπάρχει εκεί είναι πολύ διαφορετική από το ενοχλητικό συναίσθημα.

Σ’ αυτόν τον «χώρο» η αγωνία μετατρέπεται σε λιγότερο έντονο βαθμό και όχι τόσο άγριο όπως το έντονο συναίσθημα. Υπάρχει εκεί (σ’ αυτό τον χώρο) ένα περίεργο είδος ευγνωμοσύνης από μεριάς του σώματος, ως εάν να ευχαριστεί που του εδόθη η προσοχή.

Εδώ όμως υπάρχει μία δυσκολία, οι άνθρωποι συνήθως δεν μπορούν να στραφούν σ’ αυτό τον χώρο του σώματος και να τον νιώσουν από «μέσα». Και αξίζει να σημειωθεί, ότι για να προσεγγίσει κανείς την βιωμένη αίσθηση θα πρέπει να έχει ανακαλύψει αυτήν την απλή κατά τα άλλα ανθρώπινη ικανότητα του να νιώθει «από μέσα». Αναπτύξαμε λοιπόν ειδικά μικρά βήματα για ν’ αντιμετωπισθεί αυτή η δυσκολία (στροφή της προσοχής μας στο σώμα μας).

Κοινές σωματικές αισθήσεις θεωρούνται: το σφίξιμο μιας ζώνης στο σώμα μας, ένας πόνος, στομαχικός πόνος, σεξουαλική στύση, ο xτύπος της καρδιάς. Αυτές οι αισθήσεις είναι μόνο σωματικές.

Η διαφορά με αυτές τις αισθήσεις είναι ότι δεν περιέχουν ένα «από»... Δηλαδή δεν σημαίνει ότι υπάρχουν εκεί πολυπλοκότητες και αιτίες που καταλήγουν στο λόγο για τον οποίο έσφιξες την ζώνη. Είναι απλά το σφίξιμο της ζώνης.

Αντιθέτως μία ανάλογη αίσθηση σφιξίματος, που έρχεται από αυτόν τον χώρο του στήθους, μπορεί να προέρχεται ως μία αίσθηση από μία ολόκληρη κατάσταση. Αυτή τη συγκεκριμένη αίσθηση (εξ ίσου φυσικό «σφίξιμο») είναι που ονομάζουμε βιωμένη αίσθηση της όλης κατάστασης. Ενέχονται (implicit) σε αυτήν περισσότερες από τις πολυπλοκότητες της κατάστασης, απ’ ότι κανείς γνωρίζει ή θα μπορούσε να σκεφτεί (παράδειγμα, το τί ένιωθα με το που φώναζε η μητέρα μου...)

Οι περισσότερες από τις τρέχουσες μεθόδους που ασχολούνται με το σώμα αγνοούν την βιωμένη αίσθηση και ασχολούνται κυρίως με τις φυσικές σωματικές αισθήσεις, συνήθως τους περιφερειακούς μύες.

Είναι γεγονός ότι τα συναισθήματα προκαλούν σωματικές αισθήσεις, η καρδιά μας κτυπά, ή βήχουμε, ή τρέχουν τα σάλια μας, ή λαχανιάζουμε (συνέπεια συναισθημάτων...) όμως η φυσική αίσθηση της ενεχόμενης πολυπλοκότητας δεν ευρίσκεται σ’ αυτές τις σωματικές αισθήσεις, ούτε στα συναισθήματα. Η βιωμένη αίσθηση διαφέρει και από τα δύο και συνήθως απαντάται στο μέσον του σώματος: λάρυγγα, στήθος, στομάχι ή κοιλιά.

Διαφορά με Gestalt: Δουλεύει με αναπτυσσόμενα εσωτερικά είδωλα, εικόνες, ή συναισθήματα που εμφανίζονται κατόπιν σωματικής προσοχής, αλλά χωρίς βιωμένη αίσθηση (Ο πελάτης δεν έχει την αίσθηση της «πηγής» από όπου αυτά έρχονται).

Κορυφή της σελίδας

Η διαφορά μεταξύ της «αρνημένης εμπειρίας» και του τί προέρχεται από μία βιωμένη αίσθηση

Η σωματική αίσθηση μίας κατάστασης (η βιωμένη αίσθηση) είναι πάντα καινούργια, φρέσκια, δηλώνει τον τρόπο με τον οποίο το σώμα τώρα βιώνει το πρόβλημα. Οπωσδήποτε μπορεί να εμπεριέχει και κάτι από το παρελθόν, αλλά η βιωμένη αίσθηση είναι πάντα κάτι περισσότερο, το καινούργιο «όλο» του τώρα.

Αυτό συχνά παρεξηγείται. Μερικοί θεραπευτές θεωρούν ότι το περιεχόμενο αναφέρεται μόνον στο παρόν, ότι ονομάζουμε «εδώ και τώρα». Αλλά το παρελθόν υπάρχει, ενέχεται (implicit) στο κάθε παρόν. Άλλοι πάλι θεραπευτές θεωρούν ότι τίποτε δεν έρχεται στον πελάτη παρά το ξανα-βίωμα ενός απωθημένου παρελθόντος. Όμως η εμπειρία είναι πάντα παρούσα. Το να ξαναζήσεις ένα γεγονός του παρελθόντος είναι μία παρούσα βιωματική διαδικασία αυτού του γεγονότος, και αυτή η διαδικασία είναι φρέσκια, τωρινή και έχει την ποιότητα της παρούσας αλληλεπίδρασης.

Θεραπευτικά βήματα δεν θεωρούνται ή επανεμφάνιση αρνημένης εμπειρίας. Εκείνο που έχει την ουσιαστικότερη σημασία για τα βήματα αλλαγής είναι ακριβώς η καινούργια ενεχόμενη πολυπλοκότητα της σωματικής βιωματικής διαδικασίας. Φυσικά το παρελθόν εμπεριέχεται σ’ αυτή. Όμως χρειάζεται να σημειωθεί ότι η βιωμένη αίσθηση του τώρα είναι πολύ περισσότερο από το περιεχόμενο του παρελθόντος, το οποίο μπορεί και ν’ αντιστέκεται.

Οφείλει να υπογραμμισθεί λοιπόν ότι τα βήματα αλλαγής δεν προέρχονται από την επανεμφάνιση του παρελθόντος. Είχε θεωρηθεί έτσι, μια και τα παρελθόντα περιστατικά της ζωής μας είναι συχνά δραματικά κομμάτια της τρέχουσας θεραπευτικής διαδικασίας μας και της άποψης ότι η εμπειρία προέρχεται πάντα από εξωτερικά ερεθίσματα. Σήμερα όμως αναγνωρίζεται ότι η κολοσσιαία δημιουργικότητα της φαντασίας ξεπερνά τις εξωτερικές εμπειρίες. Γι’ αυτό και τα βήματα αλλαγής περικλείουν πολύ περισσότερη φαντασία.

Τα βήματα της αλλαγής λοιπόν θεωρούνται ότι εξαρτώνται από περισσότερες ταυτόχρονες απαιτήσεις απ’ ότι κανείς θα μπορούσε να σκεφτεί. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι η βιωμένη αίσθηση (η οποία χαρακτηρίζεται για την πολυπλοκότητά της) είναι αυτό το καινούργιο «όλο» από το οποίο τέτοια βήματα αλλαγής μπορούν να προέλθουν.

Όμως για να προσεγγίσει κανείς αυτή τη βιωμένη αίσθηση, πρέπει ήσυχα και σκόπιμα να επιτρέψει σ’ αυτή την ολιστική αίσθηση να έλθει ως δεδομένο (datum).

Κορυφή της σελίδας

Η διαφορά μεταξύ συναισθημάτων για το πρόβλημα και της βιωμένης αίσθησης του «όλου»

Παράδειγμα: με την μητέρα μου είχα πολλά προβλήματα, συναισθηματικά, ηθικά, οικονομικά, πρακτικά κ.ά.

Εάν παρέμενα με την όλη κατάσταση ή με ένα μέρος αυτής (συμβάν με την κυρία που την υπηρετούσε) η βιωμένη μου αίσθηση θα ήταν ένα «όλον» της κατάστασης. Ακούγεται αντιφατικό, το καταλαβαίνω αλλά η σωματική αίσθηση της μικρότερης δυνατόν άποψης ενός θέματος καλύπτει μία ενεχόμενη (implicit) πολυπλοκότητα ως ένα «όλον». Είναι πάντα η όλη σωματική βιωματική διαδικασία του... (more) περισσότερου.

Γι’ αυτό χρειάζεται να υπογραμμισθεί ότι η πληρότητα (wholeness) είναι το χαρακτηριστικό της βιωμένης αίσθησης.

Τα συνήθη συναισθήματα και αισθήματα είναι μόνο μέρη μιας κατάστασης που ζούμε όταν είμαστε «μέσα» σ’ αυτήν. Όταν γίνουμε αντικειμενικοί δεν αισθανόμεθα την κατάσταση καθόλου. Στην κοινή μας εμπειρία είναι αδύνατον να νιώσουμε ένα πρόβλημα στο όλον του. Μόνο όταν η σωματική βιωμένη διαδικασία (η βιωμένη αίσθηση) είναι δεδομένη, τότε βιώνεται ως τό «όλον». Τα βήματα αλλαγής προέρχονται από αυτό το «όλον». Ολόκληρος ο χάρτης αλλάζει. Το βήμα αυτό δεν μπορεί να εντοπισθεί στον προηγούμενο χάρτη.

Κορυφή της σελίδας

Η διαφορά μεταξύ πολύ βαθειάς χαλάρωσης και βιωμένης αίσθησης

Η ύπνωση καθώς και η βαθιά χαλάρωση θεμελιώθηκαν από τον Freud και άλλους, αλλά και θεωρήθηκαν χωρίς συνέχεια και συνέπεια. Στηρίχθηκαν κατ’ αρχήν σ’ αυτές, μια και υπήρξε η ανάγκη για κάτι περισσότερο, πέρα από την «συνειδητότητα», αλλά όχι για να περιορίζεται, ή να παρακάμπτεται ο συνειδητός πελάτης.

Η βιωμένη αίσθηση (ονομαζόμενη και «το όριο της συνειδητότητας») θεωρείται, από τον Gendlin, ως το κέντρο της προσωπικότητας. Ευρίσκεται μεταξύ του συνήθους συνειδητού προσώπου και των μυστηριωδών οικουμενικών βαθμίδων της ανθρώπινης φύσης, όπου δεν είμαστε πια οι εαυτοί μας (στα έγκατα της ύπαρξής μας). Είναι δε ανοικτή σε ότι έρχεται από αυτήν την οικουμενική βαθμίδα, αλλά βιώνεται ως «πραγματικό εμένα» (really me). Η βιωμένη αίσθηση και κάθε μικρό βήμα έρχεται ήδη «ολοκληρωμένη», και δεν έχει καμία σχέση με το επονομαζόμενο «ασυνείδητο υλικό».

Κορυφή της σελίδας

Η θέση μας είναι ενάντια στην ανατομία, ανάλυση, κατηγοριοποίηση...

Διερωτώμαι εάν μέχρι τώρα είναι εμφανής η εν λόγω προδιαγραφή της βιωμένης αίσθησης...

......Μια και θεωρώ ότι το πλέον κοινό είδος εσώτερης ενασχόλησης των ανθρώπων σήμερα είναι όχι μόνο η τάση μας για λογικοποίηση ή η ορθολογική θέση, αλλά και η εμπλοκή μας με τα ίδια συναισθήματα ξανά και ξανά. Σήμερα η πλέον κοινή – αλλά αναποτελεσματική - προσπάθειά μας για να βοηθήσουμε τον εαυτό μας, είναι αυτό που αποκαλούμε ανατομία/ανάλυση. Ο καθένας προσπαθεί να λειτουργεί «άνω» στο κεφάλι του, να δημιουργεί χάρτες μ’ αυτό και να προσπαθεί να αντιληφθεί τα βάσανά του με το να σκέπτεται αυτό και εκείνο. Πέραν όμως από την τάση διανοητικοποίησης, ο άνθρωπος νιώθει στα σωθικά του κάθε «κίνηση» που κάνει «εκεί επάνω». Έτσι όλες αυτές οι κινήσεις πληγώνουν.

Το να παρακολουθεί κανείς τα ενδότερα σωθικά του και όλα αυτά που πληγώνουν, δημιουργημένα από τα δικά του «κοψίματα», δεν είναι Focusing και σαφώς δεν το συνιστούμε!

Αυτό που εμείς συνιστούμε είναι η εσώτερη διαδικασία του να παραμείνουμε ήσυχοι στο να αισθανθούμε απ’ ευθείας την «ανησυχία» στο σώμα, πλήρη καθώς έρχεται, χωρίς να θέσουμε χάρτες, ν’ αλλάξουμε πορεία, και κάνουμε διακρίσεις σ’ αυτή. Εάν επιτρέψουμε στην προσοχή μας ν’ ακολουθήσει ευθέως αυτήν την σωματική αγωνία/αμηχανία θα νιώσουμε κάπως καλύτερα.

Τότε, αφήνουμε εκείνο να κάνει τον χάρτη, αφήνουμε εκείνο να διαιρείται σ’ οποιαδήποτε μέρη η κομμάτια από μόνο του. Όμως αρχίζει πάντα με «τό όλον του πράγματος» και όχι με ότι καθορίζεις απ’ αυτό που ζεις εσωτερικά..

Όσο και αν θεωρείς ότι έχεις ορίσει ένα πρόβλημα, θεώρησέ το ως μη ορισμένο ήδη. Χρησιμοποίησε αυτό που μόλις έχει ονοματίσει ως ένα δείκτη, και αναφέρσου σ’ αυτό ως το «όλο αυτό» (all that), οτιδήποτε μπορεί να είναι αυτό και μ’ οτιδήποτε μπορεί να πηγαίνει μαζί, χωρίς να βιαστείς να το κόψεις πρώτα σε κομμάτια και να νιώσεις τα αποτελέσματα αυτού του κοψίματος. (Εδώ περιγράφουμε αυτό που ο Gendlin αποκαλεί «όλον», την αποθέωση του «όλου»).

Κορυφή της σελίδας

Η διαδικασία του να διδάξεις τον ρόλο του πελάτη

Ξεκινήσαμε με το να διδάξουμε Focusing τον πελάτη (πώς να «βρει» τη βιωμένη του αίσθηση). Στη συνέχεια επιλέξαμε να διδάσκουμε μαζί με το focusing και την διαδικασία του πώς ν’ ακούμε (δηλαδή, τον ρόλο του θεραπευτή) στο ευρύτερο κοινό.

Ας ακολουθήσουμε την ερώτηση:

Τί είναι αυτό από το οποίο βήματα αλλαγής προέρχονται;

Ας υποθέσουμε ότι ο Θ. λέει:

Σε παρακαλώ μη συμφωνείς λόγω ευγένειας. Πες μου, ήταν ότι σου απήντησα απολύτως σωστό; Ο πελάτης θα μπορούσε να ελέγξει μόνο τις λέξεις και να πει: Ναι, αυτό είναι που είπα.

Όμως, όπως η έρευνα έχει αποδείξει, όταν η θεραπεία είναι αποτελεσματική ο πελάτης κάνει κάτι περισσότερο από του να ελέγξει μόνο τις λέξεις όταν ανταποκρίνεται σε μία θεραπευτική απάντηση.

Τί είναι αυτό το κάτι περισσότερο?

Ελπίζουμε, και «αξιώνουμε» τρόπον τινά, ότι ο πελάτης θα ελέγξει την απόκριση όχι μόνο με το τί ήταν ειπωμένο ή τί άκουσε, ή τί σκέφτηκε, αλλά με μία εσωτερική αίσθηση επί πλέον ουσίας, «χώρου», δεδομένων... με την «βιωμένη αίσθηση» (δεν έχουμε άλλη συνηθισμένη λέξη γι’ αυτό το «κάτι» που θα προσπαθήσει να ελέγξει ο πελάτης την θεραπευτική απόκριση).

Το αποτέλεσμα, μετά αυτόν τον «έλεγχο» με την βιωμένη αίσθηση, θα είναι μία κάποια εσωτερική χαλάρωση, μία αντήχηση (resonance). Δηλαδή ότι ακριβώς ήταν «εκεί», μοιάζει να εξεφράσθη και να ακούσθηκε. Δεν χρειάζεται να ειπωθεί ξανά. Για μερικές στιγμές υπάρχει μία ηρεμία (easiness) μέσα του (με θεωρητικούς όρους η διαπροσωπική απόκριση έχει λειτουργήσει την προαγωγική τάση). Σύντομα κάτι ακόμη έρχεται. Ότι «υπήρχε» εκεί αποδεικνύεται ότι έχει κάτι περισσότερο...

Μοιάζει λοιπόν ότι ο πελάτης δεν «ελέγχει» μόνον ότι ακούει από τον θεραπευτή του, αλλά επίσης ελέγχει την θεραπευτική απόκριση με αυτό το κάτι εσώτερο (την βιωμένη αίσθηση). Ως εκ τούτου αναφερόμεθα σε μία εσώτερη διάκριση που πραγματοποιείται στον πελάτη: Ο συνήθης εαυτός «ελέγχεται» με την βιωμένη αίσθηση.

Καταλήγουμε λοιπόν ότι οι θεραπευτικές μας αποκρίσεις δεν απευθύνονται σκόπιμα στον πελάτη μας, αλλά ελπίζουμε ότι εκείνος (ο πελάτης) θα μεταφέρει την απόκρισή μας και θα «ενημερώσει» την βιωμένη αίσθηση, και στην συνέχεια θα την αφήσει να μιλήσει εκείνη, θα περιμένει για ότι έλθει από αυτήν, ενώ θα ασχοληθεί να βρει λέξεις που «καθρεπτίζουν» (resonate) την βιωμένη αίσθηση, αντί να την διακόψει, να την επιπλήξει, ή να την ερμηνεύσει.

Κορυφή της σελίδας

Ο «πελάτης» του πελάτη

Στην προσπάθειά μας να προσδιαγράψουμε τον ρόλο του πελάτη στην θεραπευτική διαδικασία, ανακαλύψαμε μία διάκριση (distinction) μέσα στον πελάτη. Αυτή η διάκριση λειτουργεί σαν μία δυνατή επιβεβαίωση της πελατοκεντρικής θεραπείας.

Η βιωμένη αίσθηση μπορεί να θεωρηθεί ως ο «πελάτης» μέσα μας.
Ο συνήθης συνειδητός εαυτός μας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο «θεραπευτής», συχνά ένας ωμός κατευθυντικός θεραπευτής που επεμβαίνει στον εσωτερικό μας πελάτη όλη την ώρα. Αυτός ο συγκεκριμένος θεραπευτής πολύ συχνά επιτίθεται με ένα πολύ εχθρικό τρόπο, ή τουλάχιστον θέλει να χρησιμοποιεί όλες τις παλιές πληροφορίες που έχει. Αξιώνει να θεωρείται πιο έξυπνος από τον πελάτη, ομιλεί όλη την ώρα, διακόπτει, παίρνει τον χρόνο με μακρινές αναφορές και ερμηνείες, και σχεδόν καθόλου δεν αντιλαμβάνεται ότι ο «πελάτης» εμποδίζεται από το να μιλά. Αυτός ο «κατευθυντικός θεραπευτής» ούτε που αντιλαμβάνεται ότι ο πελάτης είναι εκεί. Αυτός ο «θεραπευτής» ξεκινά χωρίς τον πελάτη - όπως αναφέρεται και στο παλιό αστείο - και προχωρεί αόριστα χωρίς τον πελάτη.

Η έρευνα απέδειξε ότι στην θεραπεία επιτυγχάνουν πελάτες που πλησιάζουν την βιωμένη τους αίσθηση με μία προσωποκεντρική προσέγγιση.

Φυσικά εδώ δεν ομιλούμε για ένα «πρόσωπο» μέσα σ’ ένα πρόσωπο, αλλά για μία συγκεκριμένου είδους διαδικασία αυτό-απόκρισης.

Επίσης, ίσως θεωρηθεί ανακριβές το ότι ονομάζουμε αυτή την διαδικασία ως πελατοκεντρική προσέγγιση με «τον εαυτό» μας. Ίσως εκείνο που χρειάζεται να υπογραμμισθεί είναι η διάκριση μέσα στον πελάτη μεταξύ του συνήθους εαυτού και της βιωμένης αίσθησης. Η τελευταία είναι ακριβώς εκείνο το κομμάτι προς το οποίο οι πελατοκεντρικές αποκρίσεις απευθύνονται.

Μην μας παραξενεύει λοιπόν αυτή η «διάκριση» μια και από την εποχή του Πλάτωνα μέχρι τον Freud οι άνθρωποι συνήθιζαν να διακρίνουν διάφορα κομμάτια της ψυχής. Τώρα εμείς επιχειρούμε «την διάκριση», η οποία απεικονίζεται καλλίτερα με πελατοκεντρικούς όρους.

Κορυφή της σελίδας

Η βιωμένη αίσθηση είναι ο «πελάτης» του πελάτη

Μια και η στάση προς την βιωμένη αίσθηση είναι ανάλογη με εκείνη ενός πελατοκεντρικού θεραπευτή, χρειάζεται να λάβουμε υπ’ όψιν μας και να αναφερθούμε σε ορισμένες αρχές της προσωποκεντρικής προσέγγισης.

Κατωτέρω θα μιλήσουμε, λοιπόν, για μερικά πελατοκεντρικά αποφθέγματα τα οποία αποκτούν μία άλλη έννοια όταν εφαρμόζονται εσώτερα, μέσα σ’ ένα πρόσωπο.

Όπως ήδη έχει υπογραμμισθεί η βιωμένη αίσθηση δεν μπορεί να μορφοποιηθεί εάν ο εσωτερικός «θεραπευτής» δεν δείξει την ανάλογη προσοχή και σιωπηλά προσφέρει τον χρόνο του. Του πελάτη ο εσωτερικός «θεραπευτής» (ο συνειδητός εαυτός του) χρειάζεται να βάλει στο «ράφι» την ήδη αποκτηθείσα γνώση, τις εικασίες του εν γένει, και ν’ αποφύγει κάθε είδους ερμηνείες. Αντίθετα, θα πρέπει να παραμένει, σιωπηλός, ενώ για αρκετή ώρα τίποτε το ιδιαίτερο δεν εμφανίζεται.

Είναι γεγονός ότι αποδεικνύεται πολύ δύσκολο να βάλουμε κατά μέρος ότι γνωρίζουμε για τον εαυτό μας και το συγκεκριμένο πρόβλημα και να περιμένουμε ν’ «ακούσουμε» τί θα έλθει από την βιωμένη αίσθηση.

Έτσι ο «κατευθυντικός μας θεραπευτής» (ο συνειδητός εαυτός μας) μας διακόπτει συνέχεια. Ερμηνείες και αναφορές συνεχίζουν να διαπερνούν το κεφάλι μας. Υποχρεωνόμαστε να τις βάλουμε στο «ράφι» ξανά και ξανά, για να μπορέσουμε ν’ ακούσουμε την βιωμένη μας αίσθηση.

Είναι πραγματικότης ότι το «υλικό» της βιωμένης αίσθησης δεν είναι ραφινάτο (εκλεπτυσμένο) στην αρχή. Εάν όμως παραμείνουμε μ’ αυτό, τ’ αποδεχθούμε τρόπον τινά και αρχίσουμε την διαδικασία του «καθρεπτίσματος» (resonate), τότε γίνεται σιγά-σιγά περισσότερο περίπλοκο και περισσότερο σωστό από ότι θα περιμέναμε.

Σιγά-σιγά αρχίζουμε να μαθαίνουμε πως ότι έρχεται από την βιωμένη αίσθηση έχει τη δική του λογική και τους δικούς του λόγους, ακόμη και εάν δεν είναι αυτοί άμεσα φανεροί.

Δεν επιβάλλουμε τις αξίες μας για να δώσουμε κατεύθυνση στα επόμενα βήματα. Αντιθέτως, συχνά μαθαίνουμε, μέσω της βιωματικής διαδικασίας του «πελάτη», ότι μερικοί τρόποι με τους οποίους ζούμε και αισθανόμαστε μπορεί να είναι καλοί, παρ’ όλο που οι αξίες μας μοιάζει ν’ ανθίστανται. Τώρα, μέσω αυτής της βιωματικής διαδικασίας του εσωτερικού «πελάτη», οι αξίες μας δεν συγκρούονται - και αυτό δεν σημαίνει ότι τις έχουμε απορρίψει – όχι! Οι αρχικές μας αξίες παίζουν ένα ρόλο και είναι επίσης αλλαγμένες σ’ αυτά τα «βήματα».

Αξίζει να σημειωθεί ότι λαμβάνουμε υπ’ όψη μας ότι εξ αρχής έρχεται από την βιωμένη αίσθηση. Τ’ αφήνουμε να υπάρξει ως έχει, τουλάχιστον για λίγο. Προσπαθούμε να μην το διορθώσουμε, ή αλλάξουμε, ή άμεσα ωθήσουμε μακράν. Παράλληλα όμως δεν συμφωνούμε και με ότι έλθει αρχικά από την βιωμένη αίσθηση. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι θα υπάρξουν περαιτέρω βήματα. Καλλιεργούμε μία στάση αποδοχής για ότι έρχεται, ακόμη και εάν μοιάζει αρνητικό ή μη ρεαλιστικό. Γνωρίζουμε ότι περαιτέρω βήματα μπορεί να το αλλάξουν. Αυτά τα βήματα μπορούν να έλθουν μόνον εάν εξ αρχής δεχθούμε και καλοδεχθούμε ότι είναι τώρα εδώ.

Κορυφή της σελίδας

Νέα Ιδιαιτερότητα

Αναφορά στα έξη βήματα....

Τώρα τα διδάσκουμε ξεχωριστά δίδοντας χρόνο και προσωπική προσοχή στον κάθε πελάτη για το καθένα.

  • 1) Όπως κάνουμε με τους πελάτες μας και δεν τους ρωτάμε στην αρχή της ώρας με τί θα ασχοληθούμε, τό ίδιο κάνουμε και με τον κατευθυντικό εσωτερικό θεραπευτή μας, δεν τον αφήνουμε γρήγορα να βρει το θέμα.

Δημιουργία εσωτερικού ελεύθερου χώρου. Ένα είδος καταλόγου των όσων υπάρχουν εκεί (στο χώρο της αναπνοής) και μας εμποδίζουν από του να νιώθουμε καλά.

Ανάπτυξη αυτού του βήματος: Προτείνεται ψυχοθεραπευτική μέθοδος εργασίας με ασθενείς που πάσχουν από καρκίνο. Αυτό το project ξεκίνησε, διότι εθεωρείτο ότι οι συγκεκριμένοι ασθενείς είναι εξαιρετικά αρνητικοί στο να δουλέψουν με τα σώματά τους εκ των έσω. Γι’ αυτό προβλεπόταν ότι θα ήσαν ανίκανοι να κάνουν το πρώτο βήμα του Focusing. Αντίθετα μ’ όλα αυτά απεδείχθη ότι μπορούσαν να δημιουργήσουν ελεύθερο χώρο, και να βρουν την καλή σωματική ενέργεια που έρχεται από αυτόν τον χώρο.

Κορυφή της σελίδας
  • 2) Του ν’ αφεθεί να δημιουργηθεί η βιωμένη αίσθηση είναι το πλέον δύσκολο μέρος του Focusing.

Θα προσπαθήσω να εξηγήσω τί εννοώ μ’ αυτό:

Ας πάρουμε μια θεραπευτική σχέση με βάση την προσωποκεντρική προσέγγιση.

Ένας προσωποκεντρικός θεραπευτής περιμένει από τον πελάτη του να διορθώνει τις θεραπευτικές του αποκρίσεις. Συχνά όταν κάτι δεν είναι σωστό σε μία απόκρισή του, αυτό δημιουργεί την δυνατότητα στον πελάτη του να οδηγηθεί πιο γρήγορα στο σωστό.

Όπως και στις εσωτερικές μας «συζητήσεις», κάτι μπορεί να έλθει και να διορθώσει αυτό που προσπαθούμε να πούμε στον εαυτό μας. Π.χ. κάτι όχι ιδιαίτερης σημασίας πήγε στραβά σήμερα. Λέμε στον εαυτό μας: «Είναι εν τάξει.. Δεν πειράζει... σύντομα θα το έχω ξεχάσει... οι ώριμοι άνθρωποι δεν αναστατώνονται με τέτοια ασήμαντα πράγματα... είναι εντάξει... είναι εντάξει... δες το έτσι...» και ούτω καθεξής. Κάθε τι από αυτά που λέμε διαψεύδεται/αντικρούεται από την ενόχληση/στενοχώρια η οποία «αντιμιλά» και αντιδρά έντονα στις προσπάθειές μας ν’ απομακρύνουμε την σκέψη μας.

Όποτε μία ενόχληση/στενοχώρια υπάρχει ήδη εκεί, ο καθένας μπορεί να γυρίσει και να απευθυνθεί σ’ αυτήν. Όμως συχνά υπάρχουν εκεί μόνο τα συνήθη οικεία συναισθήματα.

Του να επιτρέψουμε να δημιουργηθεί μία βιωμένη αίσθηση είναι το πιο δύσκολο μέρος του Focusing. Ένας συγκεκριμένος τρόπος μεταξύ άλλων βασίζεται στο αποτέλεσμα/επίδραση που ήδη περιγράψαμε. Υπάρχει μία ειρωνεία στο να χρησιμοποιούμε αυτήν την επίδραση. Παρ’ όλο που γνωρίζουμε ότι υπάρχει εκεί ένα θέμα που δεν είναι ΟΚ, σκόπιμα λέμε μέσα μας «είναι ΟΚ, το όλο πράγμα είναι εντάξει, είμαι μια χαρά μ’ αυτό». Όταν κανείς στρέψει την προσοχή του στο χώρο του στήθους, συνήθως αισθάνεται ξαφνικά και έντονα το σώμα ν’ αντιμιλά, παρέχοντας μία ευδιάκριτη σωματική-αίσθηση αυτού του ειδικού προβλήματος ή κατάστασης. Είναι πράγματι μία πολύ ενδιαφέρουσα επίδραση!!

Μία σωματική αίσθηση μπορεί να έλθει και να μας απευθύνει τον λόγο πίσω (talk back) μ’ ένα τρόπο που μπορεί να διορθώσει τις λανθασμένες δηλώσεις/ισχυρισμούς.

Ένα μέσο επίπεδο χαλάρωσης χρειάζεται γι’ αυτή την σωματική συνομιλία. Οι περισσότεροι άνθρωποι σπαταλούν την ημέρα τους με υψηλού βαθμού εντάσεις στα σώματά τους, γι’ αυτό τον λόγο δεν μπορούν παρά να νιώσουν ελάχιστες μεταβολές σ’ αυτό. Από την άλλη, χαλάρωση υψηλού βαθμού απαγορεύει αυτή την ομιλία με το σώμα

Κορυφή της σελίδας
  • 3) Οι θεραπευτές παρ’ όλο που παραφράζουν, διατηρούν πάντα τις κρίσιμα φορτισμένες λέξεις. Έτσι και στο Focusing δεν θ’ αλλάξουμε λέξεις που χρησιμοποιεί ο εστιαζόμενος. Εάν μιλήσει για «αγωνία» δεν θα την αλλάξουμε σε «ανυπομονησία», ή «αμφιβολία». Μόνο η λέξη που είπε ο εστιαζόμενος μπορεί να είναι η «λαβή» που βοηθά να κρατά το «όλον» της «βαλίτσας»*.

Στο Focusing, όταν έρχεται μία βιωμένη αίσθηση, συγκεντρώνεσαι στην ποιότητά της και προσπαθείς να βρεις ένα σύμβολο-λαβή γι’ αυτήν την ποιότητα. Με το να παραμένεις σ’ αυτή τη βιωμένη αίσθηση και να προσπαθείς να βρεις, τί αποδίδει την ποιότητά της, απομακρύνεσαι από τα συνήθη οικεία συναισθήματα, ή σκέψεις που σου προκαλεί το πρόβλημα. Σε βοηθά να μείνεις με την βιωμένη αίσθηση. Εάν τίποτε δεν είναι κατάλληλο, ονόμασέ το «αυτή η ποιότητα».

Κορυφή της σελίδας
  • 4) Όταν μία λέξη-ποιότητας μοιάζει σωστή, τότε την «αντηχούμε/ καθρεπτίζουμε», όπως σε μία προσωποκεντρική απόκριση.

Ρωτάμε: Αυτή η λέξη, ή εικόνα είναι η κατάλληλη? Περιμένουμε από την βιωμένη αίσθηση ν’ «απαντήσει».

Η γνώση του σώματος γύρω από τις λέξεις σ’ εκπλήσσει μια και αποδεικνύεται εκλεπτυσμένη και απαιτητική. Μία συγκεκριμένη λέξη-ποιότητας θα αποβεί κατάλληλη.

* Εδώ ο Gendlin αποκαλεί χαρακτηριστικά «λαβή» το σύμβολο που αποδίδουμε στην βιωμένη αίσθηση. Έτσι δημιουργεί την μεταφορά της «βαλίτσας» που αποδίδει το «όλον» της κατάστασης, και τη σημασία του συμβόλου που ως «λαβή» μπορεί να «κρατήσει την βαλίτσα» άνετα...

Άλλες λέξεις, παρ’ όλο ανάλογες, δεν γίνονται δεκτές από το σώμα. Εάν η λέξη, ή η φράση, ή η εικόνα είναι κατάλληλη, μία ελαφριά, αλλά μ’ ευγνωμοσύνη φυσική συνέπεια, έρχεται κάθε φορά που σκέπτεσαι αυτή την λέξη (ή την εικόνα ή την φράση).

Με αυτό το φυσικό αποτέλεσμα το όλο πρόβλημα μαλακώνει και αποδίδεται με μία χαλαρωτική αίσθηση στο σώμα. Τώρα συμβουλεύουμε τους εστιαζόμενους να το κάνουν αυτό αρκετές φορές, όχι μόνο μία.

Κορυφή της σελίδας
  • 5) Διερωτηθήκατε ποτέ ως θεραπευτές πόσες φορές είσθε ικανοποιημένος που δεν παρασυρθήκατε να κάνετε μία ερμηνεία που φαινόταν τόσο σωστή? Μερικά λεπτά αργότερα η ασάφεια του πελάτη σας εξαφανίζεται και το πρόβλημά του καθ’ ολοκληρίαν αλλάζει. Συχνά η ερμηνεία μας δεν αφορούσε ακόμη και το σωστό θέμα.

Αυτό το φαινόμενο συμβαίνει και στην «εσωτερική σχέση». Ο καθένας μας γνωρίζει αρκετά για τον εαυτό του. Και όμως αυτή η ολιστική, ασαφής, βιωμένη αίσθηση «γνωρίζει» περισσότερα (the more…). Όταν ένα βήμα έρχεται από αυτήν, ολόκληρος ο «χάρτης» διαφόρων ανησυχιών μεταβάλλεται.

Βεβαίως αξίζει να σημειωθεί ότι αν δεν είναι ακόμη «εκεί» η βιωμένη αίσθηση δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί. Με το να την θυμάσαι ότι ήταν εκεί πριν μερικά λεπτά δεν σημαίνει τίποτε. Χρειάζεται να την αναζητήσεις ξανά: «Είναι η βιωμένη αίσθηση ακόμη εκεί? Α.. να την είναι εκεί ξανά».

Έχω γράψει ότι η βιωμένη αλλαγή μοιάζει σαν μία πλημμύρα φυσικής ανακούφισης. Ακόμη και μία ελάχιστη «απόδοση» αλλάζει την όλη κατάσταση, και κάνει ένα πρόβλημα που είναι στάσιμο για πολύ καιρό να νιώθει καλά. Εάν όμως υπάρχει ένταση και κινητοποίηση εύκολα μπορεί να χαθεί αυτή η βιωμένη αλλαγή. Συσκευή ανεύρεσης (monitor) «κομματιών», ανεπαίσθητης ανακούφισης, είναι η βιωμένη αίσθηση.

Ακολούθησε κάθε σκέψη, εικόνα ή οτιδήποτε φέρει μία αίσθηση ανακούφισης.

Κορυφή της σελίδας
  • 6) Δεν αντιδρούμε σε τίποτα από αυτά που «λαμβάνει» ο εστιαζόμενος, με το να τα ονομάσουμε φανταστικά, εγωιστικά ή βλαβερά. «Δεχόμεθα» οτιδήποτε ο πελάτης προσφέρει. Του παραχωρούμε χρόνο. Δεν λέμε άμεσα «Και γιατί είναι αυτό?», ή «ποιό είναι το επόμενο βήμα?».

Το βήμα αλλαγής έρχεται από αυτό που «έλαβε» ο εστιαζόμενος. Γι’ αυτό χρειάζεται να το αφήσουμε να παραμείνει εδώ για λίγο.

Πρόσφατα έχουμε διαπιστώσει ότι βοηθά να προειδοποιούμε τους πελάτες να παρατηρήσουν πώς ο εσώτερος «κατευθυντικός θεραπευτής» μπορεί να ανασκευάζει/διαψεύδει/αντικρούει και ακυρώνει αυτό που έρχεται/που συνοδεύει μία βιωμένη αλλαγή. Αυτό μπορεί να συμβεί τόσο άμεσα που μπορεί και να μη προλάβουμε να το παρατηρήσουμε.

Χωρίς να το καταλάβουμε κάποιος μέσα «ακούγεται» να λέει: «Αυτό είναι τελείως φαντασία, ανόητο, δεν μπορώ να το δεχθώ, θα μπορούσε να είναι ηττοπαθές, δεν μπορεί να είναι σωστό».

Γι’ αυτούς τους λόγους το τελευταίο αυτό βήμα, του «λαμβάνειν», χρειάζεται ιδιαίτερη διδασκαλία. Με την πρακτική ο καθένας μαθαίνει πώς θα τοποθετεί όλες τις φωνές παράμερα για να μην επισκιάσουν την φυσική αίσθηση της βιωμένης αλλαγής. Χρειάζεται λοιπόν, να επαναλαμβάνουμε όποιες λέξεις ήλθαν με την βιωμένη αλλαγή, για να νιώσουμε εάν δημιουργούν αυτή την βιωμένη αλλαγή ξανά.

Ας προσπαθήσουμε να δούμε αν μπορούμε να νιώσουμε αυτή τη βιωμένη αλλαγή άλλη μια φορά..

Κορυφή της σελίδας

Περί Οδηγιών

Παρ’ όλο που αυτά τα 6 βήματα θεωρούνται πολύ βοηθητικά και αποτελεσματικά, δεν ακολουθούνται άκαμπτα. Οι άνθρωποι είναι απείρως περισσότερο πολύπλοκοι και μας ξαφνιάζουν περισσότερο από κάθε σχήμα έξι βημάτων.

Γι’ αυτό δίδουμε διαχωρισμένο επίπεδο οδηγιών «split-level»: «Αφήνεστε ελεύθεροι να εφαρμόσετε αυτές τις οδηγίες, όπως εσείς ακριβώς μπορείτε, αλλά τη στιγμή που αισθάνεστε ότι υφίστασθε κάποια παραβίαση, σταματήστε, μην τρέξετε μακριά, αλλά αντιθέτως παρατηρείστε τί ακριβώς έχετε εκεί» Στο ένα επίπεδο «παρακαλώ ακολουθείστε» και στο άλλο επίπεδο «παρακαλώ μην ακολουθείτε» τις οδηγίες.

Μη ξεχνάτε ότι εκείνο που καθορίζουμε και διδάσκουμε είναι το να προκαλούμε την εσωτερική διαδικασία. Το διαχωρισμένο επίπεδο οδηγιών επιτρέπει να βρεις την διαδικασία σου μέσα από το διάγραμμα των 6 βημάτων, ή σου επιτρέπει να ανακαλύψεις πού το διάγραμμα αποτυγχάνει.

Συνήθως στην αρχή της εκπαίδευσης στην διαδικασία εστίασης οι περισσότεροι εστιαζόμενοι φθάνουν σ’ ένα σημείο όπου γελούν και λένε: «Ω... αυτή ήταν η δυσκολία, προσπαθούσα να το «κάνω σωστά» και αυτό μπήκε εμπόδιο στην διαδικασία μου». Μετά αυτό το γέλιο ξέρουν....

Για παράδειγμα μία βιωμένη αλλαγή σύμφωνα με το διάγραμμά μας έρχεται στο 5ο βήμα. Στην πραγματικότητα όμως μπορεί να έλθει οποιαδήποτε στιγμή.

Πολύ θεραπευτές το βρίσκουν αποτελεσματικό να διδάξουν Focusing κατ’ ευθείαν στους πελάτες τους. Αυτή η διδασκαλία πάντως χρειάζεται να διαχωρισθεί πλήρως από την κανονική θεραπευτική αλληλεπίδραση.

Κορυφή της σελίδας

Η διαδικασία εστίασης κατά την διάρκεια της θεραπείας

Όλες αυτές οι οδηγίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά την διάρκεια της ψυχοθεραπείας, αλλά με ένα συγκεκριμένο τρόπο.

Υπάρχουν πολλές θεωρίες και πολλές άλλες λεωφόροι θεραπειών. Θεωρώ ότι όλες οι θεραπείες μπορούν να εφαρμοσθούν βασισμένες στην Προσωποκεντρική Προσέγγιση.

Τί εννοώ:

Οτιδήποτε λέω ή κάνω στην θεραπεία αμέσως επιβεβαιώνεται από την εσώτερη απόκριση του πελάτη (την βιωμένη του αίσθηση). Αυτό σημαίνει ότι σπανίως λέω ή κάνω δύο συνεχόμενα πράγματα, χωρίς πριν να έχω την εσώτερη απόκριση του πελάτη. Προσπαθώ να αποκρίνομαι με μία διαδικασία ακρόασης σε οτιδήποτε ο πελάτης εκφράζει και σ’ ότι άλλο έρχεται περαιτέρω. Πάντα δίνω προτεραιότητα στου πελάτη το βήμα. Ότι άλλο θέλω να κάνω το αφήνω να περιμένει...

Αυτό μεταμορφώνει πράγματι τον χαρακτήρα της ερμηνείας, των οδηγιών, ή όποια άλλη χρήσιμη λεωφόρο θεραπείας χρησιμοποιήσω.

Οφείλω άμεσα ν’ απορρίψω ότι προσπάθησα να χρησιμοποιήσω, εάν δεν βοήθησε, για να ελευθερώσω την διαδικασία του πελάτη μου.

Τις περισσότερες φορές οι πελάτες νομίζουν ότι πρέπει να εξηγήσουν γιατί ότι είπα ήταν λάθος. Συνήθως τους διακόπτω : «Ναι.. το βλέπω ήμουν λάθος. Νιώσε πάλι πώς είναι για σένα». Οι πελάτες μου γρήγορα καταλαβαίνουν πώς ότι λέω δεν είναι εντολή για εκείνους αλλά μία πρόσκληση σε αυτούς να νιώσουν πώς είναι η εσώτερη κατάστασή τους.

Συχνά πάντως, για να τους διευκολύνω, αναφέρομαι ως εξής:

«Αλλά... ακούγεται αυτό καλά.... ή πώς θα λεγόταν αυτό καλλίτερα?» Από τη στιγμή που γνωρίζουν ότι αυτή είναι η πρόθεσή μου, ότι και να πω λάθος δεν τους απασχολεί και παραβλέπεται άμεσα.

Σημειώστε πάντως, ότι όσο και να είναι βοηθητικές διάφορες μέθοδοι στην ψυχοθεραπεία, δεν πρέπει να αντικαθιστούν την διαδικασία του ακούειν (σ’ αυτές φυσικά συμπεριλαμβάνονται και οι οδηγίες για την διαδικασία εστίασης). Οι πολλές βοηθητικές οδηγίες τελικά εμποδίζουν την δημιουργία της εσώτερης διαδικασίας του πελάτη, ή ακόμη χειρότερο δεν της επιτρέπουν να ξεκινήσει.
Επιβάλλεται να υπάρχουν μακριές περίοδοι όπου μόνο ακούμε και ανταποκρινόμαστε.

Κορυφή της σελίδας

Πώς το Focusing μεταμορφώνει την θεραπευτική συζήτηση σε βιωματική διαδικασία

Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν μέσα από τις συζητήσεις τους. Ιδίως στην προσωποκεντρική θεραπεία οι πελάτες είναι συνηθισμένοι να εκθέτουν τα προβλήματά τους και τις υποθέσεις που τους απασχολούν, συζητώντας. Όλη η προσοχή στηρίζεται σ’ ότι εκφράζεται λεκτικά.

Η διαδικασία εστίασης το αλλάζει αυτό. Φυσικά οτιδήποτε ο πελάτης θέλει να πει είναι καλοδεχούμενο, αλλά τώρα δεν περιμένουμε από αυτή την λεκτική έκθεση των προβλημάτων να κάνουμε την δουλειά μας ως ψυχοθεραπευτές. Όπως επανειλημμένα έχουμε τονίσει, τα βήματα αλλαγής θα έλθουν από την εσώτερη επικοινωνία με αυτό που αποκαλούμε «σύνορο της συνειδητότητάς μας» (την βιωμένη αίσθηση). Έχει ήδη επιβεβαιωθεί με έρευνα ότι όταν αυτό το σύνορο ανοίξει, η διαδικασία προχωρεί.

Αυτό όμως απαιτεί από τις προσωποκεντρικές αποκρίσεις να είναι συγκεκριμένες. Δεν κερδίζουμε εάν οι αποκρίσεις είναι σωστές περισσότερο ή λιγότερο. Η αποδοτική απόκριση είναι εκείνη που στοχεύει και κάνει επαφή με «αυτό» από το οποίο ο πελάτης ομιλεί, παρά του να επαναλαμβάνει ότι έχει λεχθεί.

Όταν ο πελάτης, όπως συχνά γίνεται, δεν εκφράζεται μέσω αυτού του ασαφούς «συνόρου», προσπαθούμε να τον κατευθύνουμε σ’ «αυτό».

Για να το κάνουμε αυτό οδηγούμαστε σ’ αποκρίσεις που δίδονται μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο.

Κορυφή της σελίδας

α) Επαναλαμβάνουμε, ήρεμα και αργά, για αρκετές φορές ένα σημείο της συζήτησης όπου υπήρξε ένα βαθιά αισθανόμενο σημείο. Αυτό μπορεί να βοηθήσει τον πελάτη ν’ αντιληφθεί μία ευρύτερη αίσθηση από την οποία – όπως έχουμε σημειώσει - τα βήματα αλλαγής ξεκινούν..

Κορυφή της σελίδας

β) Κάποια στιγμή κατά την διάρκεια της συνεδρίας ο θεραπευτής μπορεί να πει: «Θα μπορούσες να μείνεις ήσυχος για λίγο και να δώσεις χώρο και αισθανθείς όλη αυτή την αίσθηση..». Η, εάν είναι όμως αληθινό, ο θεραπευτής θα μπορούσε να πει: «Ένα λεπτό... Ακόμη νιώθω ότι έχεις πει... χμ...».

Υπάρχουν τρόποι που μπορείς να σταματήσεις για λίγο την συζήτηση για ν’ αφήσεις χώρο να συμβούν περισσότερα πράγματα. Εάν όμως ο πελάτης συνεχίζει με την συζήτησή του, τότε θα πρέπει ν’ ανταποκριθούμε όπως συνήθως και να μην επιμείνουμε στις δικές μας προτάσεις.

Κορυφή της σελίδας

γ) Θα μπορούσαμε επίσης να προσθέσουμε κάτι όπως:
«...και αυτό δεν είναι ακόμη καθαρό»,
ή «..... και δεν γνωρίζεις ακόμη τί είναι αυτό»,
ή «... και υπάρχει εκεί αυτή η αίσθηση ότι μπορούσε να γίνει διαφορετικό, αλλά δεν είναι ακόμη καθαρό τό πώς».

Οι άνθρωποι είναι κοινωνικά συνηθισμένοι να σταματούν να συζητούν, όταν εγγίζουν ένα «σύνορο» που δεν επιδέχεται λύση. Έχει εξακριβωθεί ότι βοηθά να αναφερθούμε σ’ αυτό το «σύνορο»...

Κορυφή της σελίδας

δ) Ακόμη και αν δεν υπάρχει αυτό το «σύνορο», ο πελάτης μπορεί να βοηθηθεί να βρει ένα, εάν ο θεραπευτής αναφερθεί σ’ αυτό, ως να ήταν εκεί..

π.χ. ο πελάτης λέει: «Θα πρέπει να μη θέλω να το κάνω αυτό (το να πιάσω μια δουλειά, να συναντήσω νέους ανθρώπους, να γράψω μία εργασία) αφού όταν έρχεται η ώρα δεν το κάνω».

Μια προσωποκεντρική απόκριση θα μπορούσε να είναι ως εξής:

«θεωρείς ότι θα πρέπει να μη θέλεις να το κάνεις, αφού κατά κάποιο τρόπο δεν το κάνεις...».

Μία διαδικασίας εστίασης πρόσκληση/απάντηση θα μπορούσε να έχει ως εξής:

«Κάτι σ’ εσένα δεν θέλει να το....», ή
«Υπάρχει η αίσθηση του να μη θέλεις να ....», ή
«Όταν η ώρα έρχεται, κάτι σε σταματά...»

Άλλο παράδειγμα:

Πελάτης: «Πραγματικά πιστεύω ότι αυτός είναι ο λόγος που μένω μαζί του, είναι γιατί χρειάζομαι ασφάλεια».

Μία διαδικασίας εστίασης πρόσκληση/απάντηση θα ήταν:

«Είσαι σχεδόν βέβαιος ότι έχει σχέση με την ασφάλεια, αυτή η αίσθηση εκεί είναι που σε κρατά μαζί του».

Ότι αναφέρεται εδώ μπορεί να μοιάζει σαν ένα πρότυπο γραμματικής έκφρασης. Όμως εδώ θέλουμε να υπογραμμίσουμε την διαφορά μεταξύ συζήτησης και κατεύθυνσης. Πολλοί πελάτες ομιλούν, μερικοί όμως από αυτούς μπορούν να γυρίσουν εσώτερα και να απευθυνθούν άμεσα σ’ αυτό το «σύνορο» (την βιωμένη αίσθηση).

Κορυφή της σελίδας

ε) Η διαδικασία εστίασης μπορεί να διδαχθεί και με σποραδικές οδηγίες. Οπωσδήποτε όμως μία σαφή διδακτική εκπαίδευση στη διαδικασία εστίασης μπορεί να γίνει σε μία συγκεκριμένη περίοδο, και όχι κατά την διάρκεια της ψυχοθεραπείας.

Χρειάζεται και πάλι να υπογραμμισθεί όμως ότι κατά την διάρκεια της ψυχοθεραπείας μπορούν να δοθούν οδηγίες στον πελάτη που θα είναι κατάλληλες για την περίσταση.

Μπορούμε με σαφήνεια να προσκαλέσουμε τον πελάτη να δει εάν είναι δυνατόν να προσεγγίσει αυτήν την αίσθηση εσωτερικά. Θα μπορούσαμε να προτείνουμε:

«Μπορείς να το νιώσεις αυτό τώρα;», ή
«Μπορείς να νιώσεις αυτή την αίσθηση του δεν θέλω, τώρα;», ή
«Εάν μείνεις ήσυχος για ένα λεπτό μέσα σου, μπορείς να νιώσεις αυτή την αίσθηση του δεν θέλω... Πρέπει να είναι εκεί;»

Περισσότερα παραδείγματα:

«Εάν σκεφθείς τώρα ότι πηγαίνεις στην εφημερίδα και ζητάς μια εργασία... τί είδος, τί ποιότητα αίσθησης έρχεται στο σώμα σου;», ή

«Σταμάτα για ένα λεπτό. Θα ήθελα να σε ρωτήσω κάτι. Μπορείς να στρέψεις την προσοχή σου στον χώρο της αναπνοής; Πώς είναι εκεί τώρα; (ο πελάτης απαντά είναι καλά εκεί). Τώρα σκέψου για όλο αυτό το θέμα του να ψάξεις για δουλειά... τί έρχεται εκεί; (εκφράσεις προσώπου)... Εν τάξει, μείνε μ’ αυτό για ένα λεπτό, ευγενικά, διακριτικά...».

Συχνά είναι σημαντικό να βοηθάς ανθρώπους να ανακαλύψουν την σωματική άποψη του μη σαφούς «συνόρου». Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν ποτέ παραμείνει εσωτερικά μ’ αυτόν τον τρόπο και χρειάζονται χρόνο για να το ανακαλύψουν.

Κορυφή της σελίδας

Άλλο παράδειγμα:

Π: «Είμαι τόσο θυμωμένος»
Θ: «Ο θυμός σου είναι ακριβώς εκεί...»
Π: «Ω.. είναι πάντα εκεί. Αρρωσταίνω μ’ αυτόν τον θυμό»
Θ: «Ας κάνουμε κάτι. Πάρε «όλη» αυτή την αίσθηση της συγκεκριμένης κατάστασης, όλο αυτό, περισσότερο απ’ ότι γνωρίζεις, το κάθε τι που πάει μ’ αυτό, και κατά κάποιο τρόπον βημάτισε πίσω, σαν να ήθελες να κοιτάξεις «όλο» αυτό από απόσταση, σαν μια μεγάλη εικόνα που καλύπτει έναν ολόκληρο τοίχο ενός μεγάλου κτιρίου... Τί έρχεται στο σώμα σου όταν το κάνεις αυτό;

Με αυτόν τον τρόπο ο θεραπευτής μπορεί ενίοτε να συμπεριλάβει όλες τις οδηγίες και λεπτομέρειες της διαδικασίας εστίασης, σε σημεία όπου ο πελάτης – ο οποίος πιθανόν γνωρίζει την διαδικασία εστίασης – θα μπορούσε να βοηθήσει να σχηματισθεί μία βιωμένη αίσθηση.

Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι αυτές οι οδηγίες χρειάζεται να παραμείνουν σποραδικές και να μην διασπούν την εσώτερη ώθηση της διαδικασίας του πελάτη. Χρειάζεται να υπάρχει εκεί στάσιμος και άδειος χώρος, καθώς και χρόνος για την εσώτερη παρότρυνση του πελάτη για να κινήσει αυτήν την διαδικασία.

Εάν η αλληλεπίδραση πελάτη θεραπευτή δημιουργήσει ενόχληση στον πελάτη, ή ο πελάτης δυσανασχετήσει που λαμβάνει οδηγίες από τον θεραπευτή του, αυτό πρέπει αυτομάτως ν’ ακουσθεί. Η διδασκαλία στην διαδικασία εστίασης μπορεί να γίνει κάποια άλλη στιγμή αργότερα.

Παράδειγμα:

Θ: Θα μπορούσες να μείνεις μ’ αυτή την οδυνηρή αίσθηση τώρα, εάν έθετες όλη την προσοχή σου στο σώμα σου και, πολύ τρυφερά, μείνεις δίπλα σ’ αυτή;

Π: Δεν μου αρέσει το να μου λες τί να κάνω μέσα στον εαυτό μου.

Θ: Δεν σου αρέσει να σε κατευθύνω μέσα σου, με θέλεις έξω από αυτόν τον χώρο. Βεβαίως. Θα σταματήσω να το κάνω αυτό.

Π: Αλλά... χμ... Θέλω να μάθω τί ξέρεις γι’ αυτό...

Θ: Ω, βεβαίως, θα σου μάθω αυτή την μέθοδο κάποια στιγμή... Με θέλεις έξω από τον χώρο, αλλά δεν θέλεις και να πάω μακριά... Είναι έτσι;

Κορυφή της σελίδας

see

Άρθρο 2: "Η βιωματική ανταπόκριση"

Κορυφή της σελίδας
Άρθρο1: "Client's Client" ("Ο πελάτης του πελάτη"), Eugene Gendlin
Άρθρο2: "Η Βιωματική Ανταπόκριση", Eugene Gendlin
Άρθρο3: "Οι Τρείς «Διαστάσεις» για το Σώμα
(Σύμφωνα με την Διαδικασία Εστίασης)"
, Eugene Gendlin

Eugene Gendlin

Μετάφραση: Ζαρογιάννης Παύλος

Κανόνες για ανταποκρίσεις

Βιωμένο νόημα

Κορυφή της σελίδας

Τα προσωπικά προβλήματα και οι δυσκολίες της ζωής δεν είναι ποτέ μόνο γνωσιακού επιπέδου, δεν είναι ποτέ μόνο θέμα του πως κάτι ερμηνεύεται ή γίνεται κατανοητό. Υπάρχει πάντα μια αισθηματική, συναισθηματική, βιωμένη, συγκεκριμένη, βιωματική δυσκολία. Οι σκέψεις και οι ερμηνείες του ατόμου απορρέουν, και κατά μεγάλο βαθμό, επηρεάζονται από τον συναισθηματικό τρόπο, με τον οποίο ζει την κάθε κατάσταση.

Γι’αυτό και οι ανταποκρίσεις ενός θεραπευτή πρέπει, τουλάχιστον μερικές φορές, να έχουν μια συναισθηματικά βιωματική επίδραση (1), για να μπορέσουν να οδηγήσουν στην επίλυση ενός προβλήματος. Η ερώτηση, «Ποια είναι η καλύτερη θεραπευτική ανταπόκριση;» μας οδηγεί στην ερώτηση, «Πως μπορεί η ανταπόκριση ενός θεραπευτή να προκαλέσει μια συγκεκριμένη βιωματική επίδραση στον πελάτη;»

(1) Σ’αυτές τις υποσημειώσεις θα σχολιάζω τις σχέσεις ανάμεσα στην ψυχανάλυση και την πελατοκεντρική ή την βιωματική ψυχοθεραπεία. Η άποψη μου είναι, ότι, όταν είναι αποτελεσματικοί και οι δύο τρόποι ανταπόκρισης (όταν γίνονται από τους καλύτερους εκπροσώπους της κάθε προσέγγισης), είναι πάρα πολύ όμοιοι. Όμως, ο τρόπος με τον οποίο η κάθε σχολή αντιλαμβάνεται την ιδανική θεραπευτική ανταπόκριση είναι πολύ διαφορετικός, και έτσι διαφορετικές είναι και οι τυπικές παρεξηγήσεις που γίνονται σε κάθε σχολή. Επομένως διαφορετικές είναι και οι παγίδες για την κάθε σχολή.
Η ‘βιωματική επίδραση’ είναι επίσης στόχος μιας καλής ψυχαναλυτικής ερμηνείας. Ο Fenichel (1945) λέει: «Δίνοντας μια ερμηνεία, ο αναλυτής στοχεύει να επιδράσει στο δυναμικό παιχνίδι των δυνάμεων, να αλλάξει την ισορροπία… Ο βαθμός στον οποίο επιτυγχάνεται αυτή η αλλαγή είναι το κριτήριο εγκυρότητας μιας ερμηνείας. Μια έγκυρη ερμηνεία επιφέρει μια δυναμική αλλαγή...» Συνεπώς, μια ερμηνεία δεν πρέπει να είναι μόνο σωστή, αλλά να επιφέρει και μια δυναμική αλλαγή. Στα επόμενα, θα χρησιμοποιώ μια βιωματική ορολογία, και θα ονομάζω την επίδραση που θεωρώ ίδια (με την άποψη του Fenichel, σημ. τ. μετ.) μια ‘βιωματική επίδραση’. Αυτή είναι μια επίδραση, την οποία το άτομο μπορεί να νιώσει με συγκεκριμένο τρόπο .

Η πελατοκεντρική θεραπευτική ανταπόκριση ονομαζόταν αρχικά «αντανάκλαση του συναισθήματος». Λαμβάνοντας υπόψη την περαιτέρω εξέλιξη (Rogers, 1958, 1961, 1963; Gendlin, 1955-56, Gendlin and Zimring, 1955; Butler, 1958), θα πρέπει κανείς να την αποκαλεί καλύτερα «βιωματική ανταπόκριση».

Η «αντανάκλαση του συναισθήματος» έδινε μεν έμφαση στο συναίσθημα, στην αίσθηση, στην συγκεκριμένη εμπειρία, αλλά η λέξη «συναίσθημα» αναφερόταν σε πολύ συγκεκριμένα συναισθήματα όπως στην αγάπη, το μίσος, τη χαρά, τον θυμό, το φόβο. Βέβαια υπάρχουν φορές που κάποιος νιώθει τέτοια διακριτά συναισθήματα, ωστόσο τις περισσότερες φορές αυτό που νιώθει κάποιος δεν είναι τόσο ξεκάθαρο. Αυτό που αντιμετωπίζει κάποιος είναι μια πολύπλοκη, σχετικά θολή κατάσταση. Ο Rogers (1951) επεξηγεί την «αντανάκλαση των στάσεων» (η οποία σύντομα μετονομάστηκε σε «αντανάκλαση των συναισθημάτων») με παραδείγματα όπως, «Αυτό σε κάνει να νιώθεις ανήμπορος». «Ανήμπορος» δεν είναι πραγματικά ένα συναίσθημα. Παρόμοια, κάποιος νιώθει συχνά, για παράδειγμα, «ταραγμένος», «δυσάρεστα», «πικραμένος επειδή…», ή «στεναχωρημένος με …», ή «ελπίδα για…, αλλά αποθαρρυμένος επειδή…». Αυτές οι συνηθισμένες θέσεις δεν είναι στη πραγματικότητα «συναισθήματα», αλλά πολύπλοκες αντιδράσεις και τρόποι του πως αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας σε καταστάσεις που ζούμε.

Από αυτά τα παραδείγματα μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής:

  • 1. Η βιωματική ανταπόκριση δεν αναφέρεται συνήθως σε διακριτά, σαφή συναισθήματα, αλλά κυρίως σε ένα πολύπλοκο βίωμα. Μπορεί να το νιώθουμε πολύ έντονα, ακόμη και όταν δεν γνωρίζουμε ξεκάθαρα, τι νιώθουμε.
  • 2. Αυτό που νιώθουμε δεν είναι ένα εσωτερικό αντικείμενο (μια συναισθηματική κατάσταση που βρίσκεται μέσα μας), αλλά η βιωμένη αίσθηση ολόκληρης της κατάστασης – το πώς είμαστε μέσα σ’αυτή τη κατάσταση, τι μας προκαλεί, τι αντιλαμβανόμαστε και με το τι ερχόμαστε αντιμέτωποι.
  • 3. Αυτή η βιωμένη αίσθηση εμπεριέχει επίσης, το πώς εμείς έχουμε ερμηνεύσει και κατασκευάσει την κατάσταση. Συνεπώς, μια τέτοια βιωμένη αίσθηση δεν είναι κάτι που απλά νιώθουμε, αλλά είναι επίσης κάτι γνωσιακό. Μπορεί να μην ξέρουμε τι ακριβώς εμπεριέχει, αλλά στη βιωμένη αίσθηση ενέχονται πάντα στοιχεία ερμηνείας, όπως σκέψη, μάθηση, αντίληψη και διαμόρφωση.

Έτσι λοιπόν το «συναίσθημα», στο οποίο ανταποκρινόμαστε δεν είναι συνήθως ένα σαφές συναίσθημα, συνήθως αποκομμένο από την κατάσταση και χωρίς καμιά άρρητη νοητική γνώση. Όταν ο θεραπευτής λέει: «Φοβάσαι, ότι θα…», αναφέρεται σε ένα βίωμα του πελάτη, το οποίο εμπεριέχει, στη βιωμένη ολότητα του, το συναίσθημα μιας νοητικά ερμηνευθείσας κατάστασης.

Βέβαια, σαν θεραπευτές δεν ενδιαφερόμαστε κυρίως για τις συγκεκριμένες παρούσες καταστάσεις που ζει ο πελάτης, αλλά για τις δυσκολίες της προσωπικότητας του που φέρνει σε όλες του τις καταστάσεις. Αυτές τις δυσκολίες δεν θα έπρεπε να τις σκεφτόμαστε σαν να ήταν μικρά πραγματάκια μέσα του. Είναι πραγματικές, αξιοπρόσεκτες και βιώνονται μόνο από αυτόν καθώς ζει διάφορες καταστάσεις (είτε με άλλους, είτε μόνος του στο δωμάτιο του). Η βιωματική ανταπόκριση του θεραπευτή στοχεύει το συγκεκριμένο συναίσθημα του πελάτη που έμμεσα εμπεριέχει πάντα στοιχεία της γενικότερης κατάστασης καθώς και νοητικά στοιχεία, δηλ., τον τρόπο που ο πελάτης διαμορφώνει και ερμηνεύει καταστάσεις, προβληματικούς τρόπους μάθησης, παρελθούσες εμπειρίες, και τρόπους με τους οποίους αντιλαμβάνεται και δημιουργεί καταστάσεις.

Συνήθως τη στιγμή που κάποιος «αντιμετωπίζει» μια κατάσταση, ήδη την έχει προκαλέσει, διαμορφώσει και ερμηνεύσει με βάση τα συναισθήματα του, τη μάθηση του, τις παρελθούσες εμπειρίες του και φυσικά με τις δυσκολίες της προσωπικότητας του. Έτσι, είναι σωστό να πούμε ότι η συγκεκριμένη κατάσταση δεν ενδιαφέρει. Αυτό που πραγματικά ενδιαφέρει είναι οι δυσκολίες της προσωπικότητας του. Θα ήταν όμως λάθος να σκεφτεί κανείς τις δυσκολίες προσωπικότητας ως εσωτερικές οντότητες, στις οποίες θα προσπαθούσε να ανταποκριθεί αγνοώντας τον τρόπο με τον οποίο αυτές εμφανίζονται και ανιχνεύονται στα βιώματα του ατόμου. Το βίωμα πάντα εμπεριέχει λεπτομερειακά συμπλέγματα ατόμου-κατάστασης που βιώνονται με συγκεκριμένο τρόπο και όχι ξεκάθαρα, διακριτά συναισθήματα.

Όλα αυτά, αν και τα νιώθει κάποιος στο πετσί του, δεν έχουν ακόμη λεκτικοποιηθεί και δεν έχουν ακόμη αναγνωριστεί με βάση κοινά αποδεκτά πρότυπα ή κοινά αποδεκτές σημασίες. Πολύ συχνά κάποιος νιώθει έντονα, αλλά άρρητα και με μιας πολλές αποχρώσεις. (2) Ο πρώτος κανόνας είναι ότι ανταποκρινόμαστε στη βιωμένη αίσθηση (το άτομο έχει επίγνωση αυτής της βιωμένης αίσθησης, εφόσον τη νιώθει, αλλά νοητικά όμως δεν του είναι ξεκάθαρη).

Συμβολοποιώντας τη βιωμένη αίσθηση

Κορυφή της σελίδας

Ένας πελάτης μπορεί να πει κάτι σαν: «Δεν είναι πρόθυμη να ψάξει για διαμέρισμα, εκεί που της είπα. Πήγε σε όλα τα άλλα μέρη, εκτός από αυτό και έτσι δεν θα μείνουμε εκεί». Αυτές οι δύο προτάσεις είναι απολύτως σαφείς. Η πελατοκεντρική ανταπόκριση του συναισθήματος θα εμπεριείχε το θυμό που θα αφουγκραζόταν ο θεραπευτής στον πελάτη

(2) Μερικοί θεραπευτές μπορεί να επέμεναν στη θέση, ότι οι αληθινές πραγματικότητες με τις οποίες δουλεύουν είναι δυναμικές οντότητες. Θα θεωρούσαν τη βιωματική πολυπλοκότητα, την οποία κάποιος βιώνει μόνο ως μια υπερ-δομή. Άλλοι, όπως εγώ για παράδειγμα, θα επέμεναν στο αντίθετο: οι δυναμικές είναι μόνο (συχνά θαυμάσιες) γενικεύσεις αυτού που στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο ως λεπτομερειακή βιωματική πολυπλοκότητα.
Αυτό το θέμα δεν χρειάζεται να λυθεί τουλάχιστον σε ότι αφορά την πρακτική, εφόσον, οποιαδήποτε και αν είναι η οπτική μας, γεγονός παραμένει ότι χρησιμοποιούμε ψυχοδυναμική γνώση για να ευαισθητοποιηθούμε ως προς τον πελάτη και να τον κατανοήσουμε, ενώ πρέπει να «διεργαστούμε» μαζί του τη δυσκολία με τρόπο συγκεκριμένα βιωματικό, τον μόνο τρόπο που μπορεί να νιώσει και επεξεργαστεί..
Ίσως η μόνη πραγματική διαφορά είναι ότι η ψυχανάλυση θεωρεί χρήσιμο να διδάξει στον ασθενή πρώτα τις γενικεύσεις, για να μπορέσει αυτός να ψάξει για τις δικές του συγκεκριμένες βιωματικές εκδοχές. Αντίθετα, οι βιωματικοί θεραπευτές το θεωρούν αυτό «εκλογίκευση» που απομακρύνει το άτομο από την βιωματική του εστία, που είναι η μόνη που έχει αξία. Το άτομο μπορεί να παράγει τις δικές του γενικεύσεις κατευθείαν από τη βιωματική του διαδικασία, και αυτές οι γενικεύσεις είναι πιο ειδικές και του ταιριάζουν καλύτερα.

του. («Είσαι θυμωμένος που επίτηδες δεν έκανε αυτό που της είπες», αυτή θα μπορούσε να είναι η ανταπόκριση ενός τέτοιου συναισθήματος).

Μπορούμε πάντα να υποθέτουμε, ότι το να βιώνεις ένα πρόβλημα είναι πιο πολύπλοκο και γι’αυτό το παρόν συναίσθημα ενέχει πολύ περισσότερα. Ναι, υπάρχει θυμός εκεί, αλλά όχι μόνο θυμός. Ο θυμός (όπως κάθε συναίσθημα) δεν είναι ένα εσωτερικό πράγμα, αλλά ένας τρόπος αλληλεπίδρασης. Δεν είμαστε ποτέ απλά θυμωμένοι, αλλά είμαστε πάντα θυμωμένοι με κάτι. Το βίωμα είναι μια διαδικασία αλληλεπίδρασης (Gendlin, 1964). Η κατάσταση μέσα στην οποία νιώθουμε θυμό, και οι άλλοι άνθρωποι με τους οποίους θυμώνουμε, πάντα εμπεριέχει πολύ περισσότερες διαστάσεις. «Θυμωμένος» είναι μια μικρή λέξη – μια γενική, διευρυμένη ταξινόμηση συναισθημάτων.

Στο παράδειγμα μας, ο θεραπευτής ανταποκρίνεται στη βιωμένη αίσθηση και χρησιμοποιεί κάποια λέξη, όπως «θυμωμένος», «μανιασμένος» ή «έξαλλος». Αυτό όμως που κάνει τη διαφορά, είναι αν ο θεραπευτής καταφέρει με την ανταπόκριση του να επισημάνει τη βιωμένη αίσθηση, που είναι πραγματικά πολύ πιο πολύπλοκη. Ανεξάρτητα από το πόσο συγκεκριμένο και ξεκάθαρο είναι αυτό που λέει ο πελάτης, εμείς πρέπει να υποθέσουμε την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης, βιωμένης αίσθησης και να αναφερθούμε σε αυτήν. Εφόσον η αίσθηση αυτή είναι βιωματική, ο πελάτης μπορεί να σχετιστεί με αυτήν άμεσα και πάντοτε αυτή εμπεριέχει άρρητα (3) ασυμβολοποίητες διαστάσεις και πολύπλοκες αντιδράσεις. Αν η ανταπόκριση του θεραπευτή στοχεύει το άρρητα πολύπλοκο βίωμα, τότε είναι πιο εύκολο για τον πελάτη να παραμείνει στο βίωμα του και να ψάξει να βρει, τι αντιμετωπίζει. Τότε μπορεί να πει: «Αυτό τελικά που με κάνει έξαλλο, είναι το ότι με αγνοεί. Καταλαβαίνω τώρα, ότι δεν είμαι τόσο πολύ θυμωμένος με το ότι δεν θα μείνουμε εκεί που ήθελα, αλλά με το ότι αγνοεί τις επιθυμίες μου». Οτιδήποτε και αν πει στη συνέχεια ο θεραπευτής, θα πρέπει να έχει υπόψη του, ότι άρρητα υπάρχουν εκεί πολύ περισσότερα. Μπορεί να περιμένει, ότι θα έρθουν στην επιφάνεια στοιχεία που σχετίζονται με την ανάγκη του πελάτη να αγαπηθεί ή να γίνει κατανοητός και όχι να τον αγνοούν, ή ίσως έρθουν στην επιφάνεια νέες και παλιές πληγές.

Κορυφή της σελίδας
(3) Αυτό που εγώ ονομάζω «άρρητο» («ενεχόμενο» ή υπο-νοούμενο») μπορεί να θεωρούν οι ψυχαναλυτές «απωθημένο» ή «υποσυνείδητο», αλλά θα πρόσθεταν ότι ο φόβος που βιώνεται ή η πολύπλοκη δυσφορία υποδεικνύει ότι το «απωθημένο» είναι κοντά στην επιφάνεια και έτοιμο να εμφανιστεί. Μόνο σε τέτοιο «ασυνείδητο» υλικό ‘έτοιμο να αναδυθεί’ στη συνειδητότητα μπορεί να είναι αποτελεσματικές οι ψυχαναλυτικές ερμηνείες. Ο Fenichel λέει: « Εφόσον ερμηνεία σημαίνει να βοηθήσεις κάτι ασυνείδητο να γίνει συνειδητό ονομάζοντας το τη στιγμή που παλεύει να αναδυθεί, αποτελεσματικές ερμηνείες μπορούν να δοθούν στη μια μόνο δεδομένη στιγμή, σ’αυτή δηλ., που το ενδιαφέρον του ασθενή είναι επικεντρωμένο» (op. Cit., p.25).
Έτσι, ενώ η ψυχαναλυτική θεωρία του ασυνείδητου διαφέρει σε πολλά από την πελατοκεντρική θεωρία, αυτό το ασυνείδητο, στο οποίο αναφέρεται μια αποτελεσματική ερμηνεία είναι ακριβώς αυτό το οποίο εγώ ονομάζω «άρρητη βιωμένη αίσθηση».
Έτσι η πελατοκεντρική ανταπόκριση και η ψυχαναλυτική ερμηνεία είναι σχεδόν όμοιες, όταν δίνονται με αποτελεσματικό τρόπο. Από την άλλη πλευρά, όταν δίνονται με φτωχό τρόπο, διαφέρουν: η ψυχαναλυτική ερμηνεία όταν δίνεται φτωχά, τείνει να οδηγεί τον ασθενή σε εκλογίκευση και μακριά από τις συγκεκριμένες ανησυχίες του, ενώ όταν η πελατοκεντρική ανταπόκριση δίνεται φτωχά τείνει να επαναλαμβάνει αυτό που είπε ο πελάτης.

Μπορεί όμως αντί αυτών να φανεί, ότι ο πελάτης παραιτήθηκε πρόωρα και ότι υπέθεσε, ότι δεν μπορεί να επιβάλει τις επιθυμίες του. Αν η γυναίκα του δεν κοίταξε εκεί που αυτός ήθελε, τότε δεν θα μείνουν εκεί. Μπορεί να παραιτείται γρήγορα, ή μπορεί να μην προσπαθεί να επιβάλει τις επιθυμίες του, γιατί αν χρειάζεται να πιέσει κάποιον, αυτό γι’αυτόν να μην έχει να κάνει με αγάπη ή κατανόηση.

Οι βιωματικές αποκρίσεις του θεραπευτή στρέφουν άμεσα την προσοχή του πελάτη στη βιωμένη του αίσθηση. Ο θεραπευτής απλά βοηθάει. Μόνο στο βαθμό που ο πελάτης εστιάζεται στη βιωμένη του αίσθηση, μπορεί αυτή ν’αλλάξει – και μόνο μέσα από αυτήν μπορούν να εμφανιστούν νέα στοιχεία. (4) Κάποιοι πελάτες όταν έρχονται για θεραπεία, μπορούν ήδη να εστιάζονται στο βίωμα τους (Gendlin, 1968), ενώ με άλλους πελάτες ο θεραπευτής χρειάζεται να προσπαθήσει επανειλημμένα να στρέψει τη προσοχή τους στη συγκεκριμένη βιωμένη τους αίσθηση. Ενίοτε ο πελάτης λειτουργεί σαν να έχει πρόσβαση μόνο στις λέξεις του. Παρόλα αυτά, ο θεραπευτής πρέπει να υποθέσει και να φανταστεί, ότι ο πελάτης έχει μια άμεσα βιωμένη αίσθηση σε σχέση με ολόκληρη την πολυπλοκότητα του προβλήματος του, και οι ανταποκρίσεις του πρέπει να δείχνουν αυτήν την βιωμένη αίσθηση. Εάν κριθεί αναγκαίο, ο θεραπευτής μπορεί να φανταστεί στη θέση του πελάτη του διάφορες γενικές κατευθύνσεις που θα μπορούσε να ακολουθήσει η περαιτέρω συμβολοποίηση, αλλά αυτές δεν είναι παρά μόνο δείγματα, του τι θα μπορούσε να βρει ο πελάτης, εάν στρέψει τη προσοχή του στη βιωμένη του αίσθηση. Ο θεραπευτής προβαίνει σ’αυτό κάνοντας μόνο ένα μικρό βήμα πέρα από αυτό που λέει ο πελάτης του. Τέτοιες αποκρίσεις έχουν την πρόθεση να προσκαλέσουν τον πελάτη να δει ο ίδιος, τι θα μπορούσε να υπάρχει εκεί γι’αυτόν, αν έστρεφε την προσοχή του σ’αυτό που νιώθει. Από την άλλη πλευρά, αν ο πελάτης ήδη «εστιάζεται» άμεσα στις βιωμένες αισθήσεις των εμπειριών του, ο θεραπευτής πρέπει να τον ακολουθήσει ανταποκρινόμενος επακριβώς (ενδεχομένως και πιο λεπτομερειακά) στη βιωμένη αίσθηση πάνω στην οποία εστιάζεται ο πελάτης.

Ο όρος «Εστίαση» εννοεί κάτι σαν το ‘κοίταγμα’ ενός πράγματος που νιώθει κάποιος. Στη πραγματικότητα όμως είναι μια διαδικασία, κατά την οποία εστιαζόμενος και πράγμα είναι ένα και κατά την οποία και οι δύο αλλάζουν καθώς η διαδικασία προχωράει. Εάν κάποιος δώσει τη προσοχή του σε ένα του συναίσθημα, μετά από λίγο θα το νιώσει με διαφορετικό τρόπο απ’ότι πριν.

Κορυφή της σελίδας
(4) Στη ψυχανάλυση ο ‘ελεύθερος συνειρμός’ μπορεί να μοιάζει με το παραπάνω, αλλά δεν είναι πάντα έτσι. Η ψυχαναλυτική πρακτική χρησιμοποιεί τους ελεύθερους συνειρμούς με δύο τρόπους. Ο πρώτος τρόπος συνίσταται στο ότι ο ασθενής χρησιμοποιεί ελεύθερους συνειρμούς, μέχρι ο αναλυτής να παρατηρήσει κάτι που μπορεί να ερμηνεύσει. Ο αναλυτής τότε το ερμηνεύει, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Εδώ δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα βιωματικό για τον πελάτη. Αυτό που ερμηνεύεται υπάρχει κυρίως ως συμπέρασμα στη σκέψη του αναλυτή.
Ο δεύτερος τρόπος ανταποκρίνεται πολύ περισσότερο στη βιωματική διαδικασία, όπως αυτή περιγράφηκε παραπάνω, και σ’αυτό που σκεφτόταν ο Freud. Με αυτή την έννοια, ο ασθενής χρησιμοποιεί ελεύθερους συνειρμούς μέχρι να φτάσει σε ένα εμπόδιο. Ο ασθενής νιώθει πολύ συγκεκριμένα αυτό το εμπόδιο, αλλά είναι ανίκανος να το συμβολοποιήσει. Ο αναλυτής στοχεύει με την ερμηνεία του κατευθείαν στη συγκεκριμένη, βιωματική αίσθηση του ασθενή για το παρόν εμπόδιο.

Το να «εστιάζεται» κάποιος σημαίνει το «να αισθάνεται παραπάνω», πράγμα το οποίο οδηγεί στην περαιτέρω συμβολοποίηση αυτού που νιώθει. Ένας δεύτερος κανόνας: επιχειρούμε να συμβολοποιήσουμε τη βιωμένη αίσθηση, έτσι ώστε να αναδυθούν μέσα από αυτήν με τρόπο σαφή νέες όψεις.

Ευαισθησία: δοκιμάζοντας κατευθύνσεις για μια βιωματική πρόοδο

Κορυφή της σελίδας

Ενώ είναι γνωστό, ότι οι βιωμένες αισθήσεις είναι άρρητα πολύπλοκες, αυτό που συνήθως μόνο λέγεται, είναι ότι ο θεραπευτής πρέπει να είναι ευαίσθητος, πρέπει να «ακούει με το τρίτο αυτί» και να αφουγκράζεται όλα αυτά τα στοιχεία, έτσι ώστε να βοηθήσει τον πελάτη του να αποκτήσει επίγνωση. Ωστόσο το να λες στους θεραπευτές να είναι «ευαίσθητοι», δεν σημαίνει ότι τους λες, και πώς να είναι.

Ο καθένας θέλει να είναι ευαίσθητος, αλλά τι γίνεται όταν δεν είναι; Τι χρειάζεται να κάνει κανείς για να είναι ευαίσθητος; Η ευαισθησία «έρχεται σε εμάς»; Όχι. Σκοπεύω να πω, πως μπορεί κάποιος να ανταποκριθεί «ευαίσθητα». Αυτό γίνεται όντως βιωματικά, ανεξάρτητα από την θεωρία.

Καταρχάς, ας παραδεχτούμε λοιπόν, ότι συχνά κάνουμε λάθος σε σχέση με αυτό που ο πελάτης έχει να αντιμετωπίσει. Κάνουμε λάθος από στιγμή σε στιγμή και ενίοτε από μήνα σε μήνα. Δεν υπάρχει πραγματικά «διεισδυτική» ευαισθησία, κάτι σαν ακτίνες Χ, ούτε βρίσκεται το μυστικό στην ιδιοφυώς δυναμική ή ενορατική σκέψη. Αυτή μας δίνει συνήθως πολλά ίχνη, όχι μόνο ένα. Εάν ακολουθήσουμε προσεκτικά ένα ίχνος, τότε οτιδήποτε εμφανίζεται μας δίνει συνήθως μεγαλύτερη, περισσότερο διαφοροποιημένη ή περισσότερο λεπτομερειακή κατανόηση. Θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε διάφορα ίχνη, ή υποθέσεις βασισμένες σε διαφορετικές σκέψεις. Αυτές οι σκέψεις μας έρχονται καθώς δουλεύουμε γρήγορα και πρόχειρα. Έτσι, είναι σπάνια η περίπτωση να έχουμε μια ξεκάθαρη, ασφαλή, διεισδυτική ευαισθησία, είτε διαισθητική είναι αυτή, είτε δυναμική.

Γνωρίζοντας ότι η συγκεκριμένη βιωμένη αίσθηση του πελάτη είναι πάντα πολύπλοκη και ενέχει ασυμβλοποίητα πολλά στοιχεία, δοκιμάζουμε είτε το ένα, είτε το άλλο και συχνά δεν συμβαίνει τίποτα – καμία βιωματική επίδραση. Ενίοτε όμως όντως συμβαίνει κάτι: ο πελάτης είναι σε θέση να νιώσει εντονότερα κάτι ή να διατυπώσει πιο διαφοροποιημένα, ή πιο ξεκάθαρα αυτό που νιώθει. «Νιώθει» καθαρότερα, αυτό που ξέρει.

Ένας τρίτος κανόνας: δοκιμάζουμε διαφορετικές πιθανές εκδοχές για μια βιωματική πρόοδο. Έτσι ο θεραπευτής υποβοηθάει την συμβολοποίηση του πελάτη προτείνοντας δοκιμαστικά διάφορες κατευθύνσεις, με στόχο να προαχθεί περαιτέρω το βίωμα του πελάτη. Όταν λέμε «περαιτέρω», εννοούμε την εμφάνιση είτε νέων σχετικών στοιχείων, είτε ενός καθαρότερου, σαφέστερου συναισθήματος.

Παραμένοντας στο βιωματικό ίχνος

Κορυφή της σελίδας

Όταν ο θεραπευτής προτείνει διάφορες (συχνά λανθασμένες) κατευθύνσεις, χρειάζεται να γνωρίζει, τι να κάνει
α) όταν ο πελάτης αντιδράσει με σημαντικό τρόπο, και
β) όταν ο πελάτης δεν δείξει καμία βιωματική αντίδραση στα λόγια του θεραπευτή.
Η ευαισθησία δεν αποτελεί στην πραγματικότητα κάποια μαγική πηγή, από την οποία ο θεραπευτής μπορεί να αντλεί τις αποκρίσεις του – η ευαισθησία του θεραπευτή βρίσκεται μάλλον στην προσεκτική παρατήρηση της αντίδρασης του πελάτη που προκαλούν τα λόγια του θεραπευτή.

  • α) Ακόμη και αν η ανταπόκριση του θεραπευτή δεν προκάλεσε στον πελάτη αυτό που ο θεραπευτής προσδοκούσε, ο θεραπευτής καλείται να ανταποκριθεί και σ’αυτό. Το μυστικό της ευαισθησίας δεν βρίσκεται στο να λες το σωστό, αλλά στο να μπορείς να ανταποκρίνεσαι στην αντίδραση που προκαλείς στον πελάτη. Ανεξάρτητα από το πόσο χαζό ή λάθος είναι αυτό που πρόκειται να πει ο θεραπευτής, μπορεί να το πει αν στη συνέχεια ανταποκριθεί στην προκληθείσα αντίδραση του πελάτη του, αν διατυπώσει ερωτήσεις και αν προσπαθήσει να την κατανοήσει.
  • β) Από τη άλλη πλευρά, αν η ανταπόκριση του θεραπευτή αποδειχθεί άνευ σημασίας, ακόμη και τότε ο θεραπευτής πρέπει να ξέρει, πώς να οδηγήσει τον πελάτη του πίσω στη βιωματική του διαδρομή. Είναι σημαντικό να μην σκέφτεται ο πελάτης, ότι είναι υποχρεωμένος να συζητήσει ή να διερευνήσει κάτι ασήμαντο, μόνο και μόνο επειδή το ανέφερε ο θεραπευτής. Για παράδειγμα, αν η απάντηση του πελάτη μου είναι: «Ναι, αυτό πρέπει να είναι αλήθεια …, ε …», τότε είμαι σίγουρος, ότι η ανταπόκριση μου δεν είναι καλή. Οι άνθρωποι νομίζουν, ότι κάτι που συμπεραίνουν είναι σωστό – ακόμη και αν δεν το νιώθουν άμεσα. Το «ε…» λοιπόν υποδεικνύει, ότι ο πελάτης δεν μπορεί να προχωρήσει προς κάποια κατεύθυνση με αυτό που είπα. Σε αυτή τη περίπτωση λέω: «Μάλλον σου φαίνεται σωστό αυτό που λέω, αλλά δεν είναι αυτό που κυρίως νιώθεις». Και έτσι τον προσκαλώ ξανά να προσέξει αυτό που ακριβώς νιώθει και να μην ασχοληθεί πλέον με την άχρηστη ανταπόκριση μου.

Ο στόχος των θεραπευτικών αποκρίσεων δεν είναι να είναι σωστές. Οι θεραπευτικές αποκρίσεις στοχεύουν στη προαγωγή της βιωματικής διαδικασίας του πελάτη. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί και στις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις.

Ο τέταρτος κανόνας: Ακολουθούμε τα βιωματικά ίχνη.

Βιωματική αναφορά: Σε τι στοχεύουν οι αποκρίσεις μας

Κορυφή της σελίδας

Στην πολύ απλή περιγραφή που ήδη δόθηκε, ενέχεται ένας πέμπτος κανόνας. Οι αποκρίσεις μας στοχεύουν στη βιωματική αίσθηση της όλης κατάστασης του, που έχει τώρα ο πελάτης. Η ίδια η ανταπόκριση μπορεί να αποδειχθεί λάθος ή άστοχη, αλλά αυτό δεν είναι τόσο σημαντικό όσο ο ίδιος ο στόχος της. Μια θεραπευτική ανταπόκριση στοχεύει πάντα στην άμεσα βιωμένη αίσθηση του πελάτη αυτού για το οποίο μιλάει. Ο στόχος είναι που κάνει την ανταπόκριση «βιωματική ανταπόκριση». Ο στόχος αυτός υπονοεί επίσης ότι μόνο η βιωματική αντίδραση του πελάτη είναι ο βασικός δείκτης της εγκυρότητας της. Η ανταπόκριση μου μπορεί να είναι σωστή, σοφή και επακριβής, αλλά είναι άχρηστη (5) αν αστοχεί, αν δηλ., δεν καταδεικνύει την άμεσα βιωμένη αίσθηση του πελάτη της όλης κατάστασης που αντιμετωπίζει.

Μπορούμε πάντα να φανταζόμαστε μια βιωμένη αίσθηση ενός πολύπλοκου «όλου» (ακόμη και αν ο πελάτης αναφέρθηκε σε κάτι αρκετά ειδικό), και να φανταζόμαστε επίσης να προσπαθούμε να ανταποκριθούμε σε αυτό το ευρύτερο «όλο». Αυτό το κάνουμε κατανοώντας ακριβώς ότι λέει, γιατί χωρίς αυτή την ακριβή κατανόηση, δεν μπορούμε να εμβαθύνουμε στη βιωμένη αίσθηση του όλου προβλήματος. Γι’αυτό πρέπει να αντιληφθούμε επακριβώς και πλήρως όλα αυτά που λέει και εννοεί. Πιάνοντας την κάθε πιο μεμονωμένη απόχρωση αυτού που εκφράζει ο πελάτης, μπορούμε να φανταστούμε, ότι αυτό το μεμονωμένο και ειδικό δεν μας λέει παρά μόνο ένα περιστατικό, μια διάσταση του προβλήματος που περιγράφει ο πελάτης, ενώ νιώθει άμεσα όλη την άρρητη πολυπλοκότητα.

Η «βιωματική» ανταπόκριση είναι δυνατή μόνο, επειδή μία βιωμένη αίσθηση (μια βιωματική αίσθηση «όλου αυτού») μπορεί να περιέχει τόσες πολλές ασυμβολοποίητες διαστάσεις, ώστε αυτό που λέει κάποιος να είναι πάντα πολύ περιορισμένο. Όλο το δυναμικό υλικό στο οποίο μπορεί να αναφέρεται μια θεωρία είναι άρρητα εδώ, σε αυτή την άμεσα βιωμένη αίσθηση που έχει το άτομο καθώς μιλάει και λέει αυτά τα περιορισμένα πράγματα – μόνο που αυτή τη γνώση τη νιώθει, δεν την ‘ξέρει’. Την νιώθει με ανολοκλήρωτο, αρχόμενο τρόπο. Το να εκφράσει όλα αυτά με λόγια, θα σήμαινε να τα βγάλει πέρα με όλα αυτά. Το πρόβλημα του είναι ότι δεν μπορεί. Συνεπώς, για να καταφέρει (σε ένα βάθος χρόνου) να διαφοροποιήσει και να εκφράσει λεκτικά και αλληλεπιδραστικά την βιωμένη του αίσθηση, απαιτείται μια περαιτέρω βιωματική διαδικασία την οποία τώρα μπορεί να αναλάβει. Αυτή θα λύσει το πρόβλημα.

Γι’αυτό λοιπόν, όταν οι αποκρίσεις μας στοχεύουν στην βιωμένη αίσθηση του πελάτη σχετικά με το πρόβλημα του, και όταν ανταποκρινόμαστε τόσο επακριβώς όσο γίνεται, ώστε να παραθέτουμε αυτό που αυτός εξέφρασε, τον βοηθάμε να αισθανθεί περισσότερο και έτσι να αποκτήσει μεγαλύτερη επίγνωση. Καθώς ανταποκρινόμαστε στοχεύοντας ρητά αυτό που τώρα συγκεκριμένα νιώθει, ο πελάτης καθίσταται ικανός να αισθανθεί, και ικανός να συμβολοποιήσει πολλά περισσότερα. (6)

Κορυφή της σελίδας
(5) Οι ψυχαναλυτές θα επιχειρηματολογούσαν λέγοντας ότι μερικές ερμηνείες που δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια της ψυχαναλυτικής συνεδρίας, τις παίρνει ο ασθενής μαζί του και γίνονται έτσι ασκήσεις για το σπίτι. Είναι αλήθεια, ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει συχνά στη ψυχανάλυση, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο θεραπευτής απέτυχε να βοηθήσει τον πελάτη του να προχωρήσει σε επεξεργασία; Αν ο πελάτης δεν μπόρεσε να το κάνει αυτό με τον θεραπευτή μαζί, θα μπορέσει να το κάνει πραγματικά μόνος του;
(6) Η ψυχαναλυτική διατύπωση αυτού θα ήταν: Καθώς ανταποκρινόμαστε σε αυτό που είναι προσυνειδητό, όλο και περισσότερο υλικό αναδύεται στο Προσυνειδητό από το Ασυνείδητο. Ωστόσο, δεν φαίνεται ορθό να ονομάσουμε «προσυνειδητό» κάτι του οποίου την επίγνωση νιώθουμε, και μάλιστα συχνά επώδυνα, ακόμη και όταν αυτό γνωσιακά δεν είναι σαφές και αποτελείται μόνο από αρχόμενα αναχαιτισμένες αντιδράσεις. Το να το ονομάσουμε «προσυνειδητό» υποδηλώνει, ότι η διαδικασία έχει ήδη πλήρως λάβει χώρα, αλλά κρυφά, όταν στη πραγματικότητα η διαδικασία δεν έχει ολοκληρωθεί.

Ο πέμπτος κανόνας είναι: Οι ανταποκρίσεις δείχνουν. Η ανταπόκριση πρέπει να δείχνει ακριβώς προς την βιωμένη αίσθηση που νιώθει τώρα ο πελάτης. Στοχεύουμε ακριβώς αυτή τη βιωμένη αίσθηση που έχει κάποιος καθώς παλεύει να καταστήσει όσο σαφές γίνεται, αυτό που λέει.

Προαγωγή

Κορυφή της σελίδας

Η βιωματική ανταπόκριση δείχνει προς, και στρέφει τη προσοχή του πελάτη, στη βιωματική του διαδικασία, ώστε να προαχθεί αυτή η βιωματική διαδικασία. Έτσι, μια από τις καλύτερες αντιδράσεις του πελάτη στα λεγόμενα του θεραπευτή είναι: «Όχι, καθόλου, δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι περισσότερο κάτι σαν…». Συχνά, το πώς εγώ νομίζω ότι είναι ‘αυτό’, καθιστά ικανό το πελάτη να εκφράσει ακριβέστερα, το πώς αυτό πραγματικά είναι. Και αυτό είναι που θέλω, επειδή η ανταπόκριση μου δεν μια τεκμηριωμένη δήλωση που θέλει να είναι αληθινή, αλλά μια υποδεικνύουσα δήλωση που προσπαθεί να ξεκαθαρίσει και να προάγει αυτό που νιώθει ο πελάτης.

Όταν κάποιος έχει ένα πρόβλημα, είναι πάντα κατά ένα μέρος μπερδεμένος και βαλτωμένος. Για να μπορέσει να ξεκαθαρίσει τι είναι λάθος, πρέπει να αποσαφηνίσει περισσότερο τις αντιδράσεις του και την κατάσταση του. Χωρίς περαιτέρω αποσαφήνιση, δεν μπορεί να ‘ξεκαθαρίσει’ τίποτα!! Έτσι, όλα αυτά που λέει τώρα, δεν σημαίνει ότι ήδη υπήρχαν ολοκληρωμένα μέσα του, προτού τα πει. Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε μέσα από τις θεραπευτικές αποκρίσεις δεν είναι απλά η εύρεση γεγονότων ή η εξήγηση. Αντίθετα, επιχειρούμε αυτού του είδους την αποσαφήνιση που συνεπάγεται εντονότερη και καλύτερη ζωή, εντονότερα και καλύτερα συναισθήματα από αυτά που μπορούσε να βιώσει όταν ήταν βαλτωμένος και υπέφερε.

Ένας έκτος κανόνας είναι: Προσπαθούμε να προάγουμε τη βιωματική διαδικασία. Η συμβολοποίηση προάγει περαιτέρω τη βιωματική διαδικασία, η οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν προάγετο.

Η «προαγωγή» οδηγεί τον θεραπευτή, όχι το αντίθετο

Κορυφή της σελίδας

Δεν ψάχνουμε να βρούμε κάποιο παλιό «περισσότερο», αλλά μόνο αυτό το «περισσότερο» που θα επιλύσει ή θα αποσαφηνίσει ότι προηγουμένως κολλούσε, φαινόταν αδύνατο ή μπερδεμένο. Πως μπορούμε να πούμε, ποιο είναι αυτό; Πάλι, μόνο η παρούσα βιωματική αντίδραση του πελάτη. Έτσι οι ανταποκρίσεις μας πρέπει να καθοδηγούνται από την από στιγμή σε στιγμή αντίδραση του πελάτη, να μην ψάχνουμε να βρούμε αν αυτό που είπαμε είναι έγκυρο, αλλά να ανοίξουμε έναν δρόμο σ’αυτόν για να μπορέσει να κινηθεί, να εγκαθιδρύσουμε θεραπευτική κατεύθυνση. (7) Αυτό φαίνεται από τα νέα δεδομένα των εμπειριών που βιώνει στο παρόν ο πελάτης (μαζί με νέες, ξεκάθαρες ερμηνείες και ορισμούς), που γι’αυτόν πρότερα ήταν αδύνατα.

(7) Διανοητικά κάποιος μπορεί να δηλώσει (είτε ο πελάτης, είτε ο θεραπευτής) ποιο είναι το πρόβλημα του πελάτη, γιατί υπάρχει, ποια η αιτιολογία, περασμένες εμπειρίες, ποια η εμπλοκή των άλλων και του πελάτη. Κάποιος θα μπορούσε ακόμη να προδιαγράψει τις λύσεις για οποιοδήποτε σε τέτοια δύσκολη θέση – αν και, ασφαλώς, άνθρωποι που θα εφάρμοζαν τέτοιες λύσεις δεν θα εμπλέκονταν για πολύ σε τέτοιες δυσχερείς καταστάσεις. Κι όμως τέτοιες λύσεις δεν ταιριάζουν στον συγκεκριμένο πελάτη. Δεδομένου του παρελθόντος του πελάτη και των συναισθηματικών και αλληλεπιδραστικών αδυναμιών που έχει, μπορούμε συχνά να δούμε, γιατί δεν υπάρχει γι’αυτόν καμιά εύλογη λύση, γιατί πρέπει να είναι και να παραμείνει όντως όπως είναι. Και έτσι φτάνουμε λοιπόν στο αδιέξοδο της καθαρά διανοητικής προσέγγισης. Και τώρα τι;
Η καθαρά διανοητική ‘αποσαφήνιση’ του προβλήματος της προσωπικότητας του πελάτη αποτυγχάνει, αν δεν προάγει περαιτέρω τα συναισθήματα του, την βιωματική του διαδικασία. Μια απλή παράθεση γεγονότων δεν επιφέρει καμία αλλαγή. Στην ιατρική (όπως και στην επισκευή αυτοκινήτων) διάγνωση και θεραπεία είναι δύο διαφορετικές φάσεις. Καταρχάς πρέπει να ξέρεις τι πάει στραβά και μετά να αποφασίσεις τι χρειάζεται να κάνεις. Σε σχέση με την αλλαγή της προσωπικότητας ωστόσο αυτή η διάκριση σε δύο φάσεις δεν ισχύει. Εάν η διαδικασία της αποσαφήνισης δεν άλλαξε ήδη τον πελάτη, τότε δεν μπορούμε να συμπεράνουμε κάτι από αυτά που μάθαμε που θα ήταν βοηθητικό γι’αυτόν. Μπορούμε μόνο να εξηγήσουμε ακριβέστερα, πως έγινε αυτός που είναι, γιατί πρέπει να είναι έτσι όπως είναι, γιατί δεν μπορεί να αλλάξει. Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε, αν φτάσουμε σ’αυτό το τέλμα (το να γνωρίζουμε τα πάντα, αλλά να μην έχουμε επιφέρει καμία αλλαγή) είναι να προσκαλέσουμε τον πελάτη να εξερευνήσει περαιτέρω, να ξανακοιτάξει αυτά που και οι δύο μας ήδη ξέρουμε με την ελπίδα, ότι αυτή τη φορά θα εμπλέξουμε τη συναισθηματική του ζωή, έτσι ώστε αυτή να προαχθεί και να λυθεί κάτι, να κάνουμε δηλ., αυτό που οι ψυχαναλυτές αποκαλούν «διεργασία».
Η βιωματική προσέγγιση μπορούμε να πούμε επίσης πως μας προσφέρει μια συστηματική μέθοδο για αυτό που η ψυχανάλυση ονομάζει διαδικασία «διεργασίας» , κάτι που αξιοπρόσεκτα σπάνια συζητείται στην ψυχαναλυτική βιβλιογραφία . Ο θεραπευτής μπορεί να νιώθει ότι ξέρει τη γενική κατεύθυνση της θεραπείας, αλλά τα συγκεκριμένα βήματα της «διεργασίας» δεν του είναι γνωστά εκ των προτέρων και ούτε μπορούν να καθοριστούν διανοητικά. Και οι δύο, πελάτης και θεραπευτής, πρέπει να πηγαίνουν εκεί που τα βιωματικά βήματα τους οδηγούν – αυτά που καθώς εμφανίζονται ο πελάτης τα νιώθει. Και οι δύο μπορεί να εκπλαγούν από τις αλλαγές των βημάτων και από την ενδεχόμενη λύση.
Ακόμη και όταν ο θεραπευτής ενδιαφέρεται να φτάσει ο πελάτης σε συγκεκριμένα αποτελέσματα, πρέπει να είναι σε θέση να αντέξει το ότι τα βιωματικά βήματα, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα, οδηγούν σε διαφορετική κατεύθυνση από αυτή που θα ήθελε. Αν μπορεί να ακολουθήσει τα βιωματικά βήματα, τότε είτε θα επιτευχθεί ο ενδεχόμενος στόχος που προέβλεψε (παρόλες τις αλλαγές στην κατεύθυνση), είτε θα μάθει με πολύ πειστικό τρόπο, αν η τελική λύση τον εκπλήσσει, ότι μια λύση πολύ διαφορετική από αυτή που προσδοκούσε, είναι δυνατή (Gendlin, 1967α).
Ένας θεραπευτής που αρνείται να πάει εκεί που οδηγούν τα βιωματικά βήματα του πελάτη, εμποδίζει συνήθως τον πελάτη του να εμπλακεί σε μια αυθεντική διαδικασίας επίλυσης. Αυτό δεν σημαίνει, ότι η παρουσία του θεραπευτή και οι αποκρίσεις του ως ένα άλλο πρόσωπο αφήνουν τον πελάτη ανεπηρέαστο. Αντίθετα, η επίλυση δεν θα μπορούσε να αναδυθεί, χωρίς το γεγονός ότι η συμβολοποίηση με – και κυρίως έναντι σε – ένα άλλο πρόσωπο είναι πολύ διαφορετική διαδικασία από το να κάθεται και να νιώθει κανείς μόνος του. Οι στάσεις και η ανταποκριτική διαθεσιμότητα του θεραπευτή επηρεάζουν θεμελιωδώς αυτό που είναι ο πελάτης και αυτό που βρίσκει, αλλά καθώς αυτά αναδύονται βιωματικά, και οι δύο πρέπει να ακολουθούν τα συγκεκριμένα βήματα που εμφανίζονται και που βιώνονται άμεσα. .
Κορυφή της σελίδας

Έτσι, ένας έβδομος κανόνας: Μόνο ο κάθε ένας από μας ξέρει τα ίχνη του – εμείς ακολουθούμε τα βιωματικά του ίχνη έτσι όπως αυτός τα νιώθει. Πως όμως μπορούν οι αποκρίσεις μας να καθοδηγούνται από τη βιωματική του διαδικασία, όταν την ίδια στιγμή έχω πει, ότι αυτό που ψάχνουμε δεν είναι καθόλου εδώ; Δεν αποτελεί αυτό αντίθεση; Από τη μια πλευρά λέω πως μόνο η βιωματική διαδικασία του πελάτη μπορεί να οδηγήσει τον θεραπευτή, και από την άλλη πλευρά λέω ότι αυθεντική αποσαφήνιση σημαίνει, κατά ένα μέρος, περαιτέρω επεξήγηση και περαιτέρω βιωματική διαδικασία.

Δεν μπορεί οτιδήποτε να οριστεί με χιλιάδες διαφορετικούς τρόπους; Πως επιλέγει κανείς μια κατεύθυνση;
Η απάντηση βρίσκεται στο ότι δεν αναζητάμε έναν οποιοδήποτε δρόμο περαιτέρω επεξήγησης και συνέχισης της βιωματικής διαδικασίας, αλλά μόνο τον δρόμο, στον οποίο αναδύονται ψιχία βιωματικής επίλυσης αυτού που προηγουμένως φαινόταν κολλημένο, μπερδεμένο ή αβάσταχτο.

Αλλαγή του σημείου αναφοράς: η «βιωμένη αλλαγή»

Κορυφή της σελίδας

Τώρα πρέπει να παρατηρήσουμε ακριβέστερα, το πώς αναγνωρίζουμε την ανάδυση ενός ψιχίου βιωματικής επίλυσης ή αποσαφήνισης αυτού που ο πελάτης νιώθει ως πρόβλημα. Πως μπορούμε να πούμε, ότι προάγεται η βιωματική του διαδικασία; Σημαίνει κάθε νέο βίωμα «προαγωγή» της βιωματικής διαδικασίας; Όχι, δεν είναι έτσι. Τη λέξη «προαγωγή» (ή «περαιτέρω») τη χρησιμοποιούμε πάντα αναφορικά με αυτό, το οποίο τον είχε προηγουμένως απογοητεύσει, εμποδίσει, σπαζοκεφαλιάσει, μπερδέψει, αναχαιτίσει, αυτό που τον είχε καταστήσει ανίκανο να προχωρήσει σε ένα δρόμο που θα άντεχε, θα τον ένιωθε σωστό, κατάλληλο.

Όταν η βιωματική διαδικασία «προάγεται», υπάρχει μια πολύ ξεχωριστή και αλάνθαστη αίσθηση ‘παράδοσης’, ανακούφισης, ζωντάνιας, απελευθέρωσης. Την ονομάζω «αλλαγή του σημείου αναφοράς (τώρα πλέον: βιωμένη αλλαγή, σημ. τ. μετ.)», γιατί υπάρχει μια βιωμένη αλλαγή σχετικά με αυτό που βιώνεται άμεσα. Μπορεί να εμφανιστεί τη στιγμή που κάτι φαίνεται να λύεται ή να επιλύεται, αλλά επίσης και όταν ένα συναίσθημα γίνεται πιο ξεκάθαρο ή όταν αναδύεται μια νέα όψη.

Ο άνθρωπος έχει κάποια ενοχλητική, αλλά ασαφή βιωμένη αίσθηση αυτού που συζητάει. Αρκετά συχνά εξηγεί, περιγράφει γεγονότα, κατανοεί αιτίες, επινοεί το πώς θα ήθελε να είναι, λέει πολλά αληθινά και σωστά πράγματα – κι όμως, τίποτα συγκεκριμένο δεν αλλάζει. Η βιωμένη του αίσθηση, παρόλα τα λόγια και την προσπάθεια, είναι ακριβώς όπως πριν. Δεν εμφανίστηκε καμία «αλλαγή του σημείου αναφοράς». Δεν υπήρξε καμία βιωματική επίδραση.

Αντίθετα, είναι αλάνθαστα διαφορετικά, όταν εμφανίζεται ακόμη και το πιο μικρό κομμάτι ‘βιωμένης ανακούφισης’ ή ‘αλλαγή του σημείου αναφοράς’. Μπορεί να φαίνεται μόνο ότι αυτό απλά υποδεικνύει την αλήθεια όσων λέγονται – αλλά καθώς ο πελάτης συνεχίζει να διερευνά τις βιωμένες του αισθήσεις, όλα τώρα είναι λίγο διαφορετικά. Νέες αποχρώσεις αναδύονται. Πολλά που πριν φαίνονταν σημαντικά, ξαφνικά γίνονται ασήμαντα πια. Το μικρό κομματάκι της ‘βιωμένης ανακούφισης’ έχει γίνει τώρα ένα πραγματικό βήμα. Ο πελάτης αναφέρεται πάλι άμεσα στη βιωμένη αίσθηση όλου του προβλήματος, για το οποίο μιλάει, αλλά αυτή η βιωμένη αναφορά είναι ελαφρά αλλαγμένη.

Η νέο-αναδυόμενη διάσταση μπορεί να φαίνεται ότι δεν επιλύει τίποτα, ίσως και να είναι κάτι χειρότερο από αυτό που ο πελάτης περίμενε. Μπορεί να πει: «Τι απαίσια! Τώρα πραγματικά δεν ξέρω, τι να κάνω». Αλλά αν αυτή είναι μια διάσταση που αναδύεται αυθεντικά από την βιωμένη αίσθηση αυτού που αντιμετωπίζει, αν αυτή είναι μια διάσταση που αναδύεται αυθεντικά από τη βιωματική του διαδικασία, τότε νιώθει την χαρακτηριστική «ανακούφιση», μια βιωμένη αλλαγή, μια βιωματική επίδραση που ονομάζω «αλλαγή του σημείου αναφοράς» (Gendlin, 1964). Μετά από μια στιγμή βιωμένης αλλαγής του σημείου αναφοράς, όλα είναι συνήθως λίγο αλλαγμένα, και νέες λέξεις συνήθως αναδύονται.

Ο όγδοος μας κανόνας είναι: Μόνο η αλλαγή του σημείου αναφοράς είναι πρόοδος. (Η κατεύθυνση, την οποία η πρόοδος πρέπει να ακολουθήσει, υποδεικνύεται από την άμεσα βιωμένη ανακούφιση ή την «αλλαγή του σημείου αναφοράς» του πελάτη).

Η βιωματική χρησιμοποίηση των εννοιών

Κορυφή της σελίδας

Θεωρητικά έχουμε υπονοήσει (βλ. Gendlin, 1962, 1964) ότι, όταν κάποιος “αποκτά επίγνωση” ενός πράγματος, για το οποίο προηγουμένως δεν είχε επίγνωση, αυτό αρχικά πάντα ή ταυτόχρονα εμπεριέχει πάντα προαγωγή της βιωματικής διαδικασίας. Επίσης, έχουμε υπονοήσει, ότι κάθε αρνητική, απογοητευτική κατάσταση ή κάθε πρόβλημα ενέχουν μέσα τους άρρητα τις κατευθύνσεις για την θετική επίλυση τους, ακόμη και αν αυτή η λύση πρέπει να εφευρεθεί και όχι απλά να ‘βρεθεί’. Έτσι ο θεραπευτής πρέπει να παρακολουθεί πάρα πολύ προσεκτικά τις δυνητικά αρχόμενες θετικές διαστάσεις μέσα στις ακατάλληλα αρνητικές συμπεριφορές και συναισθήματα. Η βιωματική διαδικασία είναι η σωματική αίσθηση του ότι είσαι ζωντανός, και ως ζώα που είμαστε, παραμένουμε ζωντανοί μόνο επειδή τα ‘ζωικά’ σώματα μας είναι οργανωμένα σε βιολογικά συστήματα συντήρησης της ζωής. Κάθε ανθρώπινο ζώο είναι πάρα πολύ διαμορφωμένο μέσα από τον πολιτισμό και από την ατομική μάθηση, και με αυτή την λεπτομερειακή διαμόρφωση το σώμα τείνει να παραμένει οργανωμένο. (Αν δεν γινόταν αυτό, σύντομα θα καταρρέαμε). Με δεδομένη την αναπτυγμένη μάθηση του τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε να κάνουμε, μια κατάσταση μπορεί εύκολα να γίνει μια «αδύνατη κατάσταση» για μας, δηλ., μια κατάσταση, στην οποία δεν μπορούμε να βρούμε κανένα τρόπο ερμηνείας ή δράσης που να προάγει την συντήρηση της ζωής. Όμως το ίδιο το αδύνατο του προβλήματος αποτελείται από θετικές τάσεις και θετικές αποφυγές που συμβάλουν στη συντήρηση της ζωής. (8)

(8) Ο ψυχαναλυτικός τρόπος να διατυπωθεί αυτό είναι: η ενέργεια που διατηρεί την απώθηση έρχεται από το ίδιο το απωθημένο. Αυτή η δήλωση σημαίνει, ότι η ενέργεια που τώρα εμποδίζει την αποδέσμευση, την οποία αναζητά κάποιος στη ψυχοθεραπεία, είναι στην ουσία η ενέργεια αυτού, το οποίο κάποιος προσπαθεί να αποδεσμεύσει.

Όταν ανακαλύπτονται νέες μορφές ερμηνείας που είναι χρήσιμες στο άτομο, τότε αυτές γίνονται ιδιαίτερα σημαντικές, επειδή επιτρέπουν μια μικρή συνέχιση της βιωματικής διαδικασίας, και αυτό είναι πάντα απελευθερωτικό και το ‘νιώθει κανείς καλά’, ακόμη και όταν νιώθει απαίσια με αυτό το νέο που αναδύεται, μετά από ένα μικρό, περαιτέρω βιωματικό βήμα.

Είναι αυτονόητο, ότι αυτά τα «βήματα» και τη «συνέχιση της βιωματικής διαδικασίας» δεν μπορούμε να τα συμπεράνουμε λογικά. Καμία από τις θεωρητικές μας έννοιες δεν είναι τόσο ειδική και πολύπλοκη αρκετά που να πλησιάζει στο ελάχιστο τις αποχρώσεις που νιώθει κάποιος. Η λογική και η θεωρία απλά αναπαριστούν μερικές διαστάσεις της εμπειρίας σε ένα γενικό σχήμα. Αφού επιλυθεί μια βιωματική δυσκολία, μπορούμε πάντα να εξηγήσουμε τι συνέβη. Μπορούμε να το εξηγήσουμε με λίγες προτάσεις, ή λεπτομερειακά με ένα μεγάλο αφήγημα. Αλλά κατά τη διάρκεια επίλυσης, στη θεραπεία, οι θεωρητικές μας έννοιες είναι μόνο εργαλεία που δείχνουν, και γι’αυτό βοηθούν να αναφερθούμε στην εμπειρία και γι’αυτό την προάγουν περαιτέρω. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου, ότι οι έννοιες που διαθέτουμε είναι άχρηστες ή άνευ σημασίας. Όσο πιο ορθά και καλά μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις έννοιες (οποιεσδήποτε και αν χρησιμοποιήσουμε), τόσο καλύτερα μπορούμε να ‘δείξουμε’ και να βοηθήσουμε τον πελάτη στην προαγωγή της βιωματικής του διαδικασίας.

>

Ο ένατος κανόνας είναι: Η θεραπεία απαιτεί την βιωματική χρησιμοποίηση των εννοιών. Στη θεραπεία οι λέξεις μας και οι έννοιες θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται όχι μόνο σε σχέση με τα γεγονότα και λογικά, αλλά βιωματικά, να δείχνουν προς την βιωματική διαδικασία.

Ίσως πιο σημαντικό είναι, ότι η βιωματική χρησιμοποίηση των εννοιών εμπεριέχει, όχι λογικά, αλλά βιωματικά βήματα. Η αποφασιστική διαφορά είναι, ότι αν χρησιμοποιούμε μια έννοια βιωματικά, τότε θέλουμε να καταδείξουμε αυτό που βιώνεται, και οποιαδήποτε νέα στοιχεία αναδυθούν. Αν αυτά τα νέα στοιχεία δεν ταιριάζουν στην έννοια μας, δεν εκπλησσόμαστε. Τη χρησιμοποιήσαμε μόνο για να αναφερθούμε στην εμπειρία μας.

Κορυφή της σελίδας
Ήταν ο Rogers (1951) που έκανε την σημαντική ανακάλυψη, ότι η «αντίσταση» μπορεί να παρακαμφθεί, αν ο θεραπευτής συντονιστεί με, αντί να σταθεί απέναντι, στις επιθυμίες, τις αντιλήψεις και αυτό-προστατευτικές ορμές του πελάτη. Αυτό σημαίνει δηλ., ότι ο πελάτης σύντομα κάνει βήματα, μέσα από τα οποία αναδύεται το «απωθημένο» (ο Rogers το ονόμαζε «εκτός επίγνωσης») στη θετική του, ή προστατευτική του μορφή, ακόμη και αν αρχικά ήταν εξαιρετικά αρνητικό ή αυτό-ματαιωτικό. Αυτή όμως η αλλαγή απαιτεί από τον θεραπευτή να ανταποκρίνεται στις αληθινές προθέσεις του πελάτη, έτσι όπως αυτός τις βιώνει, και να μην τις αξιολογεί εξωτερικά.
Η ψυχαναλυτική εκδοχή αυτού του βασικού γεγονότος διαφέρει πάρα πολύ, σαν να ήταν μόνο μια θεωρητική δήλωση για την πηγή της ενέργειας. Από την άλλη πλευρά, η διατύπωση του Rogers («πίστη» στο άτομο, «αρχή της ανάπτυξης», «αυτό-πραγμάτωση») έδωσε σ’αυτό το γεγονός μια φαινομενικά ιδεαλιστική και αισιόδοξη φυσιογνωμία. Η βιωματική διατύπωση δεν αποσαφηνίζει μόνο, ότι αυτό το γεγονός αποτελεί μια βασική οργανωτική διάσταση κάθε ζώντος οργανισμού, αλλά δείχνει επίσης, γιατί πλήρης συμβολοποίηση ενός προβλήματος είναι δυνατή μόνο στα πλαίσια συνέχισης της βιωματικής διαδικασίας. Οι μπλοκαρισμένες τάσεις προς την κατεύθυνση της περαιτέρω βιωματικής επεξεργασίας, οι οποίες επηρεασμένες πολιτισμικά οδήγησαν στην σύγκρουση και όχι στην επίλυση, δημιούργησαν αρχικά το πρόβλημα.

Τα νέα στοιχεία μπορεί να γεννήσουν μέσα μας μια διαφορετική έννοια, μία που προηγουμένως δεν ταίριαζε καθόλου. Αν είχαμε πολύ χρόνο, θα μπορούσαμε να προσπαθήσουμε να συμφιλιώσουμε σε θεωρητικό επίπεδο τις δύο έννοιες, αλλά συνήθως δεν έχουμε χρόνο για κάτι τέτοιο σε μια τρέχουσα θεραπεία. Σίγουρα υπάρχει μια συνέχεια, και αυτή μπορεί να γίνει εμφανής. Δεν ήμασταν λάθος πριν, σίγουρα όχι παντελώς, μια που ότι είπαμε ή κάναμε μας βοήθησε να έρθουμε εδώ που είμαστε τώρα. Όμως τώρα θα χρησιμοποιήσουμε με νέο τρόπο όλες μας τις θεωρητικές, διαγνωστικές και διανθρώπινες γνώσεις για να αντιληφθούμε αυτή τη νέα στιγμή, αυτά τα νέα στοιχεία. Κάτι που Θα σκεφτούμε ή θα πούμε τώρα μπορεί να είναι αρκετά αντίθετο με τα προηγούμενα. Το βιωματικό βήμα βρίσκεται ανάμεσα στην παλιά έννοια και την τωρινή. Δεν είναι μόνο μια λογική ακολουθία από την μια έννοια στην άλλη. (9)

Οι θεραπευτές δυσκολεύονται μερικές φορές να μάθουν αυτή τη βιωματική χρησιμοποίηση των εννοιών. Ένας απλός τρόπος για να δείξει κανείς τι είναι, είναι να αλλάξει θέσεις: Με ποιο τρόπο θα ήθελες να χρησιμοποιεί ο πελάτης τις έννοιες; Θα ήθελες να σου μιλάει μόνο γνωσιακά, θεωρητικά πηγαίνοντας από το ένα σημείο στο άλλο καθαρά μέσα από γεγονότα και λογικά συμπεράσματα; Όχι. Δεν θέλεις καθόλου να χρησιμοποιεί τις έννοιες του εξαιτίας του εννοιολογικού τους ενδιαφέροντος και των λογικών τους επιπλοκών, αλλά ως δείκτες και εκφράσεις της συναισθηματικής και αλληλεπιδραστικής του ζωής.

Δεν σε πειράζει να μιλάει ο πελάτης σου για πολιτική, θρησκεία ή για ψυχολογική θεωρία, εφόσον αυτό που λέει πραγματικά δείχνει προς, και είναι εν γνώσει του συνδεδεμένο με, τον αγώνα του να αποσαφηνίσει και να ξεπεράσει τα προβληματικά του συναισθήματα και αντιδράσεις. Αν αυτό είναι η άμεση αναφορά των λόγων του, αν αυτά τα αφηρημένα θέματα είναι απλά υποβοηθήματα για να εκφράσει τα συναισθηματικά του νοήματα, τότε ένας τέτοιος λόγος μπορεί να είναι θεραπευτικός. Αν όμως χρησιμοποιεί αυτές τις έννοιες κατά γράμμα και όχι ως δείκτες των βιωματικών του αποχρώσεων, τότε η θεραπεία βαλτώνει και ο πελάτης «ορθολογικοποιεί».

(9) Σ’αυτές τις υποσημειώσεις επεξηγήθηκε η βιωματική χρησιμοποίηση των εννοιών αναφορικά με την ψυχανάλυση: όταν σ’αυτές τις υποσημειώσεις είπα, ότι μερικές πελατοκεντρικές διατυπώσεις μπορούν να εκφραστούν ψυχαναλυτικά, δεν εννοούσα, ότι οι δύο διατυπώσεις ήταν στη πραγματικότητα ταυτόσημες ή ότι η μια μπορεί να αναχθεί στην άλλη. Αντιθέτως, έχω επίγνωση των τεράστιων διαφορών κάθε έννοιας καθώς και των θεωρητικών της επιπλοκών, αλλά είναι ακριβώς αυτές οι τελευταίες, που μπορώ να βάλω στη άκρη με τη βιωματική χρησιμοποίηση των εννοιών. Μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτές τις πολύ διαφορετικές θεωρητικές έννοιες στη βιωματική τους αναφορά, την οποία επίσης έχουν. Τότε ανακαλύπτω, ότι η βιωματική τους αναφορά είναι η ίδια.
Για παράδειγμα, πέρα από τη θεωρία, τι σημαίνει συγκεκριμένα ο όρος «δυναμική αλλαγή»; Όταν εμφανίζεται στη πράξη, σε τι αναφέρεται; Είναι πολύ κοντά σε αυτό, στο οποίο συγκεκριμένα αναφέρεται ο αρκετά διαφορετικός όρος που χρησιμοποιώ εγώ, «αλλαγή του σημείου αναφοράς».
Το να χρησιμοποιείς έννοιες με αυτό τον τρόπο απαιτεί να βάζεις εκούσια στην άκρη τις θεωρητικές τους αντιφάσεις και να χρησιμοποιείς μόνο τις βιωματικές τους αναφορές. Αυτό σημαίνει να πηγαίνεις από το ένα σημείο σκέψης στο άλλο, μέσα από αυτό στο οποίο κάθε έννοια βιωματικά αναφέρεται, και μέσα από το τι κάνουμε εμείς με αυτό (πως το διαφοροποιούμε περαιτέρω), αντί να βαδίζουμε μόνο κατά μήκος των θεωρητικών επιπλοκών. Αυτή είναι η βιωματική χρησιμοποίηση των εννοιών, η οποία στη θεωρία της βιωματικής διαδικασίας (Gendlin, 1962α, 1962β, 1966) αναπτύχθηκε ως μια θεωρία σκέψης.

Η ίδια συνθήκη ισχύει και για το πώς ο θεραπευτής χρησιμοποιεί τις έννοιες. Ανεξάρτητα από την θεωρία που κατάγονται οι έννοιες, αν χρησιμοποιηθούν βιωματικά, μπορούν να βοηθήσουν, καθώς ο πελάτης προσπαθεί να προάγει τη βιωματική του διαδικασία. Αλλά βέβαια, αυτό σημαίνει, ότι πρέπει να καθοδηγούνται και να αλλάζουν από τα νέα στοιχεία που εμφανίζονται.

Βιωματικό βάθος

Κορυφή της σελίδας

Μια σημασία της λέξης «βάθος» (στην οποία δεν βρίσκω καμία ψυχοθεραπευτική χρήση) είναι το «βάθος» γενικευμένων θεραπευτικών επιπλοκών. Ας το αποτυπώσουμε αυτό σε ένα διάγραμμα οριζόντια, πάνω στον άξονα «χ». Από ένα δεδομένο σημείο, στο οποίο ο πελάτης νιώθει τώρα, εμείς οι ειδικοί διαγνώσεων μπορούμε να προχωρήσουμε και να συμπεράνουμε πολλά άλλα χαρακτηριστικά και τρόπους αυτού του πελάτη. Αν είναι έτσι όπως λέει τώρα ότι είναι, τότε είναι πιθανό να είναι αυτό ή εκείνο. Έτσι, μπορούμε να μετακινηθούμε προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά πάνω στο διάγραμμα μου και να πούμε όλα των ειδών τα (ίσως και αρκετά σωστά) πράγματα γι’αυτόν. Αυτό συνήθως αποσπά τον πελάτη, από το να εμβαθύνει αυτό που τώρα νιώθει. (10)

Βιωματικό βάθος
(10) Στη προσωποκεντρική ορολογία, «ερμηνεία» σημαίνει κακή ανταπόκριση. Η ερμηνεία αναφέρεται σ’αυτό το είδος της ανταπόκρισης, η οποία εισάγει διανοητικά ή διαγνωστικά σημαντικό υλικό που στη πραγματικότητα απομακρύνει τον πελάτη από το βιωματικό του ίχνος και τον οδηγεί στην ορθολογικοποίηση. Για να μην επιφέρω σύγχυση με περαιτέρω ορολογία, επέλεξα να γράψω σ’αυτό το κεφάλαιο το πως εμείς κατανοούμε την πιο αποτελεσματική θεραπευτική ανταπόκριση. Υποθέτω, ότι αυτό είναι το θέμα στο οποίο αναφέρεται ο τίτλος του βιβλίου.
Στη δική μας χρήση των λέξεων η «ερμηνεία» αναφέρεται σ’αυτό που ορίζεται με τον άξονα «Χ» στο παραπάνω διάγραμμα. Προσπαθούμε να το αποφύγουμε. Υποθέτω πως και οι αποτελεσματικοί ψυχαναλυτές προσπαθούν να το αποφύγουν, όπως δείχνουν και οι προηγούμενες παραπομπές στον Fenichel.
Κορυφή της σελίδας

Ωστόσο, υπάρχει μια άλλη διάσταση που μπορεί πραγματικά να ονομαστεί «βάθος». Την αποτυπώνουμε κατά μήκος του άξονα «Υ» στο διάγραμμα. Είναι βάθος μέσα στο σημείο, στο οποίο βρίσκεται τώρα ο πελάτης και νιώθει. Κατά μήκος αυτής της διάστασης μπορεί να εκφράσει (όπως μπορούμε να εκφράσουμε και εμείς) περισσότερο και περισσότερο και περισσότερο, αλλά πάντα επακριβώς (όλο και περισσότερο ακριβέστερα) αυτό το συναίσθημα που τώρα νιώθει (καθώς αυτό μέσα από αυτό αλλάζει).

Τι διαφοροποιεί, τότε, το «βάθος» κατά μήκος του άξονα «Υ»; Τι θα ήταν συναφές με την παρούσα βιωματική εμπειρία του ατόμου; Πως μπορεί να πει κάποιος, τι πραγματικά είναι «μέσα» σ’αυτό και τι δεν είναι; Η απάντηση βρίσκεται μόνο σε μια σειρά βιωματικών βημάτων.

Το βιωματικό βάθος μπορεί να αναδείξει όψεις που μοιάζουν αρκετά με αυτές που θα αναδείκνυαν τα θεωρητικά μας συμπεράσματα, ή μπορεί να αναδείξει όψεις που εμείς δεν θα καταφέρναμε ποτέ να αναδείξουμε. Όπως και αν είναι, εμείς δεν μπορούμε ποτέ να κάνουμε τα συγκεκριμένα βιωματικά βήματα για ένα άλλο πρόσωπο. Ακόμη και όταν είμαστε τυχεροί και ανταποκρινόμαστε τέλεια έτσι ώστε να βοηθήσουμε τον άλλο να προάγει την βιωματική του διαδικασία, αυτό που μετράει δεν είναι η ανταπόκριση αυτή καθεαυτή, αλλά η συγκεκριμένη μετακίνηση του άλλου.

Έτσι, ο δέκατος κανόνας είναι: Το «βάθος» είναι μέσα στο σημείο, όχι μακριά από αυτό.

Μπορώ τώρα να ανακεφαλαιώσω τις αρχές της βιωματικής ανταπόκρισης, τις οποίες έχω παρουσιάσει μέχρι τώρα:

  • 1. Ανταποκρινόμαστε στο βιωμένο νόημα
  • 2. Προσπαθούμε να συμβολοποιήσουμε το βιωμένο νόημα
  • 3. Προτείνουμε δοκιμαστικές κατευθύνσεις για ένα βιωματικό πλεόνασμα
  • 4. Προσπαθούμε να ακολουθήσουμε το βιωματικό ίχνος
  • 5. Οι ανταποκρίσεις δείχνουν
  • 6. Προσπαθούμε να προάγουμε την βιωματική διαδικασία
  • 7. Μόνο το άτομο γνωρίζει το ίχνος του: ακολουθούμε την αίσθηση του για το ίχνος του
  • 8. Μόνο η βιωμένη αλλαγή είναι προχώρημα
  • 9. Η θεραπεία απαιτεί τη βιωματική χρήση των εννοιών
  • 10. Το βάθος είναι μέσα στο σημείο, όχι μακριά από αυτό

Βιωματική αλληλεπίδραση

Κορυφή της σελίδας

Πολύ συχνά η καλύτερη ανταπόκριση μπορεί να προκύψει, αν εμείς ως θεραπευτές προσέξουμε τα ίδια μας τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις μας. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’αυτό. Πρώτο, αυτό που λέει ο θεραπευτής έχει μόνο περιορισμένη αποτελεσματικότητα. Η προσωπική του παρουσία και η αλληλεπιδραστική του ανταπόκριση έχουν περισσότερη δύναμη. Ας υποθέσουμε ότι δεν υπήρχαν πραγματικοί θεραπευτές και ότι προβάλλονταν μόνο τα λόγια τους σε ένα τοίχο για να τα διαβάσει ο πελάτης. Θα ήταν η θεραπεία το ίδιο αποτελεσματική; Όχι, δεν θα ήταν (αλλά ακόμη και τότε, ο πελάτης ορθά θα είχε δυνατά συναισθήματα απέναντι στο άγνωστο αλλά πραγματικό άλλο πρόσωπο που αντιδρά σ’αυτόν και που κάνει αυτές τις δηλώσεις). Το γεγονός ότι υπάρχει ένα άλλο πραγματικό πρόσωπο είναι θεμελιώδες μέρος της αποτελεσματικότητας των θεραπευτικών αποκρίσεων. Το παρόν βίωμα του πελάτη σχετίζεται πάντα με συγκεκριμένο τρόπο με το πραγματικό άλλο πρόσωπο και είναι πάντα στραμμένο προς αυτό, ακόμη και αν λεκτικά φαίνεται αυτός μόνο να διερευνά τον εαυτό του.

Μέχρι ένα βαθμό, ο πελάτης μπορεί να προάγει τη βιωματική του διαδικασία ακόμη και όταν είναι μόνος του και ανταποκρίνεται στον εαυτό του, σκέφτεται τον εαυτό του, ή μιλάει σιωπηλά στον εαυτό του. Απλά και μόνο βάζοντας σε λόγια ότι νιώθει, ξεκαθαρίζει και προάγει τη βιωματική του διαδικασία. Αν ο πελάτης μιλάει δυνατά στον εαυτό του, το αποτέλεσμα μεγιστοποιείται. Με το να μιλάει δυνατά, αποφεύγει να πέσει σε μια θολή, γεμάτη σκέψεις περιπλάνηση. Με το να γράφει πράγματα για τον εαυτό του, μπορεί να μεγιστοποιήσει το αποτέλεσμα ακόμη περισσότερο. Αν τα μαγνητοφωνήσει και τα ακούσει, το αποτέλεσμα είναι ακόμη πιο δυνατό. Οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν ακούσουν για πρώτη φορά τον εαυτό τους από κασετόφωνο, μένουν έκπληκτοι και σαστισμένοι επειδή ακούν διαστάσεις του εαυτού τους που συνήθως δεν ακούν. Πως είναι δυνατόν για αυτούς να «ακούν» στην μαγνητοφωνημένη φωνή τους ότι δεν μπορούν να ακούν καθώς μιλούν; Το βίωμα είναι βασικά αλληλεπιδραστικό. Το να ακούς τη φωνή από το κασετόφωνο σημαίνει το να αντιλαμβάνεσαι εξωτερικές περιβαλλοντικές διαστάσεις του εαυτού σου, οι οποίες συνήθως δεν ανατροφοδοτούνται ποτέ. Αλλά χωρίς ανατροφοδότηση δεν υπάρχει διαδικασία αλληλεπίδρασης (καμία αλυσίδα αντίδρασης, αποτελέσματος, και αντίδρασης σ’αυτό), αλλά συνήθως μόνο η άρρητη και οδυνηρά αναχαιτισμένη συνθήκη – δεν υπάρχει πραγματική βιωματική διαδικασία. Έτσι περιβαλλοντικές επιδράσεις προάγουν το βίωμα. Ωστόσο, πολύ πιο δυνατό αναφορικά με αυτό το θέμα είναι ένα πραγματικό άλλο πρόσωπο που ανταποκρίνεται όχι απλά σαν ένα κασετόφωνο, αλλά που το ίδιο είναι μια άλλη κατεύθυνση, πάνω στην οποία οι αναχαιτισμένες αντιδράσεις του πελάτη προάγονται μέσα σε βιωμένες αλληλεπιδράσεις με ένα περιβάλλον.

Οι ανταποκρίσεις ενός θεραπευτή ταιριάζουν στην παραπάνω λίστα των περιβαλλοντικών αλληλεπιδράσεων μόνο αν αυτός ανταποκρίνεται στον πελάτη. Σαν θεραπευτής, μπορώ συνήθως να διαφοροποιήσω ανάμεσα σε αυτές τις βιωμένες αντιδράσεις μου που είναι πραγματικά άσχετες καθώς προέρχονται από τα προσωπικά μου προβλήματα, σε αντίθεση με αυτές που είναι σχετικές με την αλληλεπίδραση μας εδώ. Αν αυτό που νιώθω είναι σχετικό με αυτό που κάνουμε τώρα εδώ, πρέπει να ανταποκριθώ από αυτό.

Οι αντιδράσεις μου είναι μέρος της αλληλεπίδρασης μας. Οφείλω στον πελάτη να προάγω αυτό το μέρος της αλληλεπίδρασης μας που λαμβάνει χώρα τώρα σε μένα. Αν δεν το κάνω, και οι δύο μας θα κολλήσουμε σε σχέση με αυτό το σημείο. Ασφαλώς, είμαι υπεύθυνος για το πως ανταποκρίνομαι. Αυτό σημαίνει, ότι πρέπει να ανταποκριθώ με τέτοιο τρόπο, ώστε η αντίδραση μου να δοθεί πίσω σ’αυτόν ειλικρινά, να γίνει ορατή, να δράσω έτσι ώστε να ανταποκριθεί μετά σε αυτό που μου προκάλεσε.

Έτσι, δεν «δρω» απλά στη θεραπεία – ή τουλάχιστον δεν κάνω μόνο αυτό, αλλά προάγω τα δικά μου συναισθήματα, ώστε να γίνουν περισσότερο αυτά που είναι, από τη στιγμή που αρχικά είναι συχνά αναχαιτισμένα. Δεν θα εκφράσω τις αμυντικές μου αντιδράσεις, ή τουλάχιστον (αν καταλάβω, ότι το έχω κάνει ήδη) θα συνεχίσω να μιλάω μέχρι να γίνει ορατό αυτό που πραγματικά μου συμβαίνει.

Έχει λίγη σημασία το πόσο καλός, σοφός ή υγιής είναι ή φαίνεται ο θεραπευτής. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο θεραπευτής είναι ένα άλλο πρόσωπο που ανταποκρίνεται, και κάθε θεραπευτής μπορεί να είναι βέβαιος ότι μπορεί να είναι έτσι. Για να είναι έτσι, ωστόσο, ο θεραπευτής πρέπει να είναι ένα πρόσωπο του οποίου οι παρούσες αντιδράσεις είναι ορατές, έτσι ώστε να προάγουν την βιωματική διαδικασία του πελάτη, και να μπορεί ο πελάτης να αντιδράσει σε αυτές. Μόνο ένα ανταποκρινόμενο και αληθινό πρόσωπο μπορεί να παρέχει κάτι τέτοιο. Καμιά απλή λεκτική σοφία δεν μπορεί να το κάνει.

Ο θεραπευτής θα έπρεπε να είναι αρκετά σταθερός για να μην αποδομηθεί. Ωστόσο, αυτό μεταφέρεται συνήθως πιο αληθινά αν είναι ανοιχτός ως προς τις αντιδράσεις του, απ’ότι αν τις κρύβει. Αν ο πελάτης νιώσει ότι ο θεραπευτής κάτι συγκαλύπτει, ο πελάτης δεν μπορεί να αντιδράσει καθαρά, ούτε μπορεί να ξέρει, αν ο θεραπευτής μπορεί να αντέξει την αντίδραση του. Αν είναι ανοιχτός, ο θεραπευτής δείχνει με απλό τρόπο τον βαθμό, στον οποίο μπορεί να αντέξει να ενοχλείται, να θυμώνει, να πληγώνεται, να αναστατώνεται.

Όμως ο θεραπευτής και οι αντιδράσεις του δεν θα έπρεπε να γίνουν το κεντρικό θέμα. Σαν θεραπευτής, προτίθεμαι να είμαι στο επίκεντρο για λίγο διάστημα. Προτίθεμαι να δώσουμε σημασία και να διαλευκάνουμε τις αντιδράσεις μου, αν αυτές αποτελούν μέρος αυτού που θάπρεπε μαζί να είμαστε σε θέση να προάγουμε. Δεν πιστεύω, ότι θάπρεπε να θέσω την «αντιμεταβίβαση» μου εκτός της ώρας, όπου ο πελάτης δεν μπορεί να την δει και αντιδράσει σ’αυτήν. Πρέπει ο πελάτης μου να έχει πρόσβαση σε οτιδήποτε σε μένα θα μπορούσε να τον αφορά. Αλλά ο πελάτης παραμένει το κέντρο. Φροντίζω να καθίσταται δυνατό να διερευνάται κάθε μια από τις αντιδράσεις μου αν αυτό είναι αναγκαίο, και στο βαθμό που αυτό εξυπηρετεί το στόχο μας. Αυτός ο στόχος είναι να ξεκαθαρίσουμε την αλληλεπίδραση μας και να την προάγουμε, και όχι να την δυσκολέψουμε με νέες επιπλοκές.

Πολλοί θεραπευτές έχουν αμφισβητήσει αυτή τη διάσταση της βιωματικής αλληλεπίδρασης. Πως διαφοροποιείται αυτό για τους θεραπευτές από την θεραπεία; Σπάνια και για λίγα λεπτά, μπορεί να είναι ακριβώς αυτό, αλλά ο σκοπός είναι να υπάρχει πρόσβαση στα συναισθήματα μου για να μπορεί ο πελάτης να κινηθεί ελεύθερα και να προχωρήσει. Πιθανόν δεν θα κολλήσουμε σε μένα: καθώς το να είμαι ανοιχτός προάγει την βιωματική διαδικασία του πελάτη, ο πελάτης κατά πάσα πιθανότητα θα προχωρήσει παρακάτω, αν δεν τον σταματήσω.

Πολλοί πελάτες χρειάζονται μία μεγάλη περίοδο (μήνες) συνεχών θεραπευτικών ανταποκρίσεων ακριβώς αυτού που νιώθουν, αντιλαμβάνονται και υπο-νοούν. Κατά τη διάρκεια τέτοιων περιόδων τα συναισθήματα του θεραπευτή χρησιμοποιούνται με σκοπό να νιώσει (ο θεραπευτής) με τη φαντασία του τις βιωμένες αισθήσεις του πελάτη. Περισσότερο προσωπικές αντιδράσεις του θεραπευτή εκφράζονται, κυρίως όμως, μόνο πολύ σπάνια.

Αυτό που ειπώθηκε εδώ δεν θα έπρεπε να ενθαρρύνει τους θεραπευτές να εκφράζουν συχνά και δραματικά τον εαυτό τους, εφόσον αυτό που χρειάζεται ο πελάτης είναι βοήθεια για να αναπτύξει μία ήπια και αργή διαδικασία της βιωματικής του εστίασης.

Η κατηγορία των πελατών που δεν ακολουθεί κανένα βιωματικό ίχνος, μπορεί να χρειαστεί πολύ αυτο-έκφραση του θεραπευτή (Gendlin, 1962), για να δημιουργηθεί καταρχάς μία βιωματική αλληλεπίδραση. Από την άλλη πλευρά, όταν ο πελάτης βρίσκεται σε μία βιωματική διαδικασία διαφοροποίησης και προαγωγής της βιωμένης αίσθησης των δυσκολιών του, τότε είναι καλύτερα να μην υπάρχουν καθόλου διακοπές από την πλευρά του θεραπευτή. Τότε είναι συνήθως καλύτερα για τον θεραπευτή να ακολουθεί ήπια και με ακρίβεια κατανοώντας κάθε αλλαγή και κάθε κύρια απόχρωση, και χωρίς να προσθέτει κάτι που θα μπορούσε να αποπροσανατολίσει τον πελάτη από το ίχνος του και να τον οδηγήσει σε διαφορετικό και άσχετο ειρμό σκέψεων.

Ο θεραπευτής είναι σε ιδιαίτερη εγρήγορση ως προς τις αντιδράσεις του που είναι δυσάρεστες (το να νιώθει ότι πέφτει ο προβολέας επάνω του, αμήχανα, ανυπόμονα, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ενοχλημένος). Σχεδόν πάντα ο θεραπευτής ανακαλύπτει να έχει τέτοιες αντιδράσεις σε μία στιγμή, αφού έχει ήδη προσπαθήσει να τις συγκαλύψει, να τις αντιμετωπίσει, να τις καταπιέσει ή να ξεφύγει μακριά από αυτές. Είναι φυσικό να τείνουμε να «ελέγχουμε» τέτοιες αντιδράσεις και συνήθως αυτές είναι αρκετά μικρές ώστε να μπορούν πολύ εύκολα να ελεγχθούν. Παρόλα αυτά, εμπεριέχουν σημαντικές πληροφορίες για ότι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην αλληλεπίδραση.

Είναι φυσικό ο θεραπευτής να νιώθει λίγο ανίκανος ή ‘εκτός’, όταν έχει τέτοιες αντιδράσεις. Σίγουρα τέτοιες αντιδράσεις συχνά αγγίζουν αυτό που μέσα του είναι ανίκανο ή αταίριαστο, και κανένας άνθρωπος δεν ζει χωρίς τέτοια στοιχεία. Αλλά αν δούμε μόνο αυτό, χάνουμε μια θεμελιώδη διάσταση της ψυχοθεραπείας: Αν ο πελάτης είναι ένας δύσκολος άνθρωπος, δεν θα μπορέσει παρά να αφυπνίσει δυσκολίες στον άλλο με τον οποίο σχετίζεται στενά. Δεν θα μπορέσει να κρατήσει για τον εαυτό του όλες του τις δυσκολίες, ενώ αλληλεπιδρά στενά με τον θεραπευτή. Αναγκαστικά ο θεραπευτής θα βιώσει τη δική του εκδοχή των δυσκολιών, διαστρεβλώσεων και αναστολών που θα έχει σίγουρα η αλληλεπίδραση. Και μόνο να αυτές εμφανιστούν, μπορεί η αλληλεπίδραση να τις ξεπεράσει και να είναι θεραπευτική για τον πελάτη. (11) Έτσι, συναισθήματα δυσκολίας, βαλτώματος, αμηχανίας, χειραγώγησης, δυσφορίας, κλπ., είναι ουσιώδεις δυνατότητες για την σχέση ώστε να γίνει θεραπευτική. Αλλά αυτό δεν μπορεί να συμβεί, αν ο θεραπευτής ξέρει μόνο πως να κρατάει υπό τον «έλεγχο» του αυτά του τα συναισθήματα (δηλ., πως να τα καταπιέζει βίαια). Ασφαλώς και μπορεί να τα ελέγχει, εφόσον συνήθως δεν είναι πολύ έντονα. Αντίθετα, ο θεραπευτής πρέπει να κάνει μία παραπάνω προσπάθεια για να τα αντιληφθεί.

Κορυφή της σελίδας
(11) Σε όλη αυτή την εργασία συζητούμε, πως πρέπει να είναι μια θεραπευτική ανταπόκριση για να ξεκινήσει μία «διαδικασία διεργασίας». Οι περισσότεροι θεραπευτές συμφωνούν στο ότι η ψυχοθεραπεία δεν μπορεί να είναι μόνο διανοητική, αλλά θα πρέπει να εμπεριέχει μία «επαναβίωση», μία «συναισθηματική αφομοίωση»,
μια αλληλεπιδραστική «μεταβιβαστική» διαδικασία, κατά την οποία ο πελάτης δεν μιλάει μόνο για τα συναισθήματα του, αλλά τα ξαναζεί και τα νιώθει σε σχέση με τον θεραπευτή.
Αλλά, ακόμη αυτό, αν και πολύ αληθινό, δεν χαρακτηρίζει την διαδικασία αλλαγής. Δεν είναι αρκετό, το ότι ο πελάτης επαναλαμβάνει με τον θεραπευτή τα ανοίκεια του συναισθήματα και τους λανθασμένους τρόπους να δημιουργεί διαπροσωπικές καταστάσεις. Ούτως ή άλλως, ο πελάτης τα επαναλαμβάνει αυτά με τον καθένα στη ζωή του, και όχι μόνο με τον θεραπευτή. Έτσι, η απλή επανάληψη, ακόμη και όταν αυτή οδηγεί σε συγκεκριμένη επαναβίωση, δεν λύνει ακόμη κάτι. Κάπως, με τον θεραπευτή, ο ασθενής δεν επαναλαμβάνει μόνο – πηγαίνει πέρα από την επανάληψη. Δεν ξαναζεί – ζει περαιτέρω, αν λύσει τα προβλήματα βιωματικά.
Η ψυχαναλυτική βιβλιογραφία είναι λεπτομερής σε ότι αφορά περιεχόμενα προσωπικότητας και συγκρούσεις, αλλά πενιχρή στο πως εμφανίζεται η διαδικασία «διεργασίας». Παρομοίως είναι λεπτομερής σε ότι αφορά την επανάληψη και την επαναβίωση της «μεταβίβασης», αλλά πενιχρή στο πως συγκεκριμένα εμφανίζεται ή «διαχείριση» ή το «ξεπέρασμα» της μεταβίβασης. Αλλά αυτό το τελευταίο, είναι ασφαλώς, όπως και η μεταβίβαση μία συγκεκριμένη ζωντανή αλληλεπίδραση. Είναι μέρος της μεταβίβασης, τα τελευταία της στάδια, και είναι η μόνη διάσταση της μεταβίβασης που αλλάζει κάτι, πολύ περισσότερο από απλά επαναλαμβανόμενες εμπειρίες.

Μάλιστα πρέπει να συνεχίσει (και συνήθως μπορεί εύκολα) να ελέγχει αυτά τα συναισθήματα και όχι να καταστραφεί ή να αναστατωθεί υπερβολικά από αυτά – αλλά πρέπει επίσης να τα δει ως την πολύτιμη, συγκεκριμένη αίσθηση του της παρούσης συνεχιζόμενης δυσκολίας, του παρόντος έκδηλου περιορισμού της αλληλεπίδρασης και της βιωματικής διαδικασίας του πελάτη.

Μόνο πολύ αργότερα μπορεί ο θεραπευτής (και ο πελάτης) να δει καθαρά τι γινόταν. Δεν μπορείς να περιμένεις να καταλάβεις καθαρά το πρόβλημα, όταν είσαι μέσα σ’αυτό. Όπως είπα πρωτύτερα, το να καταλάβεις καθαρά είναι δυνατό μόνο όταν βιώνεις πλήρως, και για αυτό πρέπει να βιώσεις πέρα από τον περιορισμό, ο οποίος δημιουργεί ένα πρόβλημα ή μία δυσκολία. Έτσι, ο θεραπευτής δεν μπορεί να βολεύεται πάντα στη γνώση του. Πρέπει να είναι πρόθυμος να αντέχει το μπέρδεμα και τον πόνο, να αντέχει να νιώθει έξω από τα νερά του, να πέφτει ο προβολέας πάνω του και να μην βρίσκει έναν καλό, σοφό ή επιτήδειο τρόπο διαφυγής. Μόνο αν αναπτύξει ανοιχτούς και διαφανείς τρόπους ώστε να προάγει την αλληλεπίδραση του με τον πελάτη υπό αυτούς τους όρους, μπορεί να προάγει περαιτέρω τη βιωματική διαδικασία του πελάτη.

Αν ο θεραπευτής δεν μπορεί να είναι περισσότερο διαφανής, ανοιχτός και λιγότερο ευάλωτος από ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στη ζωή του πελάτη, και αν ο θεραπευτής δεν μπορεί να επιτρέψει στον πελάτη να δει τι ανακίνησε στον θεραπευτή, τότε ο πελάτης δεν θα είναι σε θέση να προάγει την βιωματική του διαδικασία περαιτέρω και διαφορετικά από ότι συνήθως κάνει. Πολλές από τις αλληλεπιδραστικές συμπεριφορές του πελάτη είναι διαταραγμένες, αμυντικές και επηρεάζουν αρνητικά τους άλλους. Έτσι ο πελάτης ζει σε προβληματικές καταστάσεις. Αν ο θεραπευτής γίνει ο ίδιος μία τέτοια κατάσταση (και κατά καιρούς γίνεται), μπορεί να βοηθήσει μόνο αν η αντίδραση του είναι περισσότερο ανοιχτή από ότι η συνηθισμένη αντίδραση των άλλων.

Ο θεραπευτής σπάνια χρειάζεται να χαρακτηρίσει τέτοιες αντιδράσεις ως «μόνο τα συναισθήματα μου». Αν παρατηρήσει μέσα του τέτοιες αντιδράσεις , μπορεί να αναρωτηθεί «γιατί;». Πολύ σύντομα καταλαβαίνει γιατί, αν προσέξει την βιωμένη του αίσθηση και την προάγει.

Τότε, μπορεί να ανταποκριθεί άμεσα και ξεκάθαρα σ’αυτή την διάσταση της αλληλεπίδρασης που του προκάλεσε αυτό το συναίσθημα. Το δύσκολο σημείο είναι να αντιληφθεί κανείς τη δυσφορία. Αν αυτή γίνει αντιληπτή, τότε συνήθως εξηγείται από μόνη της.

Η κύρια δυσκολία της προσωπικότητας του θεραπευτή δεν είναι συνήθως το πρόβλημα, και γι’αυτό ο θεραπευτής είναι πολύ περισσότερο σε θέση απ’ότι ο πελάτης να προάγει την βιωμένη του αίσθηση. Έτσι ο θεραπευτής βρίσκεται σε θέση να ανταποκριθεί με τέτοιο τρόπο, ο οποίος πηγαίνει πέρα από αυτό το πρόβλημα.. Αν ο θεραπευτής δεν ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει τα παρόντα θολά συναισθήματα του με έναν περίπου τέτοιο τρόπο, θα άφηνε αχρησιμοποίητο το κύριο πλεονέκτημα που θα πρόσφερε στον πελάτη η μεγαλύτερη του δύναμη ή η καλύτερη κρίση του (υπό αυτούς τους όρους). Αυτή το πλεονέκτημα είναι ακριβώς το ότι ο θεραπευτής μπορεί πιθανόν να προάγει την βιωμένη του αίσθηση ως προς το τι είναι λάθος, ενω ο πελάτης, ακόμη, δεν μπορεί.

Ωστόσο, συνήθως αποφεύγουμε τέτοια συναισθήματα και τα αγνοούμε. Σταδιακά έμαθα να στρέφομαι προς κάθε τέτοια αίσθηση αμηχανίας, βαλτώματος, σύγχυσης ή ανειλικρίνειας που μπορεί να νιώσω. Με το «στρέφομαι προς αυτό», δεν εννοώ ότι το αφήνω απλά έτσι όπως το νιώθω, αλλά το μετατρέπω σε κάτι που κοιτάζω, από το οποίο μπορώ να πάρω πληροφορίες για αυτή τη στιγμή. Με αυτό τον τρόπο αρχικά το επεξεργάζομαι περαιτέρω στη σκέψη και το συναίσθημα, και μετά ανταποκρίνομαι από αυτό.

Ο θεραπευτής προσέχει τις αντιδράσεις του και τις επεξεργάζεται εσωτερικά προτού τις εκφράσει. Συνήθως δεν εκφράζω αντιδράσεις που είναι ακόμη απόλυτα ασαφείς. (Θα το κάνω μόνο αν, αφού προσπαθήσω, δω ότι δεν μπορώ να τις ξεκαθαρίσω και έχω ακόμη την αίσθηση ότι είναι σημαντικές. Τότε θα πω κάτι, ακόμη και αν βρίσκομαι σε σύγχυση). Δεν θα ξέρω ακριβώς τι και πως, και ειδικά τίποτα σε σχέση με το πως ο πελάτης μου γέννησε αυτή την αντίδραση – ή και το κατά πόσο το έκανε αυτό. Αλλά πολύ συχνά μπορώ να μου ξεκαθαρίσω τα συναισθήματα του, και έτσι είμαι σε θέση να τα εκφράσω σαφώς και απλά με λίγες λέξεις. Συνήθως, μπορώ να πω απλά σε ποια παρόντα γεγονότα αναφέρομαι.

Εμποδίζει μία τέτοια αυτο-παρατήρηση του θεραπευτή την παρατήρηση του πελάτη; Καθόλου. Εκατοντάδες πράγματα περνούν στο μυαλό. Μόνο με επίπονη προσπάθεια μπορούμε να καταπιέσουμε οτιδήποτε, έτσι ώστε να μην αντιληφθούμε τι συμβαίνει μέσα μας. Είναι αλήθεια, ότι η προτεραιότητα της προσοχής μου είναι στον πελάτη, σε αυτό που λέει και κάνει, αλλά αυτό μου αφήνει αρκετό χώρο για να αντιληφθώ τις δικές μου αντιδράσεις. Στο βαθμό που δεν είναι σημαντικές, απλά ‘φεύγουν’, αλλά αν φαίνονται σημαντικές, πρέπει να τις λάβω υπόψη μου, να τις επεξεργαστώ περαιτέρω. Κατά περίπτωση, μπορεί να αποφασίσω να τους δώσω φωνή. Η απόφαση μου εξαρτάται από το κατά πόσο πιστεύω ότι αυτές, οι αντιδράσεις μου, ανήκουν στην αλληλεπίδραση, δηλ., τις χρειάζεται ο πελάτης. Αν τις χρειάζεται για αν δει πιο καθαρά τι συμβαίνει, τι κάνει, τότε πρέπει κάπως να αντιδράσω μέσα από αυτές, ώστε να του δώσω τη δυνατότητα να βιώσει με μένα περαιτέρω ή πληρέστερα απ’ότι βιώνει με τους άλλους.

Ότι ο πελάτης αναμοχλεύει σε μένα είναι κομμάτι μου. (Σε έναν διαφορετικό άνθρωπο θα προκαλούσε διαφορετικές αντιδράσεις). Αλλά οι αντιδράσεις μου είναι επίσης μέρος της λειτουργίας του πελάτη και του τρόπου του να διαμορφώνει καταστάσεις και αλληλεπιδράσεις. Οτιδήποτε δικό μου αποκαλύπτεται με αυτό τον τρόπο, πρέπει να διασφαλίσω ότι μπορεί να αντιδράσει σε αυτό και ότι μπορεί να προάγει το βίωμα του περισσότερο απ’ότι συνήθως μπορεί με άλλους.

Ενώ οι προβληματικές συμπεριφορές του πελάτη μπορεί να γεννήσουν απόρριψη στους περισσότερους ανθρώπους (και ας πούμε, ότι έχουν φέρει τον θεραπευτή σε δυσάρεστη θέση), το απλό γεγονός ότι εμπλέκεται ένα πρόβλημα προσωπικότητας σημαίνει ότι θετικές τάσεις αυτο-διατήρησης της ζωής αναχαιτίζονται σε αυτά τα μοτίβα. Οι συμπεριφορές είναι αρνητικές. Αλλά εδώ, σε αυτή την αλληλεπίδραση, ο σκοπός του θεραπευτή είναι να καταστήσει δυνατές τις θετικές τάσεις να επιτύχουν παρόλα αυτά. Ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με άλλους, αλλά το κάνει με τρόπους που αποτυγχάνουν να τους πλησιάσει και που επιφέρουν μόνο απόρριψη. (Εδώ, ωστόσο, στη θεραπεία ο πελάτης θα έρθει σε επαφή με έναν άλλο άνθρωπο). Ο πελάτης προσπαθεί να εκφράσει τον εαυτό του, αλλά ακούγεται ‘ψεύτικος’. (Εδώ παρόλα αυτά, η ανταπόκριση του θεραπευτή θα προσπαθήσει να βεβαιώσει, ότι ο πελάτης κατάφερε να εκφράσει τον εαυτό του αυθεντικά). Ο πελάτης προσπαθεί να επιβληθεί, αλλά πιθανόν η επακόλουθη συμπεριφορά να είναι στα αλήθεια μόνο παθητική δυσανασχέτηση. (Εδώ, η αυτο-επιβολή γίνεται αποδεκτή αυτή καθεαυτή και έτσι μπορεί να αναπτυχθεί και να μπορεί να αναδυθεί πιο άμεσα). Υπάρχει πάντα μία θετική τάση που μπορούμε να ‘διαβάσουμε’ στην αρνητική συμπεριφορά. Μια τέτοια ανάγνωση δεν είναι μία δική μας Πολυάννα-εφεύρεση (βλ. παράρτημα). Είναι περισσότερο, ότι ένα πρόβλημα δημιουργείται, πάντα τότε όταν κάτι σημαντικό αποκρούεται. Αν δεν ήταν έτσι, δεν θα υπήρχε δυσφορία, φόβος, και ένταση.

Ότι και αν είναι αυτό που αποκρούεται στη συνηθισμένη συμπεριφορά και στο αλληλεπιδραστικό μοτίβο του πελάτη, δεν πρέπει να αποκρουστεί εδώ, σ’αυτή την αλληλεπίδραση με τον θεραπευτή. Αντίθετα θα πρέπει να προαχθεί περαιτέρω και πέρα από το συνηθισμένο αυτοκαταστροφικό μοτίβο του πελάτη. Εδώ πρέπει να πετύχει, ενώ συνήθως αλλού αποτυγχάνει. Αυτό, ωστόσο, ισχύει μόνο για τις αλληλεπιδραστικές συμπεριφορές του πελάτη που επηρεάζουν τον θεραπευτή. Συνήθως ο θεραπευτής θα βοηθήσει να ερμηνευτεί οτιδήποτε ο πελάτης νιώθει και αντιμετωπίζει, είτε είναι καλό, είτε είναι κακό. Πρέπει να βοηθήσει τον πελάτη να βάλει σε λόγια και να εκφράσει πολλές κακές, αρνητικές, καταστροφικές, ανέλπιδες, εχθρικές και άρρωστες πλευρές που νιώθει και στις οποίες αναφέρεται. Δεν βοηθάει καμιά θετική, καθησυχαστική, αθωωτική στάση. Ότι είναι κακό πρέπει να εκφραστεί τόσο κακά όσο είναι ή φαίνεται.

Είναι πολύ διαφορετικό, όταν ο θεραπευτής επιλέγει να ανταποκριθεί με τα δικά του διαταραγμένα ή ενοχλητικά συναισθήματα σε αυτό που του προκάλεσε ο πελάτης. Αν ο θεραπευτής χρησιμοποιήσει τη δική του αρνητική συναισθηματική ανταπόκριση και την κάνει περισσότερο ορατή, δεν είναι καθόλου αρκετό σαν αποτέλεσμα, να αντιληφθεί ο πελάτης τι έκανε, ή το πόσο αρνητικά συμπεριφέρεται. Πως μπορεί ο πελάτης να το αλλάξει αυτό; Ακόμα και αν τώρα το βλέπει, δεν μπορεί να το αλλάξει. Είναι ένας τρόπος του να αλληλεπιδρά, και συνήθως μπορεί να αλλάξει μόνο σε μία περαιτέρω και διαφορετική, συγκεκριμένη αλληλεπιδραστική διαδικασία. Αν αυτή η νέα - διαφορετική αλληλεπιδραστική διαδικασία δεν συμβεί εδώ και τώρα, που και πότε θα συμβεί;

Έτσι, ο θεραπευτής πρέπει αρχικά και προπάντων να ανταποκριθεί στην θετική τάση που χρειάζεται να προαχθεί μέσα από το αρνητικό μοτίβο. Αλλά αυτή η θετική τάση μπορεί να μην είναι ορατή. Ο θεραπευτής μπορεί να πρέπει να την φανταστεί, μετά να ανταποκριθεί σ’αυτήν και να περιμένει να ακούσει την αρκετά διαφορετική, πραγματικά θετική τάση που θα αναδυθεί με συγκεκριμένο τρόπο.

Για παράδειγμα: Πιέζομαι από τον πελάτη μου να τον βοηθήσω σε ένα εγχείρημα, που ξέρω, ότι δεν θα είμαι ειλικρινής να πάρω μέρος. Δεν μου αρέσει η πίεση του. Αρχικά και προπάντων, πρέπει να ανταποκριθώ σ’αυτόν προσπαθώντας να τον βοηθήσω, ώστε με αυτό τον τρόπο να προαχθεί το εποικοδομητικό συστατικό του σχεδίου του. Αν ανταποκριθώ έτσι, μπορεί τότε να εξηγήσει ότι δεν είναι καθόλου αυτό που κάνει. Προσπαθεί μόνο πραγματικά να σταθεί στο ίδιο ύψος με κάποιον, να υπερασπιστεί τον εαυτό του μία φορά, και να σταματήσει να βρίσκεται από κάτω. Εντάξει. Δεν φαντάστηκα σωστά ποιά ήταν η θετική παρακίνηση, αλλά κάτι από αυτήν είναι εδώ συγκεκριμένα. Λέω: « Σίγουρα έχουμε κάνει πολύ δρόμο μέχρι τώρα μαζί, για να περιμένεις από μένα να σε βοηθήσω με αυτό τον τρόπο. Θα γίνουμε σύμμαχοι». Μπορεί να εξηγήσει πάλι, ότι δεν είναι αυτό γι’αυτόν. Μάλλον θέλει να ξέρει πότε θα κάνω επιτέλους κάτι γι’αυτόν πέρα από το να μιλάω. Εδώ, τώρα, υπάρχει η πραγματική αναφορά σε μένα, στην οποία ευελπιστώ να ανταποκριθώ. Την φαντάστηκα λανθασμένα. Βασικά έχει δυσφορία, φόβο και πρόκληση. Εντάξει. Μπορώ να ανταποκριθώ σ’αυτό. «Λοιπόν, είσαι θυμωμένος με μένα! Δεν έχω κάνει τίποτα μέχρι τώρα; Εγώ, νομίζω πως νιώθω δυνατά συναισθήματα για σένα. Νομίζεις ότι μου είναι εύκολο απλά να κάθομαι και να μιλάω. Ότι η ζωή μου είναι εύκολη. Λοιπόν, είναι αλήθεια ότι πρέπει να αντιμετωπίσεις τα περισσότερα μόνος σου. Και, με προκαλείς στ’αλήθεια να μπω και εγώ μέσα σ’αυτό». Η αντίδραση του καθώς μιλάω θα υποδείξει ποιά πλευρά της ανταπόκρισης μου αρχίζει να προάγει κάτι περαιτέρω.

Η προσπάθεια είναι πάντα να ολοκληρωθούν οι αρχόμενες, θετικές, αλληλεπιδραστικές τάσεις, να καταφέρουν να εδραιωθούν και όχι να παραμείνουν στην αυτο-αναχαιτιζόμενη μορφή με την οποία αρχικά παρουσιάστηκαν. Στο πλαίσιο αυτού του είδους της πάντα – θετικής προαγωγής ο θεραπευτής μπορεί και θα έπρεπε να δώσει φωνή στις δικές του πραγματικές αντιδράσεις. Σ’αυτό το πλαίσιο μπορεί, και σίγουρα θα έπρεπε, να πει (για παράδειγμα) ότι νιώθει καταπίεση, χειραγώγηση, πίεση και ότι αυτό δεν του αρέσει – ότι αυτό τον κάνει να θέλει να τον διώξει μακριά. Δεν μπορεί να αντιδράσει μόνο με τον τρόπο που αντιδρούν οι περισσότεροι. Αυτό δεν έχει βοηθήσει τον πελάτη μέχρι τώρα.

Η θετική αλληλεπιδραστική διαδικασία πρέπει να είναι σε πρώτη θέση, αλλά αν είναι ήδη σε εξέλιξη, τότε ο θεραπευτής μπορεί άμεσα (για παράδειγμα) να εκφράσει ότι νιώθει καταπίεση, χωρίς πρώτα να ψάχνει για θετικές ανταποκρίσεις. Αλλά ακόμη και τότε ο τόνος της αυτό-έκφρασης πρέπει να είναι, «Νιώθω να πιέζομαι από σένα, και αυτό με κάνει να θέλω να σε σπρώξω πέρα, αλλά συνήθως δεν νιώθω ή δεν θέλω να νιώθω έτσι για σένα. Λοιπόν, θα κάνουμε κάτι για να το ξεκαθαρίσουμε, να το λύσουμε, εφόσον ούτε εσύ, ούτε εγώ είμαστε πράγματι έτσι».

Επειδή οι λεπτομέρειες που περιέγραψα παραπάνω είναι δύσκολο να περιγραφούν, αυτή η διάσταση της ψυχοθεραπείας είναι μία από τις λιγότερο κατανοητές. Γίνεται πολύ συζήτηση γενικά σε σχέση με το να «αντιπαρατεθούν» στον πελάτη οι πραγματικές αντιδράσεις του θεραπευτή – αλλά αν κάποιος το έκανε με τον τρόπο που συνήθως περιγράφεται, τότε απλά θα αντιδρούσε στον ασθενή όπως αντιδρούν οι περισσότεροι άνθρωποι στη ζωή του. Η γυναίκα του και οι φίλοι του αρκετά συχνά του λένε τι πάει στραβά μ’αυτόν και πως τους κάνει να νιώθουν. Μπορεί να αντέξει την αντιπαράθεση από τον θεραπευτή, όχι επειδή γενικά εμπιστεύεται το σεβασμό του θεραπευτή προς αυτόν, αλλά επειδή με τον θεραπευτή αυτό το ιδιαίτερο αρνητικό μοτίβο προάγεται (ή θα προαχθεί άμεσα) σε μια θετική, για την αυτο-διατήρηση της ζωής, βιωματική ολοκλήρωση, η οποία ήταν μέχρι τώρα μόνο άρρητη, διαταραγμένη και είχε διακοπεί.

Η βιωματική μέθοδος και θεωρία

Κορυφή της σελίδας

Στα δύο προηγούμενα κεφάλαια παρουσίασα δύο πλευρές της βιωματικής ανταπόκρισης:
(1) οι προσπάθειες του θεραπευτή να ανταποκριθεί στις βιωμένες αισθήσεις του πελάτη και με αυτό τον τρόπο να προάγει τη βιωματική διαδικασία του πελάτη, και
(2) οι προσπάθειες του θεραπευτή να ανταποκριθεί ανοιχτά στην αλληλεπιδραστική συμπεριφορά του πελάτη.
Και η δεύτερη προσπάθεια γίνεται για να προαχθεί η βιωματική διαδικασία του πελάτη.
Ποιά είναι τώρα η σχέση ανάμεσα στις δύο αυτές πλευρές της ψυχοθεραπείας;

Καταρχάς, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι και στις δύο πλευρές η πελατο-κεντρική θεραπεία έγινε βιωματική. Ενώ πριν το βάρος έπεφτε σε ένα σχετικά μορφολογικό στοιχείο των νοημάτων που εξέφραζε ο πελάτης, τώρα ο θεραπευτής προσπαθεί να ανταποκριθεί στο ακόμη άδηλο βίωμα, που όμως γίνεται αισθητό από τον πελάτη. Το εκφρασμένο νόημα θεωρείται μόνο σαν μία συμβολοποιημένη διάσταση. (Αλλά αφού αυτό δεν ήταν πριν ξεκάθαρα δηλωμένο, αυτός ήταν ο στόχος του πελατο-κεντρικού θεραπευτή). Κατ’αναλογία, η αλληλεπιδραστική συμπεριφορά του θεραπευτή ήταν περιορισμένη σε έναν σχετικά μορφολογικό ρόλο «αντανάκλασης» μόνο των συναισθημάτων του πελάτη. Ο θεραπευτής αρνείτο να αντιδράσει αφ’εαυτού, μερικές φορές ακόμη και αν ο πελάτης έφτανε σε πλήρη απόγνωση και απελπισία. (Αλλά πάλι, ένα τέτοιο απλό παιχνίδι ρόλων δεν ήταν ποτέ ούτε η πρόθεση, ούτε η πρακτική του Rogers. Δεν ήταν δηλωμένο καθαρά, αλλά το κίνητρο του θεραπευτή ήταν να αφιερώσει την ίδια του την συναισθηματική ζωή στο να αισθανθεί τα συναισθήματα του πελάτη). Παρόλη την υποβόσκουσα πρόθεση, υπήρχε συχνά ξύλινη επανάληψη των λόγων του πελάτη, και προφανώς υπήρχαν τεχνητές αρνήσεις για μία ανοιχτή αλληλεπίδραση.

Επί του παρόντος δίνεται έμφαση στην βιωματική αλληλεπίδραση, τόσο σε σχέση με αυτό που βρίσκεται στον πελάτη, στο οποίο καλούμαστε να ανταποκριθούμε, όσο και σε σχέση με αυτό που εκφράζουμε και δίνουμε από τον εαυτό μας στην αλληλεπίδραση. Η θεωρία της βιωματικής διαδικασίας (Gendlin, 1962a, 1964, 1966a, 1966b, 1968) αναπτύσσει μία μέθοδο σκέψης και θεωρίας, η οποία μας καθιστά ικανούς να διαφοροποιήσουμε και να διατυπώσουμε αυτό που συμβαίνει συγκεκριμένα και βιωματικά.

Πως γίνεται διαφορετικοί θεραπευτικοί προσανατολισμοί να φαίνονται όμοιοι, αν εξεταστούν βιωματικά; Αυτό συμβαίνει επειδή, κοιτάμε συγκεκριμένα τι πραγματικά λαμβάνει χώρα στην ψυχοθεραπεία, όταν αυτή λειτουργεί. Τα γεγονότα που τότε λαμβάνουν χώρα δεν είναι πάντα ακριβώς τα ίδια σε κάθε θεραπευτικό προσανατολισμό, αλλά σε μεγάλο βαθμό είναι. Υπάρχουν μόνο τόσες (σχεδόν λίγες) συγκεκριμένες διαδικασίες που είναι θεραπευτικές, ενώ υπάρχει ένας ατελείωτος αριθμός τρόπων να τις περιγράψεις θεωρητικά. Έτσι οι ομοιότητες ανάμεσα στους διαφορετικούς προσανατολισμούς γίνονται ορατές, αν κάθε (12) προσανατολισμός αναδιατυπωθεί με βιωματικό τρόπο.

Η βιωματική θεωρία επιτρέπει την διαφοροποίηση των συγκεκριμένων διαδικασιών της θεραπείας. Αντί να τις αφήσει σαν μία θολή έννοια στην θεωρία μας (για παράδειγμα, «διεργασία», ή «αυτοπραγμάτωση», ή «συναισθηματική αφομοίωση»), μπορούμε και πρέπει προσδιορίσουμε πολύ πιο λεπτομερειακά αυτό που λαμβάνει χώρα σε μας και στον πελάτη με πολύ περισσότερους όρους και βήματα. Τότε μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα αναπτύξουμε μία ορολογία που θα μας επιτρέψει να διαφοροποιήσουμε περαιτέρω την ψυχοθεραπευτική διαδικασία, να επικοινωνήσουμε το πως την εφαρμόζουμε, ώστε να μπορούμε να εκπαιδεύουμε νέους θεραπευτές πιο αποτελεσματικά, και να ορίσουμε ειδικές, παρατηρήσιμες ερευνητικές μεταβλητές (Gendlin, 1968) που θα είναι επαναλαμβόμενες και πλήρεις νοήματος.

Το γεγονός, ότι τόσα πολλά από αυτά που πραγματικά εννοούμε, αποδεικνύεται να είναι όμοια σε διαφορετικούς προσανατολισμούς, δεν υπονοεί ότι μπορούμε να εφησυχάσουμε σε κάποιον βολικό σχετικισμό, όπου όλοι θα μιλάμε θολά και διαφορετικά , αλλά θα είμαστε σίγουροι ότι εννοούμε τα ίδια πράγματα. Αντίθετα αυτό σημαίνει, ότι οι παλιές διαφορές ανάμεσα στις διαφορετικές μεθόδους έχουν υπερκεραστεί, και μία νέα, παγκόσμια βιωματική μέθοδος της θεωρίας ανοίγει νέες ευκαιρίες, τις οποίες προσδοκούσαμε.

Κορυφή της σελίδας
(12) Με αυτό τον τρόπο οι βιωματικές διατυπώσεις της ψυχανάλυσης, τις οποίες προσέφερα σ’αυτές τις υποσημειώσεις διαφωτίζουν το ότι η ψυχανάλυση μπορεί να γίνει βιωματική, έτσι όπως έχει ήδη γίνει η πελατοκεντρική θεραπεία. Μπορούμε να διατηρήσουμε τις διάφορες θεωρητικές έννοιες με όλη τους την ακρίβεια και με τις διαφορές ανάμεσα τους (έτσι ώστε να μπορούμε να επιχειρηματολογήσουμε λογικά και θεωρητικά, αν θελήσουμε), και ταυτόχρονα να διαμορφώσουμε και να διαφοροποιήσουμε τα βιωματικά συγκεκριμένα γεγονότα, στα οποία αναφερόμαστε. Μία τέτοια βιωματική ακρίβεια βοηθάει επίσης να αναπτυχθούν επαρκώς ειδικές έννοιες που οδηγούν σε λειτουργικές ερευνητικές μεταβλητές, έτσι ώστε διαφορές σε θεωρητικό επίπεδο να μπορούν να ξεδιαλυθούν τόσο με πιο ιδιαίτερες εμπειρικές αναφορές, όσο και με έρευνα.

Μεταφραστικές σημειώσεις

Κορυφή της σελίδας
  • response: ανταπόκριση, απόκριση, απάντηση
  • felt meaning: ο όρος αυτός θα μπορούσε να αποδοθεί ως «βιωμένο νόημα», το νόημα που έχει για μένα η κατάσταση που ζω και που δεν έχω ακόμη συμβολοποιήσει, αλλά που το νιώθω μέσα μου. Ο όρος αυτός αναδεικνύει κυρίως την νοητική πλευρά του άδηλου βιώματος. Αργότερα ο Gendlin σταματάει να χρησιμοποιεί τον όρο αυτό και τον αντικαθιστά με τον νεολογισμό: felt sense, τον οποίο ήδη χρησιμοποιεί και στο κείμενο αυτό.
  • felt sense: βιωμένη αίσθηση. Αυτός θεωρείται ο καλύτερος τρόπος για να αποδοθεί στα ελληνικά ο νεολογισμός του Gendlin. Έτσι χάνεται όμως η διπλοσημία που έχει στα αγγλικά ο όρος αυτός, καθώς υποδηλώνει την ασυμβολοποίητη νοητική, αλλά και συναισθηματική πλευρά του βιώματος.
  • experiencing: βίωμα και βιωματική διαδικασία. Ο Gendlin χρησιμοποιεί ενεστώτα διαρκείας για να υπογραμμίσει
    • α) ότι το βίωμα είναι πάντα σε ροή, είναι μια ρέουσα διαδικασία, άσχετα από το αν εμείς έχουμε επίγνωση αυτής της ροής, αυτής της συνεχούς κίνησης ανά πάσα στιγμή ή όχι. Για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε πρόσβαση στο βίωμα μας, ο Gendlin προτείνει σαν μέθοδο το Focusing.
    • β) οτι η διαδικασία ‘του να βιώνεις’ κάτι, ένα γεγονός, μία κατάσταση, ένα πρόβλημα, έχει πολλές διαστάσεις, που μπορούν σιγά-σιγά να ξεδιπλωθούν, να συμβολοποιηθούν και να επεξεργαστούν: σωματική, συναισθηματική, νοητική.
  • felt experiencing: με τον όρο αυτό υπογραμμίζεται ότι η βιωματική διαδικασία ενέχει και την επεξεργασία του βιώματος και δεν αναφέρεται απλά και μόνο σε κάτι που νιώθει κανείς.
  • implicit: (επίθετο), αναφέρεται στην πλευρά του βιώματος που είναι μεν παρούσα, που είναι εδώ και γι’αυτό μπορεί να την νιώσει κανείς, αλλά που δεν έχει ακόμη συμβολοποιηθεί (= λεκτικοποιηθεί, νοηματοδοτηθεί). Στα ελληνικά μπορεί να αποδοθεί με πολλούς τρόπους ανάλογα με τα συμφραζόμενα: άρρητο, άδηλο, ενεχόμενο, υπο-νοούμενο, ασυμβολοποίητο.
  • implicitly: (επίρρημα), δες παραπάνω
  • explicate: εξηγώ, επεξηγώ, επεξεργάζομαι
  • explicit: (επίθετο), αναφέρεται στην συμβολοποιημένη πλευρά του βιώματος, σε αντίθεση με το implicit. Συνεπώς είναι το λεκτικοποιημένο, ρηματοποιημένο, έκδηλο, εκφρασμένο βίωμα
  • interaction: αλληλεπίδραση, διάδραση
  • work through: διεργασία
  • intellectualization: ορθολογικοποίηση, διανοητικοποίηση, ακαδημαϊσμός
  • focus (to): εστιάζομαι, επικεντρώνομαι, στρέφω την προσοχή μου
  • focusing: εστίαση. Τεχνική, μέθοδος, διαδικασία, την οποία προτείνει ο Gendlin, για να μπορέσει κάποιος
    • α) να έρθει σε επαφή με το βίωμα του, να το συμβολοποιήσει και να το επεξεργαστεί περαιτέρω
    • β) να αποκαταστήσει την διαταραγμένη, διαστρεβλωμένη σχέση με το βίωμα του
  • experiential focusing: βιωματική εστίαση, βιωματική διαδικασία εστίασης
  • carrying further: προαγωγή, προχώρημα, η περαιτέρω επεξεργασία με στόχο το ξεδίπλωμα και την ολοκλήρωση του βιώματος, έτσι ώστε οι άδηλες, ασυμβολοποίητες, άρρητες πλευρές του, να συμβολοποιηθούν, να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας και να ενταχθούν στο πλαίσιο αναφοράς.
  • referent movement: μετακίνηση του σημείου αναφοράς. Αργότερα ο όρος αυτός αντικαταστάθηκε από τον όρο felt shift: βιωμένη αλλαγή.
  • Pollyanna: ηρωίδα αμερικανικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα, η οποία αντιμετώπιζε με αγγελική καλοσύνη κάθε αδικία και κακοποίηση που υφίστατο.
Κορυφή της σελίδας

see

Άρθρο 3: "Οι Τρείς «Διαστάσεις» για το Σώμα"
(Σύμφωνα με την Διαδικασία Εστίασης)

Κορυφή της σελίδας
Άρθρο1: "Client's Client" ("Ο πελάτης του πελάτη"), Eugene Gendlin
Άρθρο2: "Η Βιωματική Ανταπόκριση", Eugene Gendlin
Άρθρο3: "Οι Τρείς «Διαστάσεις» για το Σώμα (Σύμφωνα με την Διαδικασία Εστίασης)", Eugene Gendlin

Eugene Gendlin

Μετάφραση: Καραλή Άννα

Εισαγωγή:

Θα ξεκινήσουμε με την ερώτηση:

“Πού στηρίζεται θεωρητικά η Διαδικασία Εστίασης (ΔΕ);”

και στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε πώς λειτουργεί η ΔΕ στο ζων σώμα.

Από την αρχή χρειάζεται να τονισθεί, πάντως, ότι η βιωμένη αίσθηση έρχεται, δεν είναι εκεί περιμένοντας... Χρειάζεται να την αφήσουμε να μορφοποιηθεί και να έλθει...
Για να γίνει αυτό χρειάζονται μερικές στιγμές, ίσως και περισσότερο.
Είναι εμφανές ότι η βιωμένη αίσθηση είναι μία ιδιαίτερη ανάπτυξη, είναι μία αδιαφιλονίκητα – ελάχιστη (bit) μεν – αλλά εν περαιτέρω διαδικασίας ζωής.
Αλλά από πού προέρχεται;

Η βιωμένη αίσθηση είναι κάτι εκεί, κάτι με μία δική του ζωή, κάτι που μπορούμε να του απευθυνθούμε ευθέως.
Εάν «συνοδεύσουμε» τα σώματά μας - κάπου στο «μέσον» του σώματος - η βιωμένη αίσθηση έρχεται, και τότε περιέργως πως καταλαμβάνει το δικό της είδος χώρου…. μοιάζει να «φέρνει» το δικό της χώρο.
Σ’ αυτόν τον χώρο η βιωμένη αίσθηση γίνεται ένα άμεσο αντικείμενο, αυτό, εκεί.

Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους όμως δεν γνωρίζουν πώς να γυρίσουν την προσοχή τους στα σώματά τους, ούτως ώστε αυτές οι βιωματικές διαδικασίες να μπορέσουν να μορφοποιηθούν και να αναπτυχθούν σε ευδιάκριτες βιωμένες αισθήσεις.
Παρ’ όλα αυτά όλοι οι άνθρωποι έχουν τέτοιες στιγμές (επαφής με την βιωμένη τους αίσθηση), αλλά μοιάζει να μην το αντιλαμβάνονται, οπότε και δεν συζητούν γι’ αυτό. Μοιάζει στην καθομιλουμένη μας να μην έχουμε κάποιο όνομα γι’ αυτήν την διαδικασία.

Κατωτέρω θα αναφερθούμε σε ιδιαίτερες βιωμένες διαδικασίες, σε σχέση με το σώμα, που είναι περισσότερο συνήθεις από ότι μία βιωμένη αίσθηση

Κορυφή της σελίδας

Παράδειγμα βιωμένης αίσθησης:

Μερικές φορές περπατώντας το πρωί συμβαίνει να γνωρίζεις ότι το προηγούμενο βράδυ είχες δει κάποιο όνειρο, αλλά δεν το θυμάσαι. Το ξέρεις, γιατί το όνειρο έχει αφήσει κάποια περίεργη αίσθηση, μια μοναδική ποιότητα. Εάν προσπαθήσεις ν’ αναφερθείς σ’ αυτό, ίσως πεις: « Έμοιαζε ......, δηλαδή......., όχι ακριβώς τρομακτικό, αλλά ούτε και χαρούμενο, ούτε ένοχο, ούτε και θλιβερό....., χμμ......».

Μοιάζει να υπάρχει εκεί μία μη επακριβώς ονομαζόμενη αίσθηση που ανήκει σ’ αυτό το όνειρο.
Εάν κανείς παραμείνει, «αγγίξει» και «γευθεί» αυτή την ανείπωτη ακόμη αίσθηση, το όλο όνειρο μπορεί να εμφανισθεί ξαφνικά μέσα από αυτή την βιωμένη αίσθηση. Για τον Gendlin, όλα όσα συνέβαιναν μέσα σ’ αυτό το όνειρο, ενέχοντο σ’ αυτή την μικρή, μη επακριβώς ονομαζόμενη στην καθομιλουμένη αίσθηση, την οποίαν εκείνος ονομάζει βιωμένη αίσθηση.

Κορυφή της σελίδας

Διαίσθηση/Προαίσθημα:

Πολλές φορές πάλι μοιάζει ν’ αντιμετωπίζουμε μία κατάσταση η οποία επιφανειακά φαίνεται εν τάξει, όμως συμβαίνει κάτι εκεί που σε κάνει να μη νιώθεις καλά μέσα σ’ αυτήν. Προσπαθείς να εκφράσεις αυτό που μοιάζει να πηγαίνει άσχημα, αλλά το μόνο που μπορείς να πεις είναι : «Είναι...., χμμ.....». Τα αντικειμενικά γεγονότα από την μια σε οδηγούν στο να προχωρήσεις μ’ αυτή την κατάσταση. Η ανήσυχη αίσθηση όμως λέει: «Όχι, μην προχωρείς». Πολλοί άνθρωποι έχουν μάθει να μην αγνοούν ένα τέτοιο προαίσθημα. Τουλάχιστον, αν μη τί άλλο εξετάζουν περαιτέρω την κατάσταση. Ένα προαίσθημα μπορεί επίσης να έλθει μ’ ένα θετικό συναίσθημα, αν και τα γεγονότα δεν φαίνονται κατ’ αρχήν ελπιδοφόρα.

Στον επαγγελματικό τομέα εξ άλλου, η ικανότητα του ν’ αναγνωρίζεις και ακολουθείς το προαίσθημά σου είναι γνωστή ως «επιχειρηματικό ένστικτο». Επιτρέπει σε κάποιον να αδράξει μία καλή ευκαιρία, ή ν’ αποφύγει μία αρνητική, πολύ ενωρίτερα από κάθε άλλον. Αυτή η αίσθηση συνήθως αποκαλείται «διαίσθηση». Αυτή η λέξη λοιπόν ονομάζει έναν τρόπο με τον οποίον, σε μερικούς ανθρώπους, συμβαίνουν σημαντικά πράγματα, παρ’ όλο που δεν μπορούν να εξηγήσουν το πώς.

Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλοί άνθρωποι δέχονται ότι αυτή η βιωματική διαδικασία είναι αληθινή και βάσιμη, παρ’ όλο που δεν γνωρίζουν το πώς και το γιατί. Η διαίσθηση είναι μόνο ένα μικρό παράδειγμα από το είδος της βιωμένης διαδικασίας που εμείς εννοούμε. Αν εξετάσουμε έτι περαιτέρω την διαίσθηση, που δηλώνει «μη προχωρήσεις», και το τί είναι αυτό που λέει «μη προχωρήσεις», διαπιστώνουμε ότι δεν είναι οι λέξεις πίσω από την διαίσθηση, αλλά αυτή η ασταθής, γεμάτη αμφιβολία, ακατανόητη, ενοχλητική σωματική αίσθηση (Αντί να αισθάνεσαι καλά για όλα τα εμφανή καλά πράγματα, νιώθεις σωματικά άβολα για την όλη κατάσταση).

Κορυφή της σελίδας

Είναι πράγματι το Σώμα?

Είναι γνωστό ότι ο κόσμος συνήθως πιστεύει ότι δέχονται την διαίσθηση μέσα από τα κεφάλια τους, όχι μέσα από το σώμα τους. Άλλοι πάλι λένε ότι τα συναισθήματά τους κινούνται γύρω τους, παρά στα σώματά τους. Στην διαδικασία Εστίασης οφείλουμε να σκεφθούμε διαφορετικά γύρω από το ζων σώμα.

Στη διαδικασία εστίασης χρησιμοποιούμε την λέξη «σώμα» μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο:
Το χρησιμοποιούμε για να δώσουμε την αντιστοιχία του πώς αισθάνονται τα σώματά μας εσωτερικά.

Κορυφή της σελίδας

1. Η Σχέση του Σώματος με τις «καταστάσεις»

Είναι γνωστό σ’ όλους μας ότι τα σώματά μας νιώθουν άνετα ή άβολα γύρω από μία κατάσταση. Πώς όμως αυτό είναι δυνατόν? Το σώμα γνωρίζει την κατάσταση! Συνήθως όμως λέμε ότι γνωρίζουμε την κατάσταση και ότι το σώμα μόνο αντιδρά σ’ ό,τι γνωρίζουμε.
Εάν θεωρούμε ότι περνούμε μία θετική κατάσταση, το σώμα υποτίθεται ότι νιώθει άνετα. Εάν περνούμε μία επικίνδυνη κατάσταση, το σώμα υποτίθεται ότι θα αντιδράσει με θυμό και φόβο. Οπωσδήποτε τα σώματά μας αντιδρούν ανάλογα μ’ ό,τι σκεπτόμεθα, αλλά όχι μόνο αυτό.
Τα σώματά μας νιώθουν απευθείας την κατάσταση
.

Παράδειγμα:

Συναντάς κάποιον στο δρόμο που τον γνωρίζεις, αλλά δεν τον θυμάσαι. Αυτό είναι κάτι τελείως διαφορετικό από το να δεις έναν τελείως άγνωστο. Αυτό το πρόσωπο σου παρέχει μία πολύ οικεία αίσθηση. Δεν μπορείς να τον «τοποθετήσεις», αλλά το σώμα γνωρίζει ποιός είναι. Και κάτι ακόμη περισσότερο, το σώμα γνωρίζει πώς νιώθει γι’ αυτό το πρόσωπο. Παρ’ όλο που δεν θυμάσαι ποιός είναι, η βιωμένη σου αίσθηση γι’ αυτό το πρόσωπο έχει μία ιδιαίτερη ποιότητα.

Εάν περιέγραφες την βιωμένη σου αίσθηση γι’ αυτό το πρόσωπο, που δεν μπορούσες ν’ αναγνωρίσεις, το πού και πώς το γνωρίζεις, ίσως έλεγες: « Είναι μία αίσθηση κάπως μπερδεμένη, μη καθαρή. Νιώθω κάπως ανήσυχος, σαν να μην έχω πολλά-πολλά με αυτό το πρόσωπο, αλλά υπάρχει και ένα περίεργο συναίσθημα περιέργειας που δεν μοιάζει και τόσο βάσιμη, και χμμ.....». Εάν συνέχιζες και προχωρούσες ενδεχομένως θα εύρισκες περισσότερα, και για το πρόσωπο και για σένα. Παρ’ όλα αυτά ή όλη βιωμένη αίσθηση δεν θα έμπαινε σε λέξεις. Υπάρχει πάντα κάτι περισσότερο απ’ ό,τι λέγεται....

Σ’ αυτό το σημείο οφείλεται να σημειωθεί ότι αυτή η βιωμένη αίσθηση αφορά μοναδικά σ’ αυτό το πρόσωπο. Κάθε άλλο πρόσωπο θα σου έδιδε μία διαφορετική σωματική αίσθηση. Όταν κάποια στιγμή ξαφνικά θυμηθείς ποιό είναι αυτό το πρόσωπο, μπορεί να μείνεις έκπληκτος γιατί όλα αυτά που ένιωσες μέσα από την βιωμένη σου αίσθηση είναι τελείως καινούργια για σένα. Δεν ήξερες ότι ένιωθες έτσι γι’ αυτό το πρόσωπο!

Όμως πώς μπορούμε να το καταλάβουμε αυτό;

  • α) Θεωρούμε ότι τα σώματά μας έχουν τις δικές τους απόψεις για τους ανθρώπους που γνωρίζουμε;
  • β) Και εάν είναι έτσι, γιατί τις κρατούν για εκείνα αντί να τις πουν και σ’ εμάς;

Δύσκολα ν’ απαντηθούν και οι δύο ερωτήσεις. Ίσως η δεύτερη είναι πιο εύκολη. Μπορούμε να πούμε ότι δεν έχουμε συνήθως αυτή την διακριτή σωματική αίσθηση για ανθρώπους και γεγονότα. Μοιάζει να έρχεται ευκολότερα όταν οι συνήθεις λέξεις και σκέψεις ελλείπουν προσωρινά, όταν δεν βρίσκουμε τις λέξεις, ή, όπως στο πριν παράδειγμα, έχουμε ξεχάσει κάτι.

Είναι δύσκολο ν’ εξηγήσουμε πως τα σώματά μας έχουν τις δικές τους απόψεις και πως μερικές φορές μπορούν να γνωρίζουν καλλίτερα και περισσότερο περίτεχνα από ό,τι εμείς γνωρίζουμε. Βασιζόμενοι πάντως στο παράδειγμα της διαίσθησης μπορούμε να εικάσουμε ότι :
Τα σώματά μας σχετίζονται άμεσα με τις καταστάσεις που βιώνουμε.
Οι σωματικά βιωμένες καταστάσεις είναι το κυρίαρχο θέμα σ’ αυτό το σημείο.

Αυτό το είδος βιωμένης διαδικασίας αποδίδεται μερικές φορές στο «ασυνείδητο», παρ’ όλο που αυτή η σωματική αίσθηση είναι βεβαίως συνειδητή. Δεν υπήρχε αυτού του είδους η απ’ ευθείας βιωμένη σωματικά αίσθηση στο ασυνείδητο πριν. Όταν την προσκαλούμε να «έλθει», αισθανόμεθα ότι μορφοποιείται εκείνη την στιγμή. Δεν ήταν ήδη εκεί, εσώτερα... Το μόνο που θα μπορούσε να πει κανείς είναι ότι μορφοποιείται από το «ασυνείδητο».

Κορυφή της σελίδας

Χαρακτηριστικά αυτού του Είδους της Βιωμένης Διαδικασίας

  • 1. Γι’ αυτή τη βιωμένη διαδικασία, κατ’ αρχήν, δεν υπάρχουν λέξεις ή εικόνες, αλλά μία σωματική αίσθηση. Την νιώθει κανείς, παρά ομιλεί για αυτήν, ή την παρακολουθεί οπτικά.
  • 2. Δεν αποδίδεται ανάλογα με τα συνήθη ονόματα, ή τις τρέχουσες κατηγορίες αισθήσεων. Είναι μία μοναδική αίσθηση, σχετική με αυτό το πρόσωπο, ή αυτή την κατάσταση.
  • 3. Παρ’ όλο ότι αυτή η σωματική αίσθηση έρχεται ως ένα συναίσθημα, νιώθουμε ότι εμπεριέχει μία πολυπλοκότητα.

Ας γυρίσουμε στο παράδειγμα με το πρόσωπο που συναντήσαμε στον δρόμο και δεν τον θυμούμεθα. Η σωματική αίσθηση που είχαμε γι’ αυτό το πρόσωπο, εμπεριείχε όλη την παρελθούσα ιστορία μας μ’ αυτό το πρόσωπο και τί ελπίζαμε γι’ αυτό το πρόσωπο. Επίσης εμπεριείχε ό,τι αυτό το πρόσωπο ξυπνούσε σ’ εμάς και μερικά από τα άλυτα προβλήματά μας μαζί του. Επίσης σ’ αυτή τη σωματική αίσθηση ίσως ενείχετο και ο ακριβής τρόπος με τον οποίο σου άρεσε ή δεν σου άρεσε το συγκεκριμένο πρόσωπο και – ενδεχομένως – κάτι ακόμη περισσότερο... Όλα αυτά μαζί είναι που ονομάζουμε «πολυπλοκότητα». Συνήθως μπορείς να φέρεις στην σκέψη σου δύο ή τρία από αυτά, τα περισσότερα ενέχονται εκεί χωρίς να έλθουν στην επιφάνεια. Μία τέτοια σωματική αίσθηση εμπεριέχει μία ενεχόμενη πολυπλοκότητα.

Όταν αναφερόμεθα στην ενεχόμενη πολυπλοκότητα δεν ομιλούμε για ξεχωριστά νήματα ή μέρη. Όταν όμως αυτά εμφανισθούν αργότερα - χωριστά - θεωρούμε ότι ήσαν εκεί με την απλή, ξεχωριστή αίσθηση πού είχαμε απαρχής.
Εκείνο που διακρίνει, το είδος της φυσικής αίσθησης που αναφερόμεθα, είναι ότι εμπεριέχει μία ενεχόμενη πολυπλοκότητα γύρω από το «όλον» αυτού του προσώπου.
Μπορείς να νιώσεις αυτήν την ενεχόμενη πολυπλοκότητα ακόμη και εάν δεν βρεις κανένα ίχνος της, ακόμη και εάν δεν επιτύχεις να την ανοίξεις και εισέλθεις σ’ αυτή. Και όταν ομιλούμε με φράσεις όπως: «να ανοίξουμε και εισέλθουμε», αυτομάτως μεταβάλλουμε αυτήν την σωματικά βιωμένη διαδικασία σε «πόρτα». Εάν την ανοίξουμε και εισέλθουμε μπορούμε να προχωρήσουμε με διαδοχικά βήματα ενδότερα.

Ο καθένας μπορεί να έχει μία βιωμένη αίσθηση – για το κάθε τί – μικρό ή μεγάλο.

Τίποτε δεν είναι τόσο απλό και φανερό που η βιωμένη αίσθηση θα το απέδιδε ως απλό και φανερό. Το κάθε τι βιώνεται μέσα από τα σώματά μας με ένα πολύπλοκο τρόπο, ένα τρόπο μέσω του οποίου μπορούμε να ανοίξουμε και εισέλθουμε σ’ αυτό...

Κορυφή της σελίδας

2. Τα Ανθρώπινα Σώματα σε Σχέση με Αυτά των Φυτών

Ερωτήσεις:

  • α) Πώς το ανθρώπινο σώμα γνωρίζει τις καταστάσεις και μάλιστα περισσότερο πολύπλοκα από ότι γνωρίζουμε εμείς;
  • β) Πώς μπορεί να σχεδιάσει νέους τρόπους δράσης και σκέψης;

Οι εν λόγω ερωτήσεις απαντώνται μέσα από πολύπλοκες φιλοσοφικές θέσεις και ψυχοθεραπευτικές έρευνες. Θα προσπαθήσουμε ν’ αναφερθούμε σ’ αυτές το δυνατόν απλούστερα και εν συντομία...

Στην τρέχουσα φυσιολογία και φιλοσοφία, λανθασμένα το σώμα θεωρείται ότι λαμβάνει τις πληροφορίες του για τον κόσμο μόνο μέσα από τις πέντε αισθήσεις του, κάτι που υποστηρίζεται από αιώνες τώρα. Το πώς το πνεύμα/νους και σώμα σχετίζονται, παραμένει ένα άλυτο πρόβλημα.

Πώς λοιπόν μπορούμε να στοχασθούμε περί αυτό το θέμα? Περί τη σωματική γνώση?

Κορυφή της σελίδας

Το Φυτό δεν Έχει Πέντε Αισθήσεις

Δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν γεύεται.... και όμως τα φυτά εμπεριέχουν τις πληροφορίες για να ζήσουν. Το φυτό ζει από μόνο του, οργανώνει τα επόμενά του βήματα μέσα από την σωματική του διαδικασία και θεσπίζει αυτά τα βήματα, εάν το περιβάλλον του συνεργάζεται στο να το εφοδιάσει με ό,τι αυτό χρειάζεται. Το φυτό λοιπόν έχει τις πληροφορίες για την δική του διαδικασία ζωής μέσα από το χώμα, τον αέρα, το νερό και το φώς. Έχει τις πληροφορίες, ή - θα μπορούσαμε να πούμε - αυτό είναι οι πληροφορίες, αφού το σώμα του φυτού είναι καμωμένο από χώμα, νερό, αέρα και φώς. Παρατηρούμε λοιπόν ότι τα φυτά δεν χρειάζονται τις πέντε αισθήσεις για να ενέχουν αυτές τις πληροφορίες.

Τα σώματα των ζώων εξ’ άλλου εμπεριέχουν/είναι αυτά το είδος των πληροφοριών. Και αυτά επίσης δημιουργούν τους εαυτούς τους από το είδος που τρώγουν και το οξυγόνο που αναπνέουν. Αυτή η σωματική πληροφόρηση επεξεργάζεται ό,τι λαμβάνουν μέσα από τις πέντε αισθήσεις.

Οι πέντε αισθήσεις δεν είναι «ψηφία/μόρια» μέσα από τα οποία έγινε ο κόσμος. Το πιθανότερο είναι:
ό,τι έρχεται μέσα από τις πέντε αισθήσεις φτάνει μέσα στο σώμα του φυτού, όπου εκεί αυτή η πολύπλοκη πληροφορία επεξεργάζεται και τροποποιείται.

Τα ζώα ζουν περισσότερο πολύπλοκες ζωές από ότι τα φυτά. Τα σώματα τους έχουν/είναι τόσες πληροφορίες, όσες έχουν/είναι και τα φυτά. Και αυτά οργανώνουν και θεσπίζουν τον πολύπλοκο τρόπο ζωής τους μέσα από τα σώματά τους. Οι πέντε αισθήσεις δεν αποτελούν τον κόσμο των ζώων. Εκείνο που κάνουν είναι να επεξεργάζονται τις ήδη πολύπλοκες πληροφορίες, της σωματικά βιωμένης ζωής, που το φυτό είναι.

Στους ανθρώπους εξ άλλου, η γλώσσα και η κουλτούρα κατά μεγάλο μέρος επεξεργάζεται τη διαδικασία ζωής και τις πληροφορίες των φυτών-σωμάτων μας.

Γι’ αυτό το δεύτερο σημαντικό θέμα είναι ότι :
Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι η γλωσσολογική και σχετική με καταστάσεις γνώση μας, δεν είναι ιδιαίτερη και ρευστή, αλλά επεξεργασία των ήδη πολύπλοκων φυτο-σωμάτων μας.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το ζων σώμα γνωρίζει (νιώθει, ζει, είναι) τις καταστάσεις του από την εσώτερη πλευρά του.

Αλλά τί είναι μία κατάσταση; Μία κατάσταση δεν είναι ποτέ κάτι το εξωτερικό...

Παράδειγμα:

Μία κλειστή πόρτα. Αυτό δεν θεωρείται ως μία κατάσταση. Δεν θεωρείται κατάσταση κάτι που αφορά εξωτερικά γεγονότα που υπάρχουν εκεί από μόνα τους.

Η κατάσταση δημιουργείται όταν έρχομαι σπίτι και βρίσκω ότι έχω χάσει το κλειδί, ή όταν προσπαθώ να κρατήσω την πόρτα κλειστή όταν 3 άνθρωποι προσπαθούν να την παραβιάσουν, ή όταν είμαι κλειδωμένος και προσπαθώ να βγω έξω.

Η κατάσταση πάντα εμπεριέχει κάποια ζώσα ενότητα, η οποία ευρίσκεται στην διαδικασία οργάνωσης μίας περαιτέρω βιώσιμης πτυχής.

Με άλλα λόγια μπορούμε να πούμε ότι το σώμα γνωρίζει τις καταστάσεις γιατί ζει μέσα από αυτές. Από το σώμα μας προέρχονται οι επόμενες κινήσεις μας...

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Πώς εξηγείται να έχει αγνοηθεί για τόσο μεγάλο διάστημα αυτή η πραγματικότητα;

Η άποψή μας είναι ότι έχει αγνοηθεί γιατί τίποτα από αυτές τις θέσεις δεν είναι κατάλληλες σ’ ένα κόσμο βασιζόμενο καθ’ ολοκληρία στο διάστημα, χρόνο και τις πέντε αισθήσεις. Αυτός είναι ο κόσμος που πρωταρχικά βασίζεται η επιστήμη. Παρ’ όλο που υπήρξε και υπάρχει μεγάλη φιλοσοφική κριτική γι’ αυτό το μοντέλο, μόλις τώρα αναπτύσσουμε ένα βιώσιμο εναλλακτικό μοντέλο.

Κορυφή της σελίδας

Πώς αυτού του Είδους η Βιωματική Διαδικασία Λειτουργεί στην Ψυχοθεραπεία

Στην ψυχοθεραπεία οι άνθρωποι μιλούν για τα προβλήματά τους και λένε ότι έχουν να πουν γι’ αυτά. Κάποια στιγμή φθάνουν στο τέλος των όσων έχουν να πουν. Το πρόβλημα όμως δεν έχει επιλυθεί. Καθένας γνωρίζει ότι υπάρχουν πολύ περισσότερα να ειπωθούν, και όμως δεν ξέρουν τι να πουν... Σιωπή....

Η σιωπή συνήθως κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν άβολα. Νιώθουν την ανάγκη να συνεχίσουν να μιλούν για να βρουν άλλους τρόπους να προσεγγίσουν το θέμα τους. Αν όμως παραμείνουν σιωπηλοί, τότε μόνο μπορεί να στρέψουν την προσοχή τους σ’ αυτό το περισσότερο .... (το επινόημα .... ). Σ’ αυτό το όριο όπου υπάρχει πάντα κάτι περισσότερο, αλλά δεν έχει ακόμη ειπωθεί.

Αυτή η σιωπηλή έρευνα/αναμονή είναι δυνατή μόνον αν εμπιστευθείς ότι υπάρχει κάτι εκεί για να το τσεκάρεις/εξετάσεις... Είναι κάτι εκεί που αισθάνεσαι, αλλά δεν το γνωρίζεις ακόμη. Υπάρχει η αίσθηση ότι είναι σημαντικό, αλλά δεν είναι άμεσα αναγνωρίσιμο. Είναι όμως εκεί...... Αυτό είναι που ονομάζουμε «βιωμένη αίσθηση». Το πρόσωπο μπορεί να έχει μία συζήτηση μ’ αυτό το .... Παρ’ όλο που το πρόσωπο δεν γνωρίζει τί ακριβώς υπάρχει σ’ αυτό το περισσότερο... όταν κάποια στιγμή αναφερθεί σε κάτι τότε μπορεί να αναγνωρίσει (να νιώσει) αν είναι οι κατάλληλες λέξεις που χρησιμοποίησε για να το εκφράσει...

Πώς γνωρίζει όμως ότι δεν είναι οι κατάλληλες λέξεις;

Το γνωρίζει διότι αυτό που ακόμη δεν έχει λεχθεί, (το ...... περισσότερο), δεν ενδίδει σε καμία από τις αναφορές που ήδη έχουν προταθεί. Όταν τελικά κάτι προκύψει από αυτή την αίσθηση, έστω και πολύ μικρό, αυτό που μέχρι τώρα έμοιαζε να μην είναι ενδιαφέρον, μπορεί ν’ αποβεί ιδιαίτερα σημαντικό, διότι μαζί μ’ αυτό η βιωμένη αίσθηση μετακινείται, αναδεύεται, απελευθερώνεται, χαλαρώνει...
Ο ερχομός του δημιούργησε ένα βήμα προς την κατεύθυνση του περισσότερου…

Μέχρι τώρα αναφερόμεθα μόνο στο τί προσπάθειες κάνει το πρόσωπο για να ακούσει αυτό που έρχεται από το ..... περισσότερο. Κι’ όμως αυτή η συζήτηση περιέχει περισσότερα από αυτό. Αυτή η διαδικασία κινείται από βήματα. Ότι προέρχεται από ένα βήμα δεν επιλύει συνήθως τίποτα, όμως αλλάζει κάπως την βιωμένη αίσθηση. Από αυτήν την αλλαγμένη βιωμένη αίσθηση ένα άλλο βήμα έρχεται και ούτως καθεξής.

Στην αρχή όταν κάποιος παραμένει σ’ ένα τέτοιο όριο (edge of awareness), μοιάζει ότι δεν συμβαίνει τίποτα ιδιαίτερο. Φαίνεται ως ένα μη υποσχόμενο τίποτα και μπλοκαρισμένο όριο. Όταν όμως μία βιωμένη αίσθηση παρουσιασθεί, μία αίσθηση του όλου προβλήματος, «όλο αυτό», νιώθει κανείς καλλίτερα, ακόμη και πριν την δημιουργία βημάτων, προερχομένων από αυτή τη βιωμένη αίσθηση.

Από την άλλη πλευρά, όταν τα μικρά καινούργια βήματα έλθουν, μία ελαφρά καινούργια ενέργεια παίρνει τη θέση αυτού που ήταν άκαμπτο πριν, μία αναπνοή, μία αφύπνιση ζωής συνοδεύουν αυτό για το οποίο τώρα μπορούμε να μιλήσουμε.

Ιδιαίτερα χρειάζεται να τονίσουμε ότι εάν κανείς δεν είναι οικείος μ’ αυτά τα μικρά βήματα μπορεί εύκολα να τ’ αγνοήσει και να τα προσπεράσει. Όταν όμως κανείς ακολουθήσει αυτή τη βιωματική διαδικασία, αρχίζει να εκτιμά και να επιδιώκει ο,τιδήποτε μπορεί να φέρει μία ελαφρά βιωμένη αλλαγή στην βιωμένη αίσθηση. Τότε σύντομα το ένα βήμα ακολουθεί το άλλο και τελικά ένα μεγάλο βήμα έρχεται, μία μεγάλη βιωμένη αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο ολόκληρο το σώμα νιώθει την κατάσταση που ευρίσκεται. Και τότε αλλάζει και ο τρόπος που αντιλαμβάνεται την κατάσταση. Τότε η όλη εικόνα αλλάζει.

Αλλά μήπως και η κυρίαρχη αναζήτηση στην ψυχοθεραπεία δεν είναι η αλλαγή; Ν’ αλλάξει η φιλοσοφία μας για την ζωή, ν’ αλλάξει η οπτική γωνία μας του πώς βλέπουμε τα πράγματα...

Για να το επιτύχουμε αυτό, θα πρέπει να αφήσουμε το μέρος που εύχεται και προσμένει αυτή την αλλαγή να σχετισθεί με την βιωμένη αίσθηση του πώς είμεθα τώρα. Τότε νέα και περισσότερο πολύπλοκα μικρά βήματα αλλαγής θα αναδυθούν και θα μας οδηγήσουν όχι σ’ ό,τι έχουμε ήδη σχεδιάσει αλλά σε κάτι πολύ καλλίτερο και περισσότερο περίτεχνα σφυρηλατημένο... Γιατί ό,τι αναδύεται είναι συχνά πολύ πολυπλοκότερο απ’ ό,τι οι συνήθεις προτάσεις πού λέγονται στην ψυχοθεραπεία. Στην ψυχοθεραπεία κανείς χρειάζεται να «στραμπουλίσει» την γλώσσα, χρειάζεται να συνθέσει ποίηση και να μιλάει μέσα από αυτή....

Κορυφή της σελίδας

Το Περισσότερο..... στην Ποίηση

Φαντασθείτε ένα ποιητή στην διαδρομή της γραφής του ενός ποιήματος. Έχει γράψει 6 – 7 γραμμές και μοιάζει ικανοποιημένος. Τώρα τί γίνεται;

Ο ποιητής φαίνεται μάλλον χαμένος και «κολλημένος», ή πιθανότατα υπάρχει εκεί μία ορισμένη βιωμένη αίσθηση, του τί χρειάζεται το ποίημα να εκφράσει περαιτέρω. Καθώς ο ποιητής διαβάζει και ξαναδιαβάζει τις γραμμές που ήδη έχει γράψει, έρχεται κάτι περαιτέρω... Εκεί που οι γραμμές σταματούν, το ποίημα συνεχίζεται, αλλά όχι σε λέξεις. Οι γραμμές σταματούν, αλλά το ποίημα.....

Πολλές φράσεις υποδηλώνονται αλλά δεν ταιριάζουν μ’ αυτό. Μερικές από αυτές είναι ενδιαφέρουσες. Ο ποιητής ακούει αυτές τις προτεινόμενες γραμμές. Γυρίζοντας στους ήδη γραμμένους στοίχους, διερωτάται αν αυτές οι καινούργιες γραμμές μπορούν εδώ να πουν κάτι, σ’ αυτό το σημείο ......., όπου το ατελείωτο ποίημα συνεχίζει.

Οι περισσότερες από αυτές τις γραμμές απορρίπτονται. Παρ’ όλα αυτά πολλές φορές κάποια γραμμή δελεάζει τον ποιητή : «Βάλε αυτή τη γραμμή, είναι καλή – κανείς δεν γνωρίζει ότι δεν εκφράζει αυτό που χρειάζεται εδώ». Ο ποιητής προσπαθεί να πιέσει αυτή την καλή γραμμή στο ....... Αλλά όχι. Το ....... δεν δέχεται αυτή την γραμμή. Αντίθετα συνεχίζει να σχετίζεται με ό,τι εκεί ενέχεται και να παραμένει ξεχωριστό από αυτή την «καλή γραμμή». Επιμένει να παραμένει ανείπωτο, μη εκφρασμένο από αυτή την γραμμή. Ευρίσκεται εκεί, τόσο επακριβώς ενεχόμενο, όσο πριν, ανέγγιχτο από την «καλή νέα γραμμή». ΄Η ακόμη χειρότερα, το ....... νιώθει προσβεβλημένο από την γραμμή. Μαραίνεται, συρρικνώνεται και είναι έτοιμο να εξαφανισθεί, απειλώντας να αφήσει το ποιητή εκτεθειμένο. Γρήγορα: η λανθασμένη γραμμή βγαίνει έξω από τον στοίχο. Γράφεται στο περιθώριο, φυλάσσεται για μια άλλη ημέρα, για ένα άλλο ποίημα ίσως. Αλλά επίσης γρήγορα ο ποιητής ξαναδιαβάζει τις γραμμένες γραμμές και ααα.., ναι-εκεί είναι ξανά: το ......., η βιωμένη αίσθηση του πώς το ποίημα προχωρεί, του πού σταματά...

Το ....... απαιτεί, εξωθεί, επιμένει για κάτι, γνωρίζει, προμηνύει, θέλει, ενέχει ....... – για κάτι τόσο ακριβές, σαν να ήταν ήδη εκεί, σαν να είχε ήδη ειπωθεί, και όμως – χωρίς λέξεις. Το χέρι του ποιητή χειρονομεί, γυρνά στον αέρα. Αυτό το ....... είναι τόσο απαιτητικό, τόσο συγκεκριμένο, περισσότερο ακριβές από ότι όλες οι κοινές φράσεις.

Το ....... δεν είναι προ-λεκτικό. Καταλαβαίνει την γλώσσα, είναι φανερό από το γεγονός ότι ανταποκρίνεται στις προτεινόμενες φράσεις και αναγνωρίζει ότι δεν κάνουν. Το ....... δεν υφίσταται χωρίς λέξεις, αντίθετα είναι γεμάτο από ενεχόμενες λέξεις και από ενεχόμενες καταστάσεις. Ένα μεγάλο μέρος από ιστορία και κουλτούρα ενέχεται σ’ αυτό επίσης. Αλλά αυτό το οποίο θέλει να πει δεν έχει λεχθεί μέχρι τώρα. Το ....... είναι γεμάτο από λέξεις που αγωνίζονται να αποδοθούν σε καινούργιες φράσεις. Οι καινούργιες φράσεις δεν υπάρχουν ακόμη. Και ίσως να μην υπάρξουν ποτέ – το ποίημα μπορεί να παραμείνει ατελείωτο.

Το ποίημα όμως ενέχει κάτι που είναι πιο πολύπλοκο, πιο επακριβώς χαρακτηρισμένο από ο,τιδήποτε έχει ήδη λεχθεί. Τελικά μία συγκεκριμένη φράση προτείνεται. Αυτή τη φορά το ....... δεν εξακολουθεί να εξαρτάται από κάτι άλλο, να ενέχει κάτι διαφορετικό από αυτή την γραμμή. Δεν μαραίνεται, ούτε μαζεύεται, ή εξαφανίζεται. Ρέει μέσα σ’ αυτή τη νέα γραμμή. Η γραμμή το «παίρνει μαζί της», το «μεταφέρει»...

Αλλά και η γραμμή τώρα μιλάει για περισσότερα από ότι το ....... ενείχε. Ο ποιητής θεωρεί ότι αυτή η γραμμή τώρα εκφράζει ότι ενείχε το ......., αλλά αυτό δεν είναι τελείως ακριβές. Η γραμμή επιτρέπει στο ποιητή ν’ ανακαλύψει περισσότερα από ό,τι πριν. Η γραμμή αποκαλύπτει, ανοίγει, εξαπλώνει, αναπτύσσει το ....... Η γραμμή προάγει το ....... περαιτέρω. Το ....... πυροδοτεί την προαγωγική τάση. Καινούργιες γραμμές μπορεί να προέλθουν ομαλά για λίγο, μέχρις ότου υπάρξει ξανά μία ακινητοποίηση. Οπότε ξανά ο ποιητής θα διαβάσει τις ήδη γραμμένες φράσεις, ένα νέο ....... θα παρουσιασθεί, πολλές γραμμές θα αγνοηθούν, και με λίγη τύχη μία καινούργια γραμμή θα πυροδοτήσει την προαγωγική τάση.

Παρατηρείστε ότι η προαγωγική τάση είναι απόλυτα διακριτή από όλες τις άλλες φορές όπου το ....... δεν ενέδιδε.

Βλέπουμε λοιπόν ξανά ότι το σώμα γνωρίζει την κατάσταση, την άποψη που ο ποιητής θέλει να εκφράσει, άλλως δεν θα μπορούσε να γνώριζε τόσο επακριβώς ότι οι προτεινόμενες λέξεις δεν ταιριάζουν.

Το ....... του ποιητή ενεργεί ακριβώς ως οι γραμμές να είχαν ξεχασθεί και τελικά τις θυμήθηκε, μόνο που δεν είναι έτσι. Είναι καινούργιες! Γι’ άλλη μια φορά αναγνωρίζουμε ότι το σώμα ενέχει κάτι καινούργιο.

Χρειάζεται να επαναληφθεί, και σ’ αυτό το σημείο, ότι στην ψυχοθεραπεία πολλές θεωρίες υποστηρίζουν ότι μπορούμε να αναζητήσουμε στην εμπειρία μας ότι μας έχει ήδη τεθεί από το περιβάλλον (από εξωτερικούς παράγοντες). Δεν είναι έτσι. Τα σώματά μας είναι πολύ πιο πολύπλοκα από ο,τιδήποτε έχουμε βιώσει, έχουμε διδαχθεί, ή και από καταστάσεις που έχουμε ζήσει. Ό,τι προέρχεται από τα πολύπλοκα σώματά μας δεν είναι εκεί καταγεγραμμένο. Βιώνεται περαιτέρω!

Οι εμπειρίες του παρελθόντος καθιστούν ένα σημαντικό κομμάτι της περαιτέρω ζωής του καθενός από εμάς. Και ό,τι απορρέει από την βιωμένη αίσθηση είναι επίσης μία περαιτέρω βιωματική διαδικασία. Κάτι καινούργιο και πολύ πιο πολύπλοκο απ’ ό,τι έχουμε ήδη γνωρίσει απορρέει από αυτήν.

Κορυφή της σελίδας

Το ....... (περισσότερο) στη Διαδικασία του Σκέπτεσθαι

Αυτό το ....... (περισσότερο) απαντάται επίσης στα όρια της σκέψης, όταν σκεπτόμεθα με μία αίσθηση ανανέωσης για το κάθε τί. Τα περαιτέρω βήματα της σκέψης ενέχονται και οδηγούνται από την βιωμένη αίσθηση των ορίων της σκέψης, το ....... Και παρ’ όλο που θα μπορούσαμε να προσπεράσουμε αυτό το όριο και να κινηθούμε προς οικείους και ακριβείς τρόπους, όχι, παραμένουμε σ’ αυτό το όριο, προτιμούμε να μείνουμε προσκολλημένοι εκεί. Αγαλλόμεθα να μείνουμε εκεί – Πρωτοπορούμε με το να μένουμε εκεί! Γιατί κάτι καινούργιο θα έλθει εκεί!

Κορυφή της σελίδας

3. Το Σώμα Ενέχει το Επόμενο Σωστό Βήμα του

Στην αυτοβιογραφία του ο Einstein αναφέρει ότι, στα δέκα πέντε χρόνια που εργαζόταν στο έργο, που τελικά τον οδήγησε στη θεωρία της σχετικότητας, ήταν καθοδηγούμενος από μία «αίσθηση» σχετική με την απάντηση που αναζητούσε. Οπωσδήποτε με την έννοια «αίσθηση» δεν αναφερόταν σε κάποια συναισθηματική αντίδραση, αλλά σ’ αυτό το ....... που υποκινούσε (implied) ένα περαιτέρω βήμα το οποίο ήταν δύσκολο να μορφοποιηθεί. Το σώμα μπορεί να υποκινήσει κάτι καινούργιο, αφού έχει αφομοιώσει την γλώσσα και την ανθρωπίνως ραφιναρισμένη γνώση. Το «σώμα» του Einstein είχε βαθύτατη γνώση των μαθηματικών και της φυσικής, αλλά το καινούργιο βήμα δεν προήλθε από τα μαθηματικά και τη φυσική. Καμία θεωρία δεν απέρρευσε από αυτά. Εκεί είναι που δημιουργείται το πρόβλημα. Μετά την αφομοίωση όλου αυτού, το σώμα του προχώρησε να υποκινήσει το επόμενο σωστό βήμα.

Όταν σκεπτόμεθα, επεξεργαζόμεθα - στην διαδικασία της σκέψης - περισσότερα στοιχεία από ό,τι εξωτερικούς παράγοντες και μόνο. Έτσι και ο Einstein μπορούσε να κερδίσει γνώση, πέρα από ό,τι μόνο τα μαθηματικά και η φυσική μπορούσαν να του προσφέρουν.

Ας εξετάσουμε τώρα πώς το σώμα δεν ενέχει μόνο το ....... (περισσότερο), αλλά και το σωστό επόμενο βήμα. Και σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή ή έννοια του «σωστού» αφορά στην έννοια της ηθικής, αλλά μ’ ένα πολύπλοκο τρόπο. Ως γνωστόν το σώμα μπορεί εξ άλλου να καταστεί εξαρτημένο από τον τρόπο που συνήθως εκείνο εκφράζεται και έτσι ανατρέπει/υπονομεύει την υποκίνηση του σωστού επόμενου βήματος. Επίσης δεν παύει να υπάρχει και μία απ’ ευθείας αίσθηση του λάθους, της νοσηρότητας. Υπάρχουν πολλές ανάλογες επιπλοκές που αξίζει κανείς να μελετήσει, γιατί γνωρίζοντάς τες αφήνεται περισσότερος χώρος για την αποτελεσματική υποκίνηση του σωστού επόμενου βήματος. Δεν θα δώσουμε όμως περισσότερο χρόνο σ’ αυτές τις επιπλοκές, αλλά θα παραμείνουμε στην προσπάθεια κατανόησης της υποκίνησης του επόμενου σωστού βήματος.

Για ν’ αντιληφθούμε περί τίνος ομιλούμε όταν αναφερόμεθα στο «σωστό», χρειάζεται ν’ αναφερθούμε σε σαφείς το δυνατόν περιπτώσεις, ως κατωτέρω:

Κάθε ζων σώμα ενέχει τα επόμενα βήματα της διαδικασίας της ζωής του. Το φυτό ενέχει την παρουσία του ήλιου, και γι’ αυτό ενέχει την διαδικασία της φωτοσύνθεσης με τον ήλιο.

Επιστήμονες της ηθολογίας* ανεκάλυψαν ότι σύνθετες συμπεριφορές, όπως χοροί ζευγαρώματος, κτίσιμο φωλιάς, και αναζήτηση τροφής είναι κληρονομικές. Το ζων σώμα των ζώων είναι που υποκινεί το επόμενο σωστό βήμα αυτής της σύνθετης διαδικασίας ζωής.

Το σώμα-φυτό μιας γάτας ενέχει μία ολόκληρη ομάδα επιπρόσθετων πολυπλοκοτήτων. Όταν π.χ. λιμοκτονεί, το σώμα της την υποκινεί να πάρει την στάση του να καθίσει μπροστά σε μία τρύπα στο έδαφος.

Το σώμα της ενέχει αφ’ ενός την πληροφορία ότι κάτι θα έλθει από την τρύπα, και αφ’ ετέρου μία σειρά από σύνθετα πηδήματα. Το σώμα της γάτας επίσης μπορεί να υπονοεί καινοτομικά επόμενα βήματα, όταν το συνηθισμένο επόμενο βήμα της δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί εξ αιτίας των καινούργιων καταστάσεων. Το σώμα της μπορεί να μάθει καινούργιες εξ ολοκλήρου καταστάσεις και ακόμη μπορεί να ενέχει και το άνοιγμα του παραθύρου για να βγει έξω από το σπίτι. Μερικές φορές μπορεί ακόμη και ν’ ανοίξει το παράθυρο.

Τα ανθρώπινα-φυτά-σώματά μας είτε όταν οδηγούμε αυτοκίνητο, ή πετούμε μ’ αεροπλάνο, έχουν αφομοιώσει τις λεπτομέρειες που μπορούν να υποκινήσουν το επόμενο σωστό βήμα, πού τώρα είναι καινούργιο και πολυπλοκότερο απ’ όταν αρχικά το μάθαμε. Από την άλλη πλευρά, βεβαίως αυτά τα ανθρώπινα-φυτά-σώματά μας έχουν πολλές ελλείψεις. Ο Einstein π.χ. χωρίς όλη αυτή τη γνώση των μαθηματικών και φυσικής δεν θα είχε υποκινήσει αυτό το επόμενο βήμα που απέδωσε. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι, αφού είχε την γνώση, τότε ένιωσε το επόμενο βήμα. Το σώμα του ενείχε το επόμενο βήμα. Αυτή η ενεχόμενη διαδικασία τον οδήγησε στο να εφεύρει καινούργιες λεπτομέρειες, καινούργιες διακρίσεις που τελικά θέσπισαν το επόμενο βήμα του. Το σώμα αθροίζει λοιπόν τις καταστάσεις του και τότε υποκινεί το επόμενο βήμα.

Κορυφή της σελίδας

Σωματικά Προερχόμενες Καταστάσεις

Δεν μπορούμε απλά να επιβάλλουμε θεληματικά τον οργασμό, τον ύπνο, τα δάκρυα. Για να φέρουμε τα δάκρυα χρειάζεται ένα λυπηρό γεγονός. Ίσως τότε τα δάκρυα θα έλθουν. Ίσως και όχι. Δεν μπορούμε επίσης να προσκαλέσουμε τον ύπνο. Μπορεί να ξαπλώσουμε και να προσπαθήσουμε να σκεπτόμεθα. Συνήθως περιμένουμε ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα έλθει. Το ίδιο συμβαίνει με τις λέξεις. Όταν όλα πάνε καλά, ξεκινούμε να μιλούμε και οι σωστές λέξεις μας συνοδεύουν. Αλλά αν δεν έλθουν, τί μπορούμε να κάνουμε; Περιμένουμε μέχρι να έλθουν.

* Ηθολογία:

η επιστημονική μελέτη της συμπεριφοράς των ζώων Το ίδιο συμβαίνει με τις καινούργιες σκέψεις. Χαιρόμεθα, αφού τις έχουμε πει, αλλά δεν αντιλαμβανόμεθα την διαδικασία επιλογής τους. Όταν επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να πάμε πίσω – όπως ο ποιητής που διαβάζει τις ήδη γραμμένες γραμμές, παραμένουμε εκεί, όπου οι παλιές ιδέες σταματούν, ελπίζοντας στο ....., που θα ενέχει αυτό το περισσότερο απ’ ό,τι έχουμε σκεφθεί έως τώρα. Εάν δεν έλθει δεν μπορούμε να το κατασκευάσουμε εμείς. Ο ερχομός του βιώνεται μόνο μέσα από το σώμα.
Κορυφή της σελίδας

Το ....... (περισσότερο) σε Καταστάσεις Σύγχυσης

Η δημιουργία είναι απαραίτητη στη ζωή μας. Δεν χαρακτηρίζεται πλέον ως μία ιδιαίτερη επιδεξιότητα για ειδικά επαγγέλματα μόνο.

Στην εποχή μας δεν θα τα καταφέρναμε να απολαύσουμε την ημέρα μας εάν ακολουθούσαμε μόνο κανόνες, ρόλους, και συνήθειες που έχουμε από καιρού διδαχθεί.

Περιέργως πως δεν μπορούμε να κάνουμε όμως χωρίς αυτές τις παλιές συνήθειες, γι’ αυτό και χρειάζεται να τις τροποποιήσουμε και επεξεργασθούμε, γιατί οι περισσότερες από τις καταστάσεις που βιώνουμε τώρα είναι πολύ πολύπλοκες και μερικές φορές μοναδικές.

Στην καθημερινότητά μας με τους ανθρώπους στην δουλειά, ή και του στενού περιβάλλοντός μας, ευρισκόμεθα απέναντι σε καταστάσεις τις οποίες δεν μπορούμε ν’ αντιμετωπίσουμε, με τον συνήθη τρόπο που μέχρι σήμερα γνωρίζαμε. Χρειάζεται να επινοήσουμε ένα καινούργιο τρόπο για να προχωρήσουμε.

Η κοινωνία έχει αποβεί περισσότερο πολύπλοκη από τις συνήθειες και τις αρχές που διδάσκει.

Οι περισσότεροι σχολιαστές της σημερινής κοινωνίας αδυνατούν να δουν αυτήν την αυξανόμενη πολυπλοκότητά της. Το μόνο που βλέπουν είναι η κατάρρευση των παλαιών προτύπων και οι παγίδες και απώλειες που προκαλούνται από αυτήν την κατάρρευση. Οι εν λόγω κριτές θεωρούν ότι χωρίς τα κοινωνικά πρότυπα θα υπάρχει μόνο διαταραχή στην κοινωνία. Έτσι λοιπόν οι τρέχουσες δυσκολίες μας, επαληθεύουν ακριβώς αυτά που οι κριτές θα περίμεναν. Οι άνθρωποι έπαψαν να υποστηρίζουν πια κοινωνικά οριζόμενες ταυτότητες εργασίας. Ο γάμος έπαψε να είναι ιερός. Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων δεν διαρκούν. Οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν πώς ν’ αντιμετωπίσουν ποικίλες καταστάσεις στη ζωή τους. Τα παλιά πρότυπα κάλυπταν όλες αυτές τις ανάγκες, και οι κριτές συνεχίζουν να θεωρούν ότι μόνο εξωτερικά επιβαλλόμενα πρότυπα μπορούν να ικανοποιήσουν αυτές τις ανάγκες.

Η κατάρρευση των παλαιών προτύπων στην πραγματικότητα προκαλείται από μία νέα εξέλιξη, που μόλις έχει ξεκινήσει. Δεν είναι όμως απλώς μία απώλεια και μία κατάρρευση, αλλά και ένα άνοιγμα σε μία περαιτέρω εξέλιξη. Ο Gendlin προσπαθεί να δείξει από πού προήλθε το τρέχον στάδιο και πώς τώρα εισέρχεται σ’ ένα απώτερο στάδιο Αυτό το απώτερο στάδιο μπορεί να φέρει καινούργιες παγίδες, αλλά κινείται πέραν από τα τρέχοντα στάδια. Ξετυλίγει έναν ολοκαίνουργιο νέο τρόπο διαδικασίας ζωής.

Το είδος της βιωματικής διαδικασίας, το οποίο επισημαίνει, έχει να παίξει ένα κεντρικό ρόλο στην διαδικασία μετακίνησης στο απώτερο στάδιο.

Αληθεύει ωστόσο, ότι η κατάρρευση αυτών των συμπαγών κοινωνικών συνηθειών μπορεί να μας αφήσει ένα κενό. Όταν οι παλιές και οικείες επίσημες έννοιες, των κοινωνικών μας διασυνδέσεων, χάσουν την δύναμή τους, μπορεί για ένα χρονικό διάστημα να μην βρεθεί κάτι να τις αντικαταστήσει. Και τότε ίσως βρεθούμε σε απόλυτη αδυναμία διότι οι παλιοί πειθαρχημένοι τρόποι ζωής τώρα φαντάζουν άστοχοι. Όταν τα «ανώτερα» κίνητρα μας εγκαταλείπουν, τείνουμε να πέσουμε στα κατώτερα... ή χάνουμε εντελώς το γνήσιο κίνητρό μας. Τότε λοιπόν έχουμε πολύ λιγότερα ν’ ασχοληθούμε από ό,τι οι παλιές οδηγίες εξασφάλιζαν.

Ας στρέψουμε την προσοχή μας σοβαρά και προσεκτικά σ’ αυτό. Δεν είναι αλήθεια ότι τουλάχιστον μερικές φορές είναι σωστό για εμάς να μην θεσπίσουμε μία από τις παλιές φόρμουλες; Αναμφισβήτητα μερικές φορές απορρίπτουμε τις παλιές φόρμουλες γιατί είναι ευκολότερο. Μικραίνουμε τον πήχη, επιχειρούμε να μικρύνουμε τον πήχη. Μερικές φορές επίσης δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό που έχουμε μάθει, διότι νιώθουμε κάτι περισσότερο σε μία κατάσταση, απ’ ό,τι οι παλιές φόρμουλες μπορούν να ικανοποιήσουν.

Σε μία δύσκολη κατάσταση, εάν δεν μπορούμε να ενεργήσουμε με έναν εύκολο και συνήθη τρόπο, και εάν δεν επινοήσουμε γρήγορα ένα καινούργιο τρόπο, τί μας συμβαίνει και πώς νιώθουμε; Σύγχυση, ματαίωση, ίσως. Μπορεί να παραμείνουμε «κολλημένοι»... Αλλά τί είναι αυτό πού μας υπαγορεύει ότι οι συνήθεις ενέργειες και φράσεις δεν μας κάνουν, ή δεν είναι αυτό που χρειαζόμεθα τώρα; Εάν ερωτήσουμε τον εαυτό μας, και παράλληλα στρέψουμε την προσοχή μας απευθείας σ’ αυτό που μας σταματά, ίσως βρούμε ότι έχουμε ένα ..... (περισσότερο) εκεί, μία αίσθηση του τί χρειάζεται, του τί θα λειτουργούσε, εάν μπορούσαμε να το επινοήσουμε φυσικά.

Όταν δεν γνωρίζουμε τί να κάνουμε, νιώθουμε περισσότερα απ’ ό,τι μπορούμε να εκφράσουμε. Από την στιγμή που στρέφουμε την προσοχή μας απευθείας σ’ αυτό που νιώθουμε, είναι κάτι σαν διαίσθηση: το ..... γνωρίζει περισσότερα απ’ ό,τι μπορούμε να πούμε ή κάνουμε. Όπως ο Einstein, έχουμε μία «αίσθηση», μία ασαφή αίσθηση για την επίλυση που επιζητούμε. Αυτή η αίσθηση είναι ικανή να μας κάνει να απορρίψουμε όλους τους υπάρχοντες τρόπους, παρ’ όλο που η καινούργια ενέργεια, που θα προάγει αυτό το περισσότερο σε δράση, δεν υπάρχει ακόμη.

Από το ....... μπορούμε, ή όχι, να σχεδιάσουμε το επόμενο βήμα δράσης που χρειαζόμεθα. Μπορεί αυτό το βήμα να μην έλθει, παρά μετά από αρκετό χρόνο, ίσως και καθόλου. Αλλά είναι πιθανότερο να επινοήσουμε έναν ανάλογο καινούργιο τρόπο, εάν κατ’ αρχήν έχουμε μία σωματικά βιωμένη αίσθηση αυτού που χρειαζόμεθα, και μπορέσουμε τελικά να στρέψουμε την προσοχή μας προς αυτή τη βιωμένη αίσθηση, που ενέχει και μπορεί να μορφοποιήσει τρόπους, που μέχρι τώρα δεν έχουν σχηματισθεί.

Για παράδειγμα:

Όταν λειτουργώ σε κάποια περίπτωση σαν πατέρας, μπορεί να ανακαλέσω το τί θα έκανε ο πατέρας μου σε μία ανάλογη περίπτωση. Σαφώς θέλω να διαφοροποιηθώ από εκείνον σε κάποιες πτυχές, αλλά δεν μπορώ να κάνω ούτε αυτό που έκανε και μου άρεσε. Δεν θα ήταν αποτελεσματικό. Τα σύγχρονα παιδιά είναι διαφορετικά απ’ ότι είμεθα εμείς κάποτε. Δεν είναι έτσι; Αλλά μου αρέσει το πώς είναι τα παιδιά μου. Τα έχω ενθαρρύνει να γίνουν διαφορετικά από εμένα. Το θέμα είναι ότι υπάρχει κάτι περισσότερο σ’ αυτή την κατάσταση που πρέπει να προωθηθεί μ’ ένα τρόπο που δεν μπορώ να σκεφθώ ευκρινώς τώρα. Μόνο εάν στρέψω την προσοχή μου σ’ αυτό που με σταματά, τότε ίσως μπορέσω να αισθανθώ αυτό το περισσότερο.

Τί θα έλεγα εάν μιλούσα από αυτό το ....... ? Εάν κάποιος μ’ άκουγε, ίσως θα είχα να πω πολλά. Θα μπορούσα να πω ότι μπορώ να πω γι’ αυτό. Ίσως θα έλεγα ότι γνωρίζω την συνήθη συμβουλή που μου δίδουν. Θα μπορούσα να συζητήσω για το πώς είναι τα παιδιά μου. Θα μπορούσα να εξιστορήσω τί προσπάθειες έχω ήδη κάνει και τί ακριβώς έχει συμβεί. Αλλά αφού τα έχω πει όλα αυτά, που μπορούσα να πω, ακόμη θα παρέμενα με το δίλημμα. Μετά την εξιστόρηση όλων αυτών, θα υπήρχε ακόμη εκεί το «....» - αυτή η αίσθηση του περισσότερου από ό,τι μπορεί να λεχθεί, η αίσθηση του τί θα μπορούσε να είναι το σωστό που θα όφειλα να κάνω, εάν μπορούσα να την μορφοποιήσω. Το «.....» είναι η αίσθησή μου για το περισσότερο μίας πορείας, που χρειάζεται για να κινητοποιηθεί η προαγωγική τάση.

Ελληνικό Κέντρο Focusing

Κορυφή της σελίδας

see

Κείμενα

Κορυφή της σελίδας
Κειμένο1: «Το συναίσθημα στην Προσωποκεντρική και Focusing-βιωματική Ψυχοθεραπεία»
Κειμενο2: Παρουσίαση:«Το συναίσθημα στην Προσωποκεντρική και Focusing-βιωματική Ψυχοθεραπεία»
Κειμενο3: Παρουσίαση: «Focusing και όνειρα - μια πρακτική προσέγγιση»
Κειμενο4: Παρουσίαση: «Ψυχοσωματικοί Πόνοι: Η θεραπευτική διαδικασία τους, σύμφωνα με την Προσωποκεντρική & Focusing Βιωματική Ψυχοθεραπεία»
Κειμενο5: Παρουσίαση: «Ένα σύννεφο που βρέχει λέξεις: γλωσσολογική ανάγνωση της διαδικασίας συμβολοποίησης»

Κείμενο1:

«Το συναίσθημα στην Προσωποκεντρική και Focusing-βιωματική Ψυχοθεραπεία»

5η Ημερίδα ΕΕΨΕ - 31η Μαΐου 2008

Εισηγητές: Α. Καραλή – Π. Ζαρογιάννης

Κείμενο1: Α μέρος

Α. Το συναίσθημα στην Προσωποκεντρική Ψυχοθεραπεία

Εισηγητής: Παύλος Ζαρογιάννης

Εισαγωγικά

Κορυφή της σελίδας

Το θέμα της ημερίδας μας προτείνει, μας υποβάλει και μας παρακινεί να εστιαστούμε στο ρόλο του συναισθήματος στην Ψυχοθεραπεία και να προβληματιστούμε πάνω σε αυτό. Κάτι τέτοιο είναι βέβαια επιστημονικά σωστό, ακαδημαϊκά εφικτό και συνάδει με την κυρίαρχη παράδοση που επικρατεί στη Δύση εδώ και αιώνες. Μια παράδοση, τα θεμέλια της οποίας έθεσε ο φιλόσοφος Rene Descartes με την περίφημη ρήση του: «σκέφτομαι, άρα υπάρχω». Η ρήση αυτή άσκησε μεγάλη, καθοριστική επιρροή στη φιλοσοφία και συνέβαλε στη διαμόρφωση της κυρίαρχης κοσμοαντίληψης στην Ευρώπη. Παράλληλα προσδιόρισε και την επικρατούσα εικόνα για τον άνθρωπο με αρχική συνέπεια τη διχοτόμηση του σε πνεύμα και σώμα και την σαφή υπεροχή του πνεύματος, της σκέψης, της λογικής. Σ’αυτήν την διχοτόμηση βασίστηκε και ο Διαφωτισμός και προχώρησε στην ανακήρυξη της λογικής σε υπέρτατη αξία, υποβαθμίζοντας παράλληλα την αξία του σώματος και βέβαια του συναισθήματος. Υπακούοντας στην κυρίαρχη ιδεολογία του ορθολογισμού οι ανθρωπιστικές επιστήμες με τη σειρά τους έδωσαν και αυτές για πολλά χρόνια το προβάδισμα στην λογική και τις γνωστικές λειτουργίες, υποτιμώντας και υποβαθμίζοντας το συναίσθημα. Βέβαια κατά καιρούς υπήρξαν αντιδράσεις και αμφισβητήσεις (Ρομαντισμός, διάφορα κινήματα στην Τέχνη όπως εξπρεσιονισμός, σουρεαλισμός, μεμονωμένοι φιλόσοφοι), αλλά μόλις τα τελευταία χρόνια αρχίζει το συναίσθημα να γίνεται όλο και περισσότερο αντικείμενο έρευνας στον ευρύτερο επιστημονικό χώρο και την ψυχολογία. Το «σκέφτομαι, άρα υπάρχω» εξακολουθεί να επικρατεί, αλλά δεν αποτελεί πλέον τη μια και μοναδική αλήθεια. Δίπλα από αυτό στέκεται πια το «νιώθω, άρα υπάρχω» του Damasio, όπως και το «όλα νιώθουν» του νέου βιολόγου Weber.

Το συναίσθημα στην Προσωποκεντρική Ψυχοθεραπεία

Κορυφή της σελίδας

Στα πλαίσια της Προσωποκεντρικής Προσέγγισης και της φιλοσοφίας της μια σαφής διαφοροποίηση ανάμεσα στο συναίσθημα και σε άλλες διαστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως την εμπειρία, το βίωμα, την κατανόηση, την λογική επεξεργασία δεν υφίσταται, δεν θα έπρεπε να υφίσταται, αλλιώς τεμαχίζουμε τον ανθρώπινο σε επιμέρους ενότητες, ανολοκλήρωτες και ασύνδετες μεταξύ τους. Γι’αυτό θέλουμε εξαρχής να επισημάνουμε, ότι δεν μπορούμε να αναφερθούμε ‘στο συναίσθημα’ ως μια διάσταση της ανθρώπινης εμπειρίας ξεχωριστά από τις υπόλοιπες με τις οποίες αυτό σχετίζεται, αν και θα αναγκαστούμε να το κάνουμε. Το συναίσθημα δεν υπάρχει πέρα και ξέχωρα από την συμπεριφορά, το νόημα, την κατανόηση, την έκφραση, την γλώσσα, την σκέψη, την λογική, την αντίληψη, την μνήμη. Όλα αυτά βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση, ορίζουν, καθορίζουν και συνδιαμορφώνουν το ένα το άλλο.

Γενικά μπορούμε να πούμε, ότι το συναίσθημα, ότι τα συναισθήματα παίζουν θεμελιώδη, ουσιαστικό και πολύπλευρο ρόλο:

    δομικός (στη βάση της αυτοεικόνας)
    φαινομενολογικός (συνοδεύει τη συμπεριφορά, 6η θέση)
    σημειωτικός (υποδηλώνει ψυχολογική διαταραχή)
    αιτιολογικός (στη βάση της ασυμφωνίας)
    θεραπευτικός (οι 3 συνθήκες, κυρίως αυθεντικότητα και το κλίμα)
σε όλες τις διαστάσεις της Προσωποκεντρικής Ψυχοθεραπείας:
    αυτή του πελάτη (δομικός, αιτιολογικός, σημειωτικός, φαινομενολογικός, θεραπευτικός)
    αυτή του θεραπευτή (φαινομενολογικός, θεραπευτικός-διορθωτικός)
    αυτή της θεραπευτικής σχέσης (θεραπευτικός)

Ειδικότερα:

1) ως προς τον πελάτη

Κορυφή της σελίδας

Δομικά:

Στη βάση ανάπτυξης της δομής του εαυτού και της αυτοεικόνας βρίσκονται τα συναισθήματα, εφόσον «οι εμπειρίες, οι οποίες διαμορφώνουν τον πυρήνα της δομής του εαυτού είναι συναισθηματικές» (Biermann-Ratjen, 1998: 111), με την έννοια ότι συνδέονται άμεσα με την ανάγκη για θετική αποδοχή από το περιβάλλον και με το κατά πόσο αυτή η ανάγκη έχει ικανοποιηθεί ή όχι. Η άνευ όρων αποδοχή από τον Άλλο αφήνει ένα αίσθημα ικανοποίησης, αναγνώρισης, αγάπης, σιγουριάς, ασφάλειας, εμπιστοσύνης, αυτοαξίας και αυτοπεποίθησης και οδηγεί σε ολοκληρωμένη και πλήρη εικόνα του εαυτού.

Αντίθετα η αποδοχή με όρους δημιουργεί σύγχυση, αίσθημα απόρριψης, ανασφάλειας, μειωμένη αυτοαξία και αυτοπεποίθηση, οδηγεί σε μονόπλευρη ανάπτυξη, σε διαστρεβλώσεις ή/και σε συναισθηματικές καθηλώσεις καθώς και σε τραυματισμένη αυτοεικόνα.

Είναι η συναισθηματική αλληλεπίδραση αυτή που διαμορφώνει και καθορίζει συνεπώς την δομή του εαυτού! (Biermann-Ratjen, 1998: 115) Με αυτή την έννοια τα συναισθήματα είναι δομικά στοιχεία της αυτοεικόνας μας, της ταυτότητας μας.

Άλλωστε τα συναισθήματα είναι αυτά, μέσα από τα οποία έχουμε πρόσβαση στον εαυτό μας. Ενώ η εξωτερική πραγματικότητα μετασχηματίζεται σε εμπειρία μέσα από τις πέντε αισθήσεις, η εσωτερική πραγματικότητα, η επίγνωση δηλαδή του εαυτού μας επιτυγχάνεται μέσα από τα άμεσα συναισθήματα μας. Η συναισθηματική εμπειρία είναι αυτή που οδηγεί σε εμπειρία εαυτού (Biermann-Ratjen, 1998: 107-108).

Φαινομενολογικά:

1) Τα συναισθήματα θεωρούνται αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης, εφόσον συνοδεύουν και διευκολύνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά και επομένως συνοδεύουν, διευκολύνουν, αναστέλλουν ή δυσχεραίνουν την τάση πραγμάτωσης.

Στην 6η θέση για την θεωρία Προσωπικότητας ο Rogers γράφει: «Το συναίσθημα συνοδεύει και γενικότερα διευκολύνει κάθε τέτοια σκόπιμη συμπεριφορά (…προσπάθεια του οργανισμού να ικανοποιεί τις ανάγκες του έτσι όπως τις βιώνει στο αντιληπτικό του πεδίο) …» (Rogers, 1951: 492-493) και (Μπρούζος, 2004: 160)

Στη συνέχεια ο Rogers διαφοροποιεί τα συναισθήματα σε 2 κατηγορίες, σε δυσάρεστα και ευχάριστα: μια εμφανιζόμενη ανάγκη βγάζει τον οργανισμό από την κατάσταση της ομοιόστασης, την οποία συνεχώς επιδιώκει. Δημιουργείται ένταση, η οποία βιώνεται ως ένα δυσάρεστο συναίσθημα και ο οργανισμός αναπτύσσει την ανάλογη συμπεριφορά για να ικανοποιήσει την ανάγκη του. Όταν αυτό επιτυγχάνεται, η ένταση καθώς και άλλα συναισθήματα (αγωνία, φόβος,…) φεύγουν και στη θέση τους εμφανίζονται ευχάριστα συναισθήματα.

Πάντως τα λεγόμενα δυσάρεστα συναισθήματα έχουν θετική διάσταση, εφόσον ‘αναγκάζουν’ τον οργανισμό να επικεντρωθεί στο στόχο, στην ικανοποίηση της ανάγκης (π.χ. ο φόβος που οδηγεί στην αποφυγή κινδύνου).

Επίσης η ένταση της συναισθηματικής αντίδρασης εξαρτάται από το κατά πόσο η συμπεριφορά συμβάλει ή όχι στην διατήρηση και ενδυνάμωση του οργανισμού (η προσπάθεια αποφυγής ενός αυτοκινήτου συνοδεύεται από έντονο συναίσθημα φόβου και αγωνίας).

2) Επιπρόσθετα τα συναισθήματα έχουν προσωπικό, υποκειμενικό νόημα και αυτό είναι το σημαντικό, αν όχι πολλές φορές το ζητούμενο στην θεραπεία (Rogers, 1959: 198)

Είναι ακριβώς αυτός ο βιωματικός, φαινομενολογικός ορισμός των συναισθημάτων που αποτελεί τη βάση για την ενσυναισθητική κατανόηση του εσωτερικού πλαισίου αναφοράς του άλλου.

Σημειωτικά:

Σε πολλές προσεγγίσεις, έτσι και στην Προσωποκεντρική τα συναισθήματα συνδέονται τόσο με την ψυχική διαταραχή, όσο και με την ψυχική υγεία. Στην πρώτη περίπτωση κυριαρχούν τα ‘αρνητικά’ και δυσάρεστα συναισθήματα, στη δεύτερη τα ‘θετικά’ και ευχάριστα.

Στη βάση της ψυχολογικής διαταραχής ή δυσ-προσαρμοστικότητας βρίσκεται σύμφωνα με την Προσωποκεντρική Προσέγγιση η ασυμφωνία ανάμεσα στον Εαυτό και τις Εμπειρίες του. Ο οργανισμός προσπαθεί να αποφύγει την ασυμφωνία κινητοποιώντας αμυντικούς μηχανισμούς. Όταν οι αμυντικοί μηχανισμοί αποτυγχάνουν, η επίγνωση της ασυμφωνίας προκαλεί αισθήματα δυσφορίας, πίεσης και άγχους και είναι αυτά τα συναισθήματα συνήθως με τα οποία έρχεται ο πελάτης για θεραπεία. (Rogers, 1951: )

Με την έννοια αυτή τα έκδηλα συναισθήματα υποδηλούν την υποβόσκουσα ψυχολογική διαταραχή.

Αιτιολογικά:

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στη βάση της ψυχολογικής διαταραχής ή δυσ-προσαρμοστικότητας βρίσκεται σύμφωνα με την Προσωποκεντρική Προσέγγιση η ασυμφωνία ανάμεσα στον Εαυτό και τις Εμπειρίες του.

Η έννοια της εμπειρίας είναι πλατιά και περιλαμβάνει σαφώς και τις συναισθη-ματικές εμπειρίες που νιώθει κάποιος σε μια δεδομένη στιγμή. Συναισθήματα που δεν συμφωνούν με την εικόνα που έχει κάποιος για τον εαυτό του που μπορούν να γίνουν αποδεκτά, δεν μπορούν να συμβολοποιηθούν κατάλληλα, βιώνονται ως απειλητικά και είτε διαστρεβλώνονται, είτε αρνούνται. Εάν αυτά επιμένουν και οι αμυντικοί μηχανισμοί δεν καταφέρνουν να επιτύχουν το στόχο τους, τότε η ασυμφωνία ανάμεσα στην αυτοεικόνα και τα συναισθήματα γίνεται όλο και πιο βασανιστική και βιώνεται ως πίεση, δυσφορία, άγχος. Τα συναισθήματα βιώνονται ως ξένα και απειλητικά (Rogers, 1951: 203).

Θεραπευτικά:

1) Ως προς τον πελάτη

Μπορεί τα συναισθήματα να κατέχουν κεντρικό ρόλο στην Προσωποκεντρική Προσέγγιση, αλλά σίγουρα όχι αποκλειστικό. Η θεραπευτική διεργασία στην οποία σιγά-σιγά εισέρχεται ο πελάτης απευθύνεται και στοχεύει στο συνολικότερο βίωμα του που περιλαμβάνει τον εναρμονισμό των οργανισμικών (αισθητηριακών, σπλα-χνικών) του εμπειριών με τα συναισθήματα του, με την νοητική του επεξεργασία, το προσωπικό νόημα που αποδίδει σε αυτά και την αντίληψη που έχει για τον εαυτό του.
Η αρμονική σύνθεση όλων αυτών των επιμέρους παραμέτρων οδηγεί στην κατάλληλη συμβολοποίηση και αποδοχή ολόκληρου του βιώματος. Ο πελάτης δεν χρειάζεται πια να το τεμαχίσει ή να το διαστρεβλώσει. Είναι πλέον σε θέση να το αποδεχτεί και αν το ενσωματώσει στην αντίληψη που έχει για τον εαυτό του διευρύνοντας το εσωτερικό του πλαίσιο αναφοράς.

Η έννοια της συμβολοποίησης στην Προσωποκεντρική Προσέγγιση είναι ένας γενικότερος και πιο σύνθετος όρος από ότι η συνειδητοποίηση ή η επίγνωση. Η συμβολοποίηση εμπεριέχει πολλές διαστάσεις και αποτελεί σύνθεση σκέψης και συναισθήματος, εμπειρίας και νοήματος, θέλησης, κινήτρων και στόχων.
Στο τέλος της θεραπευτικής διαδικασίας ο πελάτης μπορεί να εφαρμόσει αυτή τη διεργασία, αυτή τη δημιουργική σύνθεση σε κάθε νέα εμπειρία, μπορεί να συνδεθεί άμεσα και απρόσκοπτα με την συνεχή ροή των εμπειριών του πραγματώνοντας έτσι, στο βαθμό που του επιτρέπεται, τις δυνατότητες του.
Συνοψίζοντας θα μπορούσε να περιγράψει κανείς την προσωποκεντρική θεραπεία ως μια πορεία από την άκαμπτη ή δύσκαμπτη δομή στην ευκαμψία και την ευελιξία της δομής του εαυτού, από την ακινησία στην ροή και την διαδικασία (Μπρούζος, 2004: ).
Αυτή ακριβώς την ροή προσπάθησε να αποτυπώσει και ο Rogers περιγράφοντας τη θεραπευτική διαδικασία σαν ένα συνεχές με επτά στάδια και δίνοντας στο συναίσθημα μια σημαντική, καθοριστική θέση: « Η ποιότητα αλλαγής» (Μπρούζος, 2004: 154). Σύντομα όμως εξέφρασε τις αμφιβολίες του και την ανάγκη για βελτίωση και αναθεώρηση, τονίζοντας ότι αυτό «ίσως να αποτελεί μόνο ένα θεωρητικό μοντέλο» (Μπρούζος, 2004: 154).

2) Ως προς τον θεραπευτή

Κορυφή της σελίδας

Οι 3 αναγκαίες και επαρκείς θεραπευτικές συνθήκες, τις οποίες καλείται να πραγματώσει ο θεραπευτής στη σχέση του με τον πελάτη, η ενσυναίσθηση, η άνευ όρων αποδοχή και η αυθεντικότητα-γνησιότητα, έχουν και αυτές στη βάση τους με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο το συναίσθημα, είτε με την μορφή του συν-αισθάνεσθαι στην ενσυναίσθηση, είτε με την μορφή του αισθάνεσθαι στη αυθεντικότητα.

Τα συναισθήματα του προσωποκεντρικού ψυχοθεραπευτή βέβαια δεν είναι αυτοσκοπός.
Στην περίπτωση της ενσυναίσθησης είναι ο δείκτης για τον θεραπευτή, για το πώς νιώθει ο πελάτης του τη δεδομένη στιγμή. Αυτό καλείται να επικοινωνήσει μαζί του με έναν απλό και εύληπτο τρόπο, για να κατανοήσει ο πελάτης τι συμβολοποιεί και πως, τι αποδέχεται και τι απορρίπτει, τι διαστρεβλώνει και τι αρνείται.
Στην περίπτωση της αυθεντικότητας είναι ένας δείκτης για το πώς νιώθει ο ίδιος ο θεραπευτής στη σχέση του με τον πελάτη του, ποια συναισθήματα του ανακινούνται. Το μέλημα του θεραπευτή εδώ δεν είναι μόνο η απλή αναγνώριση και έκφραση αυτών των συναισθημάτων, αλλά η θεραπευτική τους χρησιμοποίηση προς όφελος του πελάτη, με στόχο να κατανοήσει ο τελευταίος ποια συναισθήματα προκαλεί στον Άλλο, πως σχετίζεται με τους άλλους.
Παράλληλα δε αποτελούν αστείρευτο υλικό για την εποπτεία του θεραπευτή.

3) ως προς την θεραπευτική σχέση

Κορυφή της σελίδας

Ο προσωποκεντρικός ψυχοθεραπευτής ενσαρκώνοντας τις 3 θεραπευτικές συνθήκες προσφέρει στον πελάτη του ένα διορθωτικό μοντέλο σχέσης μέσα σε ένα κλίμα κατανόησης, εμπιστοσύνης, σεβασμού, αποδοχής, ασφάλειας, αμοιβαιότητας και οικειότητας.
Ερωτικά ή/και επιθετικά συναισθήματα του πελάτη προς τον θεραπευτή δεν κατέχουν στην Προσωποκεντρική Προσέγγιση μια εξέχουσα ή ιδιαίτερη θέση. Στη περίπτωση που εμφανιστούν τέτοια συναισθήματα ο προσωποκεντρικός θεραπευτής καλείται να τα επεξεργαστεί και μόνος του στην εποπτεία του και στην σχέση του με τον πελάτη του, ως ένα αναπόσπαστο μέρος του συνολικότερου βιώματος του πελάτη του, το οποίο μπορεί με την κατάλληλη επεξεργασία να συμβάλει στην προαγωγή της προσωπικής του ανάπτυξης.

Επισημάνσεις:

Κορυφή της σελίδας

1) Τα συναισθήματα μπορεί να παίζουν θεμελιώδη και ουσιαστικό ρόλο στη Προσωποκεντρική Ψυχοθεραπεία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν το μοναδικό και αποκλειστικό πεδίο ενασχόλησης της. Αυτό θα ήταν μια επίσης μονόπλευρη οπτική, η οποία δεν συνάδει με την φιλοσοφία της Προσωποκεντρικής Προσέγγισης, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται όλος ο άνθρωπος με το συνολικότερο βίωμα του.

Όπως ήδη έχουμε αναφέρει ο ίδιος ο Rogers επισημαίνει, ότι αυτό που ενδιαφέρει, είναι η «συναισθηματικά χρωματισμένη εμπειρία μαζί με το υποκειμενικό νόημα που έχει» (Rogers, 1959: , επίσης Mearns, 2000: 75-76).

2) Επίσης αν τα συναισθήματα ήταν το μοναδικό και αποκλειστικό πεδίο ενασχόλησης της Προσωποκεντρικής Ψυχοθεραπείας, τότε η Προσωποκεντρική Ψυχοθεραπεία θα ήταν απλά μια θεραπεία συναισθημάτων ή μια συναισθηματική θεραπεία, κατά την οποία ο πελάτης προκειμένου να αναπτυχθεί και να θεραπευτεί, θα καλείτο να ανακαλύψει, να εκφράσει και να εκτονώσει κάποια ξεχασμένα, αρνημένα ή διαστρεβλωμένα συναισθήματα (Mearns, 2000: 201).

Απαραίτητη όμως για την προσωπική ανάπτυξη και θεραπεία είναι επίσης η διεργασία και η επεξεργασία των συναισθημάτων, η οποία θα οδηγήσει τελικά στο να αποδοθεί στα συναισθήματα η σωστή τους θέση και προοπτική στο συνολικότερο βίωμα.

Είναι σχεδόν αυτονόητο, ότι αυτό ισχύει και για την αυθεντικότητα του θεραπευτή και τις προϋποθέσεις έκφραση της

3) Συνεπώς η ‘ενσυναίσθηση’ του Προσωποκεντρικού Θεραπευτή δεν περιορίζεται, όπως παρεξηγημένα έχει διατυπωθεί, στην αντανάκλαση μόνο των συναισθημάτων του πελάτη, αλλά αναφέρεται στο συνολικότερο βίωμα του, στον τρόπο με το οποίο βιώνει τον κόσμο και τον εαυτό του. Αυτό περιλαμβάνει βεβαίως τα συναισθήματα του, την συναισθηματική ατμόσφαιρα, η οποία περιβάλει τα λόγια του, αλλά δεν εξαντλείται σ’αυτά.

4) Ο Rogers και η Προσωποκεντρική Προσέγγιση σε ότι αφορά τα συναισθήματα παραμένουν κλασικοί, με την έννοια, ότι τα συναισθήματα θεωρούνται συγκεκριμένες ενότητες που ενυπάρχουν μέσα μας ήδη σαφώς διαφοροποιημένες και ανεξάρτητες που περιμένουν από εμάς να τις ανακαλύψουμε. Είναι δηλαδή ήδη κάπου εκεί με συγκεκριμένη, ξεχωριστή, δομημένη μορφή κρυμμένα ή απωθημένα ή και διαστρεβλωμένα.

Από αυτή την θεώρηση άποψη διαφοροποιείται ο Gendlin, ο οποίος θεωρεί, ότι τα συναισθήματα δεν προϋπάρχουν μέσα μας, αλλά δημιουργούνται πάντα εκ νέου καθώς στρέφουμε τη προσοχή μας στο βίωμα μας. Τα συναισθήματα είναι μια διάσταση του συνολικότερου, αδιαφοροποίητου, προλεκτικού, προεννοιολογικού βιώματος μας, τα οποία μπορούμε να ονοματίσουμε και να διαφοροποιήσουμε, όταν εστιαστούμε στο βίωμα μας και προσπαθήσουμε να το αποκωδικοποιήσουμε και να το εκφράσουμε.

Έτσι περνάμε από μια σχετικά στατική θεώρηση σε μια πιο δυναμική και διαδικαστική.

Ο Gendlin εισάγει επιπρόσθετα στην Προσωποκεντρική Προσέγγιση τις έννοιες της ενσώματης ύπαρξης, του βιωμένου σώματος που πριν από όλα είναι αυτό που φέρει το βίωμα και άρα αυτό, στο οποίο καλούμαστε να στρέψουμε τη προσοχή μας, για να αποκαταστήσουμε τη σχέση μας με το βίωμα μας.

Παραρτήματα

Κορυφή της σελίδας

Ι. Θέσεις

Max Pages

Ο Γάλλος προσωποκεντρικός ψυχολόγος και φιλόσοφος Max Pages προτείνει μια ενδιαφέρουσα οπτική για τα συναισθήματα. Σύμφωνα με αυτόν τα συναισθήματα δεν είναι ούτε επιφαινόμενα, ούτε δευτερεύοντα στοιχεία που επακολουθούν, αλλά πρωταρχικά και υπαρξιακά.
Η θέση του αυτή φαίνεται καθαρά στο πεδίο των σχέσεων: δεν έχουμε πρώτα σχέση με κάποιον και μετά συναισθήματα γι’αυτόν. Σχέση και συναίσθημα είναι αλληλένδετα και βιώνονται ταυτόχρονα. Με άλλα λόγια συναίσθημα είναι η βιωμένη σχέση με τον Άλλο και σχέση είναι το βιωμένο συναίσθημα για τον Άλλο, όλα αυτά που νιώθω γι’αυτόν.
Η σχέση και το συναίσθημα βιώνονται πάντα άμεσα στο παρόν, στο κάθε Εδώ και Τώρα.

Andreas Weber

Σύμφωνα με μια νέα βιολογία, την «οικολογική βιολογία», που αναπτύσσεται παράλληλα με την κυρίαρχη βιολογική επιστήμη, δεν είναι η λογική, η νοητική επεξεργασία το τελευταίο, ανώτατο όριο ανάμεσα σε ότι ζει και στα αντικείμενα, αλλά τα συναισθήματα (Weber, 2007: 62).
Τα συναισθήματα είναι αυτά που αξιολογούν μια κατάσταση, επειδή «συναίσθημα είναι ο τρόπος με τον οποίο βιώνεται υποκειμενικό νόημα» (Weber, 2007: 61). Επίσης: «υποκειμενικό νόημα είναι το συναίσθημα. Η ζωή είναι συναίσθημα. Ένα κύτταρο είναι μια αίσθηση που έχει πάρει μορφή. Το να νιώθεις, είναι η άμεση αίσθηση του ότι ζεις» (Weber, 2007: 61).
Και σε ένα άλλο σημείο αναφέρει παραπέμποντας στον ποιητή Coleridge, ότι η φύση είναι συναίσθημα που έχει πάρει μορφή.

Heidegger

Η έννοια της διάθεσης, της «Befindlichkeit», του πως βρίσκομαι στον κόσμο και πως τον βιώνω ‘συναισθηματικά’, με το σώμα μου και τις αισθήσεις μου.

Νέα Φαινομενολογία

Σύμφωνα με την ‘Νέα Φαινομενολογία’ του Hermann Schmitz τα συναισθήματα είναι ρέουσες ατμόσφαιρες που κινούνται στο χώρο, αλλά χωρίς συγκεκριμένο τόπο και οι οποίες ατμόσφαιρες μας συναντούν, μας βρίσκουν.

ΙΙ. Σειρά εμφάνισης και επεξεργασίας των συναισθημάτων κατά G. Stumm

αρχικά: υπερηφάνεια, ενοχές, ντροπή.
Λιγότερο ξεκάθαρο συναίσθημα, όπως αίσθημα κατωτερότητας, αδυναμίας, κοροϊδίας μετά: ανασφάλεια, αβεβαιότητα απειλή, φόβος
φόβος για συναισθήματα όπως σύγχυση, κενό, πόνος, απελπισία, οργή, θυμός, μίσος, επιθυμία
επιθυμία για τρυφερότητα, οικειότητα, κοντινότητα, δόσιμο, ζεστασιά φόβος κατακλυσμού, απώλειας ελέγχου νοσταλγία, λύπη, θλίψη
παραίτηση από ένα ιδεώδες, από ένα ιδεατό πρόσωπο, από μια ιδεατή κατάσταση απώλεια, έλλειψη, χωρισμός, αποχωρισμός θλίψη, πένθος για την εγκατάλειψη, για την έλλειψη, για το αναπόφευκτο, το άπιαστο, το ακατόρθωτο ψέμα, απάτη, πίκρα, θυμός, πόνος
→ οι γυναίκες αντιδρούν με κατάθλιψη
→ οι άντρες με άρνηση και δράση
πένθος και χαρά μαζί: χαρμολύπη
αποχωρισμός από ιδεώδη μαζί με συμφιλίωση, ανακούφιση, παρηγοριά
θυμός, επιθετικότητα, αντίδραση, διαφοροποίηση: αυτά τα συναισθήματα γίνονται πιο εύκολα αποδεκτά
τέλος: συναισθήματα αγάπης, δοσίματος, επιθυμία, ίσως με ντροπή μαζί

see

Κείμενο1: Β μέρος

Β. Το συναίσθημα στη Focusing – Βιωματική Ψυχοθεραπεία

Εισηγήτρια: Άννα Καραλή

Κορυφή της σελίδας

Ο Ευγένιος Gendlin διετύπωσε την προσέγγισή του στην ψυχοθεραπεία, βασιζόμενος στην φαινομενολογική, και υπαρξιακή φιλοσοφία καθώς και στην Ροτζεριανή ψυχοθεραπεία.

Το μοντέλο της σκέψης του Gendlin δεν ακολούθησε τις περισσότερες από τις θεωρίες Προσωπικότητας που αναφέρονται στην απώθηση (repression) στο ασυνείδητο.

Αντί να χρησιμοποιήσει αυτό το παράδειγμα, της απώθησης (repression) και να δεί την βιωμένη αίσθηση ως μία απεικόνηση ή συμβολοποίηση απωθημένων, όχι συνειδητοποιημένων καταστάσεων, ο Gendlin αντιλαμβάνεται την βιωμένη αίσθηση (bodily felt sense) ως ύπαρξη. Μία αίσθηση «από ζώσες καταστάσεις» μία Befindlichkeit “«διάθεση»” ή «πώς βρίσκουμε τους εαυτούς μας», όπως περίτεχνα έχει επεξεργασθεί την φιλοσοφία του Heidegger. Αυτή η αίσθηση του να ζεί κανείς μέσα από τις καταστάσεις που βιώνει, αποφέρει μία συνεχή συνειδητότητα των ενεχομένων (implicit) και διευκολύνει την δημιουργία νέων βαθμίδων/βημάτων τρόπου ζωής.

Η λειτουργία της ομιλίας αλληλεπιδρά με την βιωμένη αίσθηση (zig-zag process) και μπορεί να πυροδοτήσει την προαγωγική τάση στην κατεύθυνση αυτού του ενεχόμενου υλικού, έτσι ώστε να μορφοποιηθούν καινούργιες πληροφορίες και η εμπειρία ν’ αλλάξει... Γι’ αυτόν τον λόγο η εμπειρία δεν είναι στατική, για τον Gendlin, αλλά μία διαδικασία, γι’ αυτό και ο όρος «experiencing” και όχι «experience”

Η κεντρική θέση λοιπόν του όλου έργου του Gendlin, αυτό της φιλοσοφίας και της ψυχολογίας μαζί, στηρίζεται στη βιωματική διαδικασία... Τα πρόσωπα γι’ αυτόν είναι αληλλεπιδράσεις/βιωματικές διαδικασίες

Πριν ακόμη έχουμε σαφείς λέξεις, ιδέες, θεωρήσεις, ή άλλα σύμβολα, αντιλαμβανόμεθα το τώρα ενστικτωδώς (viscerally) μέσα απο την βιωματική μας διαδικασία.

Οι ανθρώπινες υπάρξεις δεν είναι τα πολύπλοκα κληρονομημένα χαρακτηριστικά τους, δεν είναι ορισμοί. Οι ανθρώπινες υπάρξεις είναι οι βιωματικές τους διαδικασίες!

***

Κορυφή της σελίδας

Ποιά τα κεντρικά χαρακτηριστικά λοιπόν αυτών των βιωματικών διαδικασιών, κατά τον Gendlin:

H βιωματική διαδικασία, είναι σωματικά βιωμένη (bodily felt) και όχι καταννοημένη, ή συνειδητοποιημένη, ή εκπεφρασμένη μέσα από λέξεις.
Είναι υπαρκτή, ζώσα εμπειρία, και όχι λογική σύνθεση, αφηρημένη έννοια, ή γενίκευση περί την εμπειρία. Προϋπάρχει των αρxών/αξιωμάτων (concepts).
Είναι εσωτερικά διαφορήσιμη (απόκλιση μεταξύ συναφών εννοιών) – δηλαδή διάφορες θέσεις/αρχές μπορούν να επινοηθούν από αυτήν και γι’ αυτό διάφορα λεξιλόγια μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την έκφρασή της/ περιγραφή της. Αυτό επιβεβαιώνει τον πλούτο/την αυθονία της ενεχόμενης (implicit) ιδιότητά της.
Με αυτό το «ενεχόμενο» (implicit) εκφράζεται αυτό που ο Gendlin ονομάζει «το περισσότερο» (the more...) κάθε βιωματικής διαδικασίας που μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταστεί σαφές. Αυτό που τελικά μπορεί να γίνει αντικείμενο απ’ ευθείας αναφοράς, εάν κανείς στρέψει την προσοχή του εσωτερικά και «εναρμονισθεί μ’ αυτό», «το παρατηρήσει...», «το ακούσει...» και τελικά το συμβολοποιήσει, οπότε και γίνεται σαφές...

Όταν επιτύχω αυτή την άμεση σχέση με την βιωματική μου διαδικασία, τότε βρίσκω την βιωμένη μου αίσθηση (felt sense), έναν όρο που επιννόησε ο Gendlin. Η βιωμένη αίσθηση βιώνεται σωματικά, ενέχει «αφθονία από καταστάσεις, προβλήματα ή αντιλήψεις ζωής». Είναι η «ολιστική, ενεχόμενη σωματική αίσθηση μίας πολύπλοκης κατάστασης».
Για τον Gendlin η βιωμένη αίσθηση είναι αποφασιστική στην ψυχοθεραπεία. Η ψυχοθεραπεία αρχίζει, γι’ αυτόν, όταν πραγματοποιείται αυτή η άμεση σχέση του πελάτη με την βιωμένη αίσθηση του προβλήματος, του θέματος, της κατάστασης, ή υπόθεσης επάνω στην οποία εργάζεται.
Με το να παραμένει στην βιωμένη αίσθηση και να βρίσκει ένα σύμβολο που της ταιριάζει, η βιωμένη αίσθηση αναπτύσσει τα νοήματά της και αλλάζει. Γι’ αυτήν την αλλαγή ο Gendlin επιννόησε έναν άλλο όρο το felt shift (βιωμένη αλλαγή). Η βιωμένη αλλαγή αναφέρεται στην αίσθηση της θεραπευτικής αλλαγής που πραγματικά συμβαίνει.

***

Κορυφή της σελίδας

Η Focusing Βιωματική Ψυχοθεραπεία χαρακτηρίζεται από μία σειρά βημάτων για την εύρεση των βιωμένων αισθήσεων, για την φιλική στάση προς αυτές, για τον ακριβή συμβολισμό τους και τέλος για την αίσθηση των βιωμένων αλλαγών...

Για να επιτύχει η θεραπεία, σύμφωνα μ’ αυτή την άποψη, ο πελάτης χρειάζεται να κάνει επαφή με την βιωματική του διαδικασία.
Η βιωμένη διάσταση είναι συνεχώς παρούσα στην Focusing Βιωματική Ψυχοθεραπεία. «Η αληθινή ψυχοθεραπεία αρχίζει στο σημείο πού ο πελάτης προχωρεί πέρα από την διανόηση και παραμένει σε μία άμεση, παρούσα βιωματική διαδικασία των προβλημάτων του». Τότε ο θεραπευτής ανταποκρίνεται στον πελάτη του με αυτό που ο Gendlin ονομάζει (experiential response) βιωματική ανταπόκριση, που σημαίνει ότι η ανταπόκριση του θεραπευτή κατευθύνει τον πελάτη στην βιωματική του διαδικασία...

Και σ’ αυτό το σημείο ας επεξεργασθούμε μία case study για να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε εκ του σύννεγυς πώς εργάζεται ένας Focusing βιωματικός θεραπευτής...

Case study:

Κορυφή της σελίδας

Η Χριστίνα συναντά τον θεραπευτή της, και παραπονείται ότι σε σχέση με την ακαδημαϊκή της ενασχόληση νιώθει εξαιρετικά πιεσμένη. Σκέπτεται δέ, για να μειώσει αυτή την αίσθηση πίεσης, να τελειώσει μία σχέση που έχει και της απορροφά πολύ ενέργεια. Ομως είναι τό τέλος της πανεπιστημιακής της περιόδου και ο θεραπευτής της νιώθει ότι είναι κάπως περίεργο να θέσει ένα τέρμα στην σχέση τώρα μια και θα μπορούσε - με την λήξη της εξεταστικής περιόδου - να αφιερώσει περισσότερο χρόνο σ’ αυτήν. Το αναφέρει αυτό στην Χριστίνα, η οποία συμφωνεί ότι πράγματι είναι περίεργο το να θέλει να το κάνει αυτή την συγκεκριμένη περίοδο. Από την άλλη πλευρά όμως νιώθει ιδιαίτερα φοβισμένη, από την πίεση που της προξενεί η σχέση. Φοβάται να συνεχισθεί αυτή η σχέση...
Ο θεραπευτής προσκαλεί την Χριστίνα να εστιασθεί σ’ αυτή την δυσάρεστη αίσθηση πίεσης για λίγο, και την ενθαρρύνει να μιλήσει για τις ιδέες και τις σκέψεις που έρχονται στο μυαλό της, σε σχέση μ’ αυτή. Μετά από λίγο έρχεται στο προσκήνιο ότι τελευταία έχουν συμβεί αρκετά στη Χριστίνα, παρόλο σύντομα γεγονότα, μέσα από τα οποία ένιωσε μάλλον ανασφαλής στην σχέση, όπως στιγμές που ένιωσε ζήλεια, παρ’ όλον καθόλα παράλογα... Φθάνει δε ν’ αναγνωρίσει ότι αυτή η δυσάρεστη αίσθηση, που βιώνει, ενέχει ανησυχία για το τέλος της σχέσης από τον σύντροφό της και αυτό την οδηγεί στην αίσθηση του να το κάνει αυτή πρώτη.

***

Σχόλια:

Κορυφή της σελίδας

Εδώ κατ’ αρχήν παρατηρούμε ότι, ενώ η Χριστίνα ήταν «σωστή» ως προς την έκφραση του συναισθήματος, χαρακτηρίζοντάς το σαν κάποιο είδος ανησυχίας, είχε παρερμηνεύσει την φύση της ανησυχίας. Ηταν το είδος της ανησυχίας που συνεπάγεται ζήλεια, και φόβο απόρριψης, παρά ανησυχία που προέρχεται από έλλειψη χρόνου.

Αναλυτικώτερα, εδώ έχουμε μία κατάσταση και ένα συναίσθημα γι’ αυτήν την κατάσταση. Το συναίσθημα (το οποίο αρχικά παρουσιάσθηκε με το: «είμαι πολύ πιεσμένη») αφορά στο πώς η Χριστίνα ένιωθε την όλη κατάσταση, το πώς ήταν καταχωρημένη σ’ αυτήν. Εάν στρέψει όμως πιό προσεκτικά την προσοχή της σ’ αυτό το συναίσθημα, πιθανώτατα θα μπορέσει να νιώσει αυτήν την δυσάρεστη αίσθηση πίεσης κάπου σωματικά - στο στήθος ή στο στομάχι της (διαδικασία εστίασης).

Η κατάσταση της Χριστίνας, όπως κάθε ανθρώπινη κατάσταση, είναι αόριστα πολύπλοκη. Υπάρχουν εκεί ευρύτατα θέματα: όπως η ακαδημαϊκή της ζωή, οι λόγοι που έχουν σχέση με την μεταπτυχιακή της δουλειά, η σχέση της με τον συντροφό της, και ό,τι άλλο συμβαίνει μεταξύ όλων αυτών. Για τα συγκεκριμμένα θέματα πάντως, υπάρχουν και λεπτομέρειες χωρίς τέλος, όπως τό τί σκέπτονται και πώς νιώθουν οι γονείς της για τον σύντροφό της, πώς θέλει να σχετίζεται με τους γονείς της καί πολλά άλλα...

Ολα αυτά ενέχονται σε μεγάλο βαθμό στην κατάστασή της – κανονικά δεν θα μπορούσε ν’ αρθρώσει μεγάλο μέρος από αυτά, και θα ήταν αδύνατον να μιλήσει καθαρά για όλο αυτό...

Ωστόσο, η κατάσταση είναι εκεί ως ένα όλον (whole), και μπορεί κανείς να την αισθανθεί πλήρως. Οταν ο θεραπευτής, μέσα από την βιωματική του ανταπόκριση (experiential response), αναφέρθηκε σ’ αυτή την περίεργη αίσθηση για την όλη κατάσταση, η Χριστίνα έστρεψε εσώτερα την προσοχή της σ’ αυτην την αίσθηση της όλης κατάστασης.
Στην αρχή, μιά τέτοια αίσθηση (της όλης κατάστασης) πιθανώτατα δεν υπήρχε. Η Χριστίνα κατ’ αρχήν μπορεί να είχε διάφορες ιδέες και συναισθήματα γύρω από τις εξετάσεις της, το τέλος του εξαμήνου, τον χρόνο που η σχέση της απορροφά, και όλα αυτά μαζί μέ μία σειρά από ακαθόριστες εντάσεις και ανησυχίες.
Υπάρχει λοιπόν εδώ μία ροή βιωματικής διαδικασίας, μία ροή συνειδητότητας, αλλά όχι μία βιωμένη αίσθηση της όλης κατάστασης. Εν τούτοις, όταν μεταφέρει την προσοχή της σ’ ό,τι η βιωματική ανταπόκριση του θεραπευτή της ανέφερε, μία βιωμένη αίσθηση θα μπορούσε πιθανώτατα να μορφοποιηθεί.

Τί υπάρχει «εκεί» λοιπόν ...

Υπάρχει η «αίσθηση πίεσης», αλλά νιώθει ότι υπάρχει ακόμα και κάτι περισσότερο (the more….) γύρω από αυτή την αίσθηση. Η Χριστίνα μεταφέρει την προσοχή της σ’ όλο αυτό, το νιώθει ως ένα όλον, και τότε καινούργιες ιδέες και συναισθήματα αναδύονται, συναισθήματα γύρω από την ανασφάλειά της και την ζήλεια, που την οδηγούν στην σκέψη «Χρειάζεται να τελειώσει αυτή η υπόθεση, πριν το κάνει εκείνος».
Σ’ αυτό το συγκεκριμμένο σημείο της αναγνώρισης θα νιώσει κάποια ανακούφιση/ χαλάρωση. Αυτή την ανακούφιση την νιώθει κανείς σωματικά. Τώρα η Χριστίνα δεν νιώθει πλέον μπλοκαρισμένη – ο ερχομός της αίσθησης της ζήλειας, παρ’όλο καθόλου ευχάριστη, διευκόλυνε την προαγωγική της τάση (carrying forward). H κατάστασή της τώρα είναι - και την νιώθει - διαφορετική... Μία καινούργια βιωμένη αίσθηση μορφοποιείται, η οποία εστιάζεται στις λέξεις « Χρειάζεται να μιλήσω με τον σύντροφό μου ».
Θα μπορούσαμε εδώ ενδεχομένως να θέσουμε την εξής θεωρητική ερώτηση:
«Γιατί επήλθε αυτή η αλλαγή όταν έστρεψε την προσοχή της στην βιωματική της διαδικασία?».

Ας θυμηθούμε την περίπτωση από την αρχή:
Ξεκίνησε από ένα μπλοκαρισμένο σημείο, απ’ όπου δεν ήταν καθόλου καθαρό το πώς θα μπορούσε να πυροδοτηθεί η προαγωγική της τάση (κάτι ανάλογο με την τάση πραγμάτωσης του Rogers).
Ποιό ήταν ακριβώς το επόμενό της βήμα?
Εκείνο που έκανε ήταν να προσπαθήσει να μορφοποιήσει, ή συμβολοποιήσει την βιωματική της διαδικασία με διαφόρους τρόπους.

Ενας από αυτούς τους τρόπους ήταν το: «Δεν έχω χρόνο γι’ αυτήν την σχέση». Αλλά τίποτε δεν συνέβη. Παρ’ όλο που μπορεί απολύτως αυθεντικά να θεώρησε ότι αυτό ήταν αλήθεια... τίποτε όμως δεν μετακινήθηκε...

Με την γλώσσα του Gendlin, αυτή η μορφοποιήση/συμβολοποίηση δεν διευκολύνει την προάγωγική της τάση.

Αντίθετα, με την βιωμένη αίσθηση της κατάστασης υπάρχει εκεί μία ένταση, η οποία υποδηλώνει ότι υπάρχει κάτι εκεί, αλλά ακόμη δεν έχει μορφοποιηθεί, δεν είναι σαφές.

Η Χριστίνα, καθώς παραμένει σ’ αυτό το μπλοκαρισμένο σημείο, θυμάται καταστάσεις της ζωής της οι οποίες συνδέονται με τον πρόβλημα, και διάφοροι τρόποι μορφοποίησης, γι’ αυτό το κάτι, παρουσιάζονται, που όμως κανείς από αυτούς τους τρόπους δεν έχουν την ανάλογη αίσθηση αυτού που εκείνη νιώθει. Δηλαδή αυτές οι μορφοποιήσεις δεν της λένε τίποτα...

Στην συνέχεια, συνδέει την κατάσταση με το: «Δεν θέλω πραγματικά αυτή την σχέση», αλλά ούτε κι’ αυτό ταιριάζει. Ούτε το: «Ναι... χρειάζομαι μία αλλαγή». Οταν όμως φθάνει στο: «Χρειάζεται να το τελειώσω πρίν το κάνει εκείνος» ξαφνικά παρουσιάζεται μία έκρηξη συναισθήματος. Η βιωματική της διαδικασία αλλάζει δραματικά. Εντελώς καινούργιες εικόνες έρχονται σ’ αυτήν – αυτός να μιλά με την πρώην σύντροφό του χθές το βράδυ, η οδύνη της γι’ αυτό το γεγονός, αυτή να προσπαθεί να καλύψει αυτόν τον πόνο. Τότε αποφένεται: «Νιώθω ζήλεια και ανασφάλεια». Ολο αυτό απορρέει από την συμβολοποίηση «Χρειάζεται να το τελειώσω πρίν το κάνει εκείνος».

Αυτή η μορφοποίηση δεν ήταν σαφής μέχρι τώρα, αλλά μπορούμε να πούμε ότι ενέχετο (implied) όλη αυτή την περίοδο του μπλοκαρίσματός της. Υπήρχε κάτι εκεί όλη αυτή την περίοδο το οποίο ενείχε (implied) αυτή την μορφοποίηση. Από την στιγμή που η σκέψη ανταποκρίθηκε (zig-zag process) σταμάτησε να ενέχεται και μορφοποιήθηκε, έγινε σαφής (explicit) γι’ αυτό και η ένταση υποχώρησε.

Εάν ερωτήσουμε τώρα από πού προήλθε η αλλαγή, θα επιχειρούσαμε να απαντήσουμε ως εξής:

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι προήλθε από το «ενεχόμενο» υπόβαθρο του συναισθήματος, που υποδηλωνόταν σ’ αυτήν την αίσθηση του μπλοκαρίσματος. Ομως χρειάζεται να σημειωθεί ότι αυτό το «ενεχόμενο» κάτι ήταν απ’ αρχής εκεί. Εκείνο που την μετακίνησε - την προήγαγε στην γλώσσα του Gendlin – ήταν η σκέψη (zig-zag process): «Χρειάζεται να το τελειώσω πρίν το κάνει εκείνος». Εάν δεν είχε καθρεπτίσει με ακρίβεια αυτήν την σκέψη πιθανώτατα τίποτα το ιδιαίτερο δεν θα είχε συμβεί. Η ιδέα αυτή εν μέρει προϋπήρχε στο ρεπερτόριο της. Δηλαδή, ήταν εξοικοιωμένη με την ιδέα ότι κάποιος τελειώνει την σχέση του πρίν ο σύντροφός του το κάνει. Ισως να το είχε παρακολουθήσει να συμβεί σε κάποια φίλη, ή είχε διαβάσει κάτι ανάλογο σε μία νουβέλα. Ισως ακόμη κάποια φίλη είχε βρεθεί σε μία παρόμοια κατάσταση και η ίδια της είχε προτείνει αυτήν την δυνατότητα: «Ισως να το έκανες εσύ, να τελειώσεις αυτή την σχέση, πρίν το κάνει εκείνος». Συνεπώς, μεταξύ όλων αυτών των πιθανών προοπτικών, σχετικά με το πρόβλημά της, υπήρχε εκεί και αυτή η προοπτική.

Οταν λοιπόν παρέμεινε με τα συναισθήματά της και έδωσε χρόνο για την μορφοποίηση μιάς βιωμένης αίσθησης, επιτρέποντας ποικίλες μορφοποιήσεις να συμβούν, αυτή η μία (του «χρειάζεται να το τελειώσω πριν το κάνει εκείνος») ήταν που ώθησε την προαγωγική της τάση, και ό,τι μέχρι τώρα ενείχετο έγινε σαφές (explicit). Και σ’ αυτό το σημείο σημειώσατε ότι με το που λέμε ότι αυτή η μορφοποίηση/ συμβολοποίηση ήταν η «σωστή», δεν εννοούμε ότι αυτή η συμβολοποίηση «ταίριαζε» σε μία σαφή αίσθηση που ήδη ήταν εκεί. Η θεώρηση του Gendlin είναι ότι τα σύμβολα δεν εναρμονίζονται ή απεικονίζουν εμπειρίες, αλλά μεταβάλλουν/μετατρέπουν εμπειρίες μ’ ένα ιδιαίτερο τρόπο.

Πρίν την συμβολοποίησή της, η βιωματική διαδικασία ουσιαστικά είχε μία «ενεχόμενη» (implicit) αίσθηση, μία ένταση, μία ποιότητα ενός κάτι που φαινόταν ότι θα επακολουθήσει...
Η Χριστίνα είχει αυτή την αίσθηση... Παράλληλα, διάφορες σκέψεις την πολιορκούσαν, αλλά δεν άλλαζαν την βιωματική της διαδικασία... Παρέμενε όπως ήταν... μπλοκαρισμένη. Κάποια στιγμή όμως έρχεται η σκέψη «ότι χρειάζεται νά τελειώσει την σχέση πρίν το κάνει εκείνος» και τότε η ένταση, η αίσθηση αυτού που φαινόταν ότι θα συμβεί, δεν είναι πιά εκεί. Οχι επειδή αγνοείτο, ή είχε κατασταλεί, αλλά διότι ό,τι ήταν εκεί και ώφειλε να έλθει, ήλθε...

Η «σωστή» συμβολοποίηση της αίσθησης της βιωμένης εμπειρίας της (felt experiencing) είναι μία μορφοποίηση η οποία πυροδότησε την προαγωγική της τάση...
Την προήγαγε διότι μπόρεσε να εκφράσει αυτό το ελάχιστα συνειδητό κομμάτι της, “ότι δεν μπορεί να υποφέρει την απόρριψη...” Αλλά τώρα νέες σκέψεις και συναισθήματα μπορούν να παρουσιασθούν... “Υπάρχει πράγματι η πιθανότητα της απόρριψής της?”, “Πραγματικά νιώθει ότι ο σύντροφός της απομακρύνεται από εκείνη?”, “Υπάρχουν και αυτές οι καταστάσεις που συνέβηκαν τελευταία...”. Μία καινούργια βιωμένη αίσθηση αναπτύσσεται, η οποία βασίζεται στο: «Χρειάζεται να του μιλήσω γι’ αυτές τις καταστάσεις»...

Το επόμενο βήμα λοιπόν είναι εκεί... Θα του μιλήσει... M’ αυτή την ενεργή στάση απομακρύνεται από το μπλοκάρισμα...

Βιβλιογραφία

Κορυφή της σελίδας

Biermann-Ratjen, E.-M. (1998). On the Development of the Person in Relationships. In: Thorne, B & Lambers E. Person-Centred Therapy, A European Perspective, London: 106-118
Ellingham I, (2001). Carl Rogers’ “congruence’ as an organismic, not a Freudian concept. In: Wyatt, G. Rogers’ therapeutic conditions: evolution, theory and practice, Volume 1: Congruence, Herefordshire
Stumm, G. (1992). Ich kann mich jetzt besser leiden. Interpretationsebenen des therapeutischen Prozesses. In: Frenzel, P., Schmid, P.F. & Winkler, M. (Hrsg.). Handbuch der Personzentrierte Psychotherapie. Köln
Κοσμόπουλος, Α. & Μουλαδούλης, Γ.( 2003). Ο Carl Rogers και η προσωποκεντρική του θεωρία για την ψυχοθεραπεία και την εκπαίδευση. Αθήνα
Mearns, D. & Thorne, B. (2000). Person-centred therapy today, New frontiers in theory and practice. London
Μπρούζος, Α. (2004). Προσωποκεντρική Συμβουλευτική. Θεωρία, Έρευνα και Εφαρμογές, Αθήνα
Pages, M. (1974). Das affective Leben der Gruppen. Eine Theorie der menschlichen Beziehung. Stuttgart
Rogers, C. R. (1951). Client-centered therapy. Its current practice, implications, and theory. Boston
Rogers, C. R. (1959). A theory of therapy, personality, and interpersonal relationships, as developed in the client-centered framework. In: Koch, S. Psychology. A study of science. Vol. III: Formulations of the person and the social context: 184-256
Rogers, C. R. (1961). On becoming a person. A therapist’s view of psychotherapy. Boston
Rogers, C. R. (1970). On encounter groups. New York: Harper and Row
Schmid, Peter F. (1994). Personzentrierte Gruppenpsychotherapie in der Praxis: Ein Handbuch. Bd. 1: Autonomie und Solidarität. Köln: Edition Humanistische Psychologie
Schmid, Peter F. (1996). Personzentrierte Gruppenpsychotherapie in der Praxis: Ein Handbuch. Bd. 2:Die Kunst der Begegnung. Mit einem Beitrag von Carl R. Rogers/Peter F. Schmid. Paderborn
Schmitz, H. (1998). Der Leib, der Raum, und die Gefuehle. Stuttgart
Σταλίκας, Α & Μπούτρη, Α. (2004). Το συναίσθημα στην ψυχοθεραπεία, Αθήνα
Tudor,K & Merry, T. (2006). Dictionary of Person-centred psychology, Ross-on-Wye, UK
Weber, A. (2007). Alles fuehlt, Berlin

Κορυφή της σελίδας

see

Κείμενο2: Παρουσίαση:

Θέμα: Το συναίσθημα στην Ψυχοθεραπεία

Θεωρητική παρουσίαση:
Ο ρόλος του συναισθήματος στη Focusing-βιωματική Προσέγγιση

Κορυφή της σελίδας
Κειμένο1: «Το συναίσθημα στην Προσωποκεντρική και Focusing-βιωματική Ψυχοθεραπεία»
Κειμενο2: Παρουσίαση:«Το συναίσθημα στην Προσωποκεντρική και Focusing-βιωματική Ψυχοθεραπεία»
Κειμενο3: Παρουσίαση: «Focusing και όνειρα - μια πρακτική προσέγγιση»
Κειμενο4: Παρουσίαση: «Ψυχοσωματικοί Πόνοι: Η θεραπευτική διαδικασία τους, σύμφωνα με την Προσωποκεντρική & Focusing Βιωματική Ψυχοθεραπεία»
Κειμενο5: Παρουσίαση: «Ένα σύννεφο που βρέχει λέξεις: γλωσσολογική ανάγνωση της διαδικασίας συμβολοποίησης»

5η Ημερίδα ΕΕΨΕ - 31η Μαϊου, 2008

Εισηγήτρια:

Αννα Καραλή, Ψυχοθεραπεύτρια/Εκπαιδεύτρια στην FOT

Αναγνωρίζοντας ότι σ’ αυτή την αίθουσα οι περισσότεροι, πιθανότατα, ακούν για πρώτη φορά για την Focusing Βιωματική Προσέγγιση, θα προσπαθήσω να σας αποσπάσω από την ενδεχόμενη αμηχανία σας, φωτίζοντας - το δυνατόν - στοιχεία αυτής της προσέγγισης, με την ευχή να σας δώσω μια γεύση από αυτή...

Μερικές γραμμές από την ιστορία της γέννησης αυτής της προσέγγισης:

Ο Ευγένιος Gendlin, εμπνευστής της FOT, φοιτούσε το 1952 στο πανεπιστήμιο του Σικάγο, και εργαζόταν για την διατριβή του στην Φιλοσοφία, όταν συναντήθηκε με τον Carl Rogers στο Συμβουλευτικό Κέντρο που είχε δημιουργήσει ο Rogers στον χώρο του Πανεπιστημίου. Ο Ευγένιος Gendlin προέρχεται από τις φιλοσοφικές παραδόσεις του Dilthey, Merleau-Ponty και του McKeon (καθηγητή του στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο). Εκείνη την εποχή αναζητούσε τον χώρο που θα εφάρμοζε την φιλοσοφία του. Συνάντησε λοιπόν τον Rogers, ως φιλόσοφος, και του ζήτησε να συμμετάσχει στην Ομάδα του. Του Rogers φαίνεται του διέγειρε την περιέργειά του η ιδέα να έχει ένα φιλόσοφο στην ομάδα του και τον κράτησε.

Έτσι ξεκίνησε η συνεργασία τους. Πράγματι εργάσθηκαν μαζί πάνω από 15 χρόνια, την περίοδο που ο Rogers προχωρούσε την μελέτη του επάνω στην θεωρία του (πριν από το paper του 1959), μία δουλειά που θεωρείται πολύ επηρεασμένη από την φιλοσοφική χρειά της γλώσσας του Gendlin.

Η Υπόθεση που στηρίχθηκε η έρευνα αυτής της περιόδου είχε ως εξής :

«Τί συμβαίνει στην θεραπευτική σχέση στον «πελάτη/θεραπευόμενο», όταν οι γνωστοί ενσυναισθητικοί όροι είναι παρόντες?»

Μέσα από αυτή την έρευνα προήλθε μία θεμελιώδης αλλαγή... Η μετακίνηση από το περιεχόμενο – τί συζητείται στην συνεδρία – στη διαδικασία – δηλαδή, πώς ο πελάτης και ο θεραπευτής σχετίζονται με την βιωματική τους διαδικασία (και μέσα σ’ αυτή την βιωματική διαδικασία είναι όπου το συναίσθημα απαντάται και ερευνάται)...

Αυτό που θεωρείται εν πολλοίς ότι συνείσφερε ο Gendlin είναι η αναφορά του στην σχέση του ατόμου με την βιωμένη έκφρασή της felt meaning (βιωμένη έκφραση) όπως αρχικά την διετύπωσε, και μεταγενέστερα (felt sense) βιωμένη αίσθηση. Αναφερόταν δηλαδή στην ανθρώπινη ικανότητά μας να στραφούμε προς την εσώτερη διαρκή/συνεχή βιωματική μας διαδικασία (μια και το πρόσωπο για εκείνον είναι: αλληλεπίδραση) και έχοντας αυτήν ως αφετηρία (την βιωματική μας διαδικασίας), να δημιουργήσουμε μία σχέση μαζί της.

Ο Gendlin, θα μπορούσε να πει κανείς, δημιουργούσε μια καινούργια γλώσσα, γι’ αυτά που ο Rogers παρατηρούσε μέσα από τις συνεδρίες, που τότε κατέγραφε με το μόλις ανακαλυφθέν μαγνητόφωνο.

Υποστήριξε λοιπόν ότι αν μπορέσεις να δημιουργήσεις μια κάποια σχέση με την βιωματική σου διαδικασία, αυτή η σωματικά βιωμένη αίσθηση «ανοίγει, ή μετακινείται, ή αναπτύσσεται, ή, σύμφωνα με την δική του ορολογία, προάγεται» και έτσι καινούργιες πληροφορίες έρχονται στην συνειδητότητά μας.

Για τον Gendlin το αίσθημα (feeling) δεν είναι μία συναισθηματική απόχρωση, μια συναισθηματική (με την έννοια του emotional) ποιότητα. Δεν προέρχεται από «μέσα μας»... Έχει πάντα μία συνάφεια: ως προς, ή περί, ή για, τις αντιλήψεις ή τα γεγονότα που ζούμε... Κανείς δεν νιώθει θυμό ως κάτι μέσα του, σαν μία συναισθηματική κατάσταση... Αντιθέτως, ο καθένας μας νιώθει θυμό για κάτι, ή για κάποιον.

Είναι σαφές ότι στο συναίσθημα αποδίδεται, από τον Gendlin, η υπόσταση της εξωτερικής προέλευσής του.

Ένας λοιπόν θεραπευτής, εκπαιδευμένος στην Focusing Βιωματική προσέγγιση, θα βοηθήσει τον πελάτη του να μιλήσει από την βιωμένη του αίσθηση (για την διαδικασία δηλαδή του πώς νιώθει μέσα από αυτό το συναίσθημά που βιώνει) παρά για το συναίσθημά του per se.

Και εδώ ο Gendlin είναι που χρησιμοποιεί τον Heidegger για να δείξει ότι τα αισθήματα είναι «a being in the world”/”Ύπαρξη-Εν-Τω-Κόσμω” δεν είναι ένα εσώτερο γεγονός. Η κοινή γερμανική λέξη «Befindlichkeit” αναφέρεται στη «διάθεση»... «συναίσθημα»..., ή κάτι σαν «πώς βρίσκουμε τους εαυτούς μας». Ο Gendlin σ’ ένα εξαιρετικό paper, που η φιλοσοφική και ψυχολογική κοινότητα έχει καθολικά αναγνωρίσει, κάνει χρήση των θέσεων του Heidegger για να μιλήσει για τα είδη των συναισθημάτων που απαντάμε στην ψυχοθεραπεία και τί σημαίνει να μιλούμε από αυτά τα συναισθήματα.

Κλείνοντας, λοιπόν αυτή τη σύντομη εισήγηση μου, ήθελα να τονίσω ότι στην Focusing Βιωματική Ψυχοθεραπεία τα συναισθήματα που εξερευνούμε/αγγίζουμε – αν θέλετε – δεν είναι απλά συναισθήματα και μόνο.

Όταν ο πελάτης λέει: «Είμαι λυπημένος», θα θέλαμε μέσα από την θεραπευτική μας σχέση να «ξύσουμε» – αν μου επιτρέπετε την έκφραση - την επιφάνεια του «λυπημένος» και ν’ ανακαλύψουμε την πολύπλοκη/σύνθετη και ιδιαίτερη «διάθεση/αίσθηση» αυτού του συναισθήματος στο εδώ και τώρα.

Το «είμαι λυπημένος», μετά την πρόσκληση από τον θεραπευτή να μιλήσει ο πελάτης από την βιωμένη αίσθηση που του προκαλεί «το είμαι λυπημένος», o πελάτης προχωρεί ως εξής:

«Είναι ίσως «ένα αίσθημα σύνθλιψις», αλλά όχι ένα πλήρες αίσθημα... Είναι ένα ανεκπλήρωτο, αφημένο συναίσθημα... που πιθανότατα δεν θα το είχα παρατηρήσει εάν δεν με είχες ρωτήσει γι’ αυτό»...

Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να σημειώσει, ότι η Focusing βιωματική προσέγγιση εξασφαλίζει μία συνεχιζόμενη συνειδητότητα, ως προς την εγγύτητα του συναισθήματος (της στάθμης του).

Η πρακτική, του να παραμένεις εστιαζόμενος - κάθε στιγμή - στην λεπτομέρεια της βιωματικής διαδικασίας, λειτουργεί ως ένα κέντρο βαρύτητας μέσα στα στριφογυρίσματα και αναπηδήματα του θεραπευτικού χορού.

Αυτή είναι η κεντρική στάση που επιδιώκεται στην Focusing Βιωματική ψυχοθεραπεία, όταν καλείσαι ως θεραπευτής να σέβεσαι, να περιμένεις, να αναγνωρίζεις, να επισημαίνεις, να γοητεύεσαι, να πιστεύεις, να εκτιμάς, να περιθάλπτεις, να συνθέτεις ποίηση «ομιλώντας από....τη βιωμένη σου αίσθηση» κατά την διάρκεια της συνεδρίας...

Ευχαριστώ...

Κορυφή της σελίδας

see

Κείμενο3: Παρουσίαση:

Focusing και όνειρα - μια πρακτική προσέγγιση

Κορυφή της σελίδας
Κειμένο1: «Το συναίσθημα στην Προσωποκεντρική και Focusing-βιωματική Ψυχοθεραπεία»
Κειμενο2: Παρουσίαση: «Το συναίσθημα στην Προσωποκεντρική και Focusing-βιωματική Ψυχοθεραπεία»
Κειμενο3: Παρουσίαση: «Focusing και όνειρα - μια πρακτική προσέγγιση»
Κειμενο4: Παρουσίαση: «Ψυχοσωματικοί Πόνοι: Η θεραπευτική διαδικασία τους, σύμφωνα με την Προσωποκεντρική & Focusing Βιωματική Ψυχοθεραπεία»
Κειμενο5: Παρουσίαση: «Ένα σύννεφο που βρέχει λέξεις: γλωσσολογική ανάγνωση της διαδικασίας συμβολοποίησης»

ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΙ ME ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΣΑΣ

Αννα Καραλή, Ελληνικό Κέντρο Focusing

Διημερίδα Ελληνικής Εταιρίας Συμβουλευτικής, 14-15 Μαρτίου, 2009

Κορυφή της σελίδας

Focusing και όνειρα - μια πρακτική προσέγγιση “Αυτό που είναι σημαντικό, είναι να καλωσορίζετε το όνειρο, να το αγαπάτε, ν’ απολαμβάνετε το πόσο επινοητικό και ευφάνταστο είναι (…). Το να απολαμβάνετε το ονείρο, είναι πιο σημαντικό από το να το ερμηνεύετε... Επομένως, μην το επεξεργάζεσθε τόσο πολύ... έτσι θα συντείνετε στο να πάψει να είναι ευχάριστο και συναρπαστικό» Gene Gendlin, «Επιτρέψτε στο σώμα σας να ερμηνεύσει τα όνειρά σας», σελ.27-28:

Εισαγωγή

Τα όνειρα είναι μια πλούσια πηγή ζωτικής ενέργειας, κίνησης και αίσθησης. Δουλεύοντας με τα όνειρα είναι τις περισσότερες φορές διασκεδαστικό και ισχυρό. Υπάρχει πολλή ζωή σε αυτά. Ένα όνειρο είναι μια ιστορία σε συμβολική γλώσσα. Πολλά πράγματα μπορούν να συμβούν σε ένα όνειρο, μεγάλες συγκινήσεις, γρήγορες αλλαγές χρόνου και τόπων. Είναι όλα λίγο πολύ δραματικά και θεατρικά, μερικές φορές ακόμα και παράξενα, όπως σε ένα παραμύθι.

O Freud, αποκαλούσε τα όνειρα: «η βασιλική οδός στο ασυνείδητο», και υπεστήριζε ότι το πώς αντιλαμβανόμεθα το ασυνείδητο, μπορεί να έχει επίδραση στο πώς αντιλαμβανόμεθα τα όνειρα. Ο Jung, εξ άλλου, θεωρούσε ότι ένα όνειρο είναι ένα γράμμα από το ασυνείδητο, που οι περισσότεροι άνθρωποι το πετάνε χωρίς να το ανοίξουν. Το να «συντροφεύετε» το όνειρό σας με τον τρόπο της «διαδικασίας εστίασης» (focusing) σημαίνει ότι επιτρέπετε στις ενεχόμενες πληροφορίες να σας περάσουν το μήνυμα του ονείρου σας.

Κορυφή της σελίδας

Το νόημα των ονείρων

Κάθε όνειρο είναι μοναδικό. Είναι ένας συνδυασμός της ιστορίας της ζωής σας και της εμπειρίας σας. Ένα όνειρο λέει κάτι για ένα θέμα στη ζωή σας. Μερικές φορές είναι μια επιβεβαίωση, μια ενθάρρυνση για τον δρόμο που πηγαίνετε. Ένα τέτοιο όνειρο φέρνει άμεσα θετική ενέργεια. Πολλά όνειρα περιέχουν μια ένδειξη της κατεύθυνσης με την οποία μπορείτε να αναπτυχθείτε. Μερικές φορές δεν είναι εύκολο να βρεθεί αυτή η κρυμμένη ενέργεια ανάπτυξης. Ειδικά, όταν αυτός που ονειρεύεται εφαρμόζει στο όνειρό του την ίδια άποψη που εφαρμόζει σε ο,τιδήποτε άλλο στη ζωή.

Η ενέργεια ανάπτυξης μπορεί να προέλθει από το αντίθετο αυτού, που αυτός που ονειρεύτηκε, αναμένει. Παραδείγματος χάριν: εάν αυτός που ονειρεύτηκε βιώνει μια επιθετική δύναμη ως κακή, η συνηθισμένη αντίδρασή του θα ήταν να απομακρυνθεί. Εάν δεν απομακρυνθεί αλλά ερευνήσει αυτήν την επιθετική δύναμη μπορεί να φέρει νέα ενέργεια. Αυτή η νέα ενέργεια είναι συχνά αρκετά διαφορετική από αυτή που εκτιμούμε περισσότερο. Αυτό δεν σημαίνει ότι αλλάζουμε τις αξίες μας προς το αντίθετο, τις επεκτείνουμε μόνο μερικώς. Αυτήν την προσέγγιση ο Gene ονομάζει «πλάγια ρύθμιση» (bias control)

Είστε το μόνο πρόσωπο που μπορεί να ερμηνεύσει το όνειρό σας! Η ερμηνεία του ονείρου σας δεν είναι μια διανοητική άσκηση, η διαδικασία του ονείρου συμβαίνει στο σώμα. Μπορείτε να αισθανθείτε εάν μια ερμηνεία είναι σωστή. Το βιώνετε με ένα αίσθημα ανακούφισης, μια αίσθηση χώρου, ή ενέργειας, ή ίσως με όλα αυτά.

Κορυφή της σελίδας

ΟΝΕΙΡΑ και Διαδικασία Εστίασης (Focusing)
Ο ρόλος του συνοδού

Ο ρόλος του συνοδού σε μια συνεδρία ονείρου είναι πιο ενεργός απ' ότι σε μια συνηθισμένη συνεδρία. Φυσικά ο συνοδός φροντίζει για μια ασφαλή ατμόσφαιρα. Πέρα από αυτό, ο συνοδός υποβάλλει τις ερωτήσεις με τέτοιο τρόπο ώστε αυτός που ονειρεύτηκε να μπορέσει να ξετιλήξει το όνειρο και να βρει το νόημα και την ενέργεια του. Επομένως είναι εξίσου σημαντικό ο συνοδός να διαφυλάσσει τη διαδικασία της ιστορίας του ονείρου.

(Ειδικές «ανοικτές» ερωτήσεις)

Κατ’ αρχήν αναφερθείτε σ’ ολόκληρη την ιστορία του ονείρου, όσο την θυμάστε τώρα. Ανακαλέστε το όνειρο με πλήρεις λεπτομέρειες. Ο ακροατής θα σεβαστεί το όνειρό σας και θα ρωτήσει μερικές ερωτήσεις, όπως:

Συνειρμοί/ιδέες

    • Τι σας έρχεται στο μυαλό σχετικά με αυτό το όνειρο;
    • Κάποιες ιδέες, ή συνειρμοί που έχουν σχέση με το όνειρο;
    • Υπάρχουν κάποιοι ιδιωματισμοί που σας λένε κάτι με συμβολικό τρόπο;
    • Υπάρχει ήδη κάποια ειδική ιδέα, ή συσχετισμός που να ταιριάζει;

Συναισθήματα:

Αισθανθείτε την βιωμένη ποιότητα του ονείρου.

    • Υπάρχει κάποια αίσθηση, ή συναισθήματα, που να εμφανίζονται με την ιστορία του ονείρου σας;
    • Τι είδους γεύση, ή διάθεση σας άφησε αυτό το όνειρο το πρωί που ξυπνήσατε με αυτό; Υπήρξε κάποια βιωμένη αίσθηση από αυτό που να αισθανθήκατε στο σώμα σας;
    • Τι σας θύμισε αυτή η βιωμένη ποιότητα; Πότε αισθανθήκατε κάπως έτσι στην ζωή σας;
    • Τί στην ζωή σας έχει παρόμοια αίσθηση;
    • Τί καινούργιο υπάρχει για σας σ’ αυτή την βιωμένη αίσθηση;

Τοπίο/σκηνικό:

    • Φανταστείτε και αισθανθείτε το κύριο τοπίο/σκηνικό στο όνειρό σας. Τι σας θυμίζει;
    • Πού έχετε δει ένα τέτοιο μέρος;
    • Ποίο μέρος σας έκανε να αισθανθείτε έτσι;
    • Συνοψίστε τα γεγονότα του ονείρου σε δύο ή τρία μέρη: βρείτε ...... και έπειτα...... και έπειτα...
    • Τι μοιάζει στη ζωή μου με αυτή την ιστορία;

Χαρακτήρες:

    • Ποιοι χαρακτήρες «παίζουν» στο όνειρό σας; Υπάρχουν κάποιοι συνειρμοί;
    • Πάρτε το άγνωστο πρόσωπο, ή το πιο σημαντικό. Τι σας θυμίζει αυτό το πρόσωπο; Τί φυσική βιωμένη ποιότητα σας δίνει αυτό το πρόσωπο του ονείρου;
    • Θα μπορούσε αυτό το πρόσωπο να είναι ένα μέρος του εαυτού σας, κάτι που επιθυμείτε να είστε, ή που δεν θέλετε ποτέ να είστε;
    • Ίσως να υπάρχει μια εσωτερική σύγκρουση με τον εαυτό σας, ότι μερικές φορές δεν ενεργείτε με τον τρόπο που θέλετε. Θα μπορούσε το όνειρό σας να το φέρει αυτό σε μια ισορροπία;

Κατάσταση:

    • Εξετάσετε λεπτομερώς το χθές, και ανακαλέστε με τί ήσασταν εσωτερικά απησχολημένοι. Με ένα πρόσωπο, μια εμπειρία, μια σύντομη σκηνή;
    • Ίσως βρείτε κάτι στο όνειρό σας που να συνδέεται με τη άμεση, τωρινή ζωή σας. Ίσως έχει να κάνει με πνευματικά ή ερωτικά ζητήματα.

Αποκωδικοποίηση:

  • Βρείτε μερικά αντικείμενα ή σύμβολα στο όνειρό σας. Τι αντιπροσωπεύουν;
  • Πάρτε το κυριότερο πράγμα και ρωτήστε: «Τι είναι αυτό το πράγμα;».
  • Τι σημαίνει για μένα αυτό το σύμβολο;

Το μήνυμα:

  • Θα μπορούσε το όνειρο να πει κάτι για την πνευματική μου ζωή; Πώς αναπτύσσομαι, ή προσπαθώ να αναπτυχθώ;
  • Τι στη ζωή μου είναι σαν αυτό το όνειρο;

Και τώρα;

  • Τι θέλετε να κάνετε με την ερμηνεία αυτού του ονείρου;
  • Ίσως να θέλετε να συνεχίσετε το όνειρό σας (να το φέρετε σ’ ένα τέλος).
  • Πώς θεωρείτε τον εαυτό σας αυτές τις μέρες;
  • Με τι «παλεύετε», πώς αναπτύσσεστε;
  • Ας υποθέσουμε ότι το όνειρο ήταν μια ιστορία για αυτό. Τι μπορεί να σημαίνει;
  • Σας δίνει το όνειρο κάποια κατεύθυνση;

Κορυφή της σελίδας

Βιβλιογραφία

ΟΝΕΙΡΑ και Διαδικασία Εστίασης (Focusing)
Αννα Καραλή, Ελληνικό Κέντρο Focusing
Διημερίδα Ελληνικής Εταιρίας Συμβουλευτικής (14-15 Μαρτίου, 2009)

Baker, N. (2008). The Experiential Counselling Primer. PCCS Books, Ross-on-Wye (p. 16)
Broadley, BT (1990). Client centered and experiential: Two different therapies. In G Lietaer, J Rombauts & R van Balen (eds) Client-Centered and Experiential Psychotherapy in the Nineties. Leuven, Belgium: Leuven University Press, pp. 87-107
Elliott, R & Greenberg, LS (2001). Process-experiential psychotherapy. In D Cain & J Seeman (eds) Humanistic Psychotherapies: Handbook of research and practice. (pp. 279 – 306) Washington, DC: American Psychological Association
Gendlin, E.T. (1962). Experiencing and the Creation of Meaning. New York: Free Press of Glencoe
Gendlin, E.T. (1973). Experiential Psychotherapy. In R.Corsini (Ed.), Current Psychotherapies. (pp. 317-352). Itasca: Peacock
Gendlin, E.T. (1996). Focusing-Oriented Psychotherapy, A manual of the Experiential Method, (p.244) The Guilford Press, New York,NY
Greenberg, LS, Watson, JC & Lietaer, G (eds) (1998). Handbook of Experiential Psychotherapy. New York: Guilford Press.
Hendricks, M.N. (2002b). Focusing-Oriented/Experiential Psychotherapy. In D.J.Cain, & J.Seeman (Eds.), Humanistic Psychotherapies. (pp.221-252). Washington, D.C.: A.P.A.
Purton, C. (2004). Person-Centred Therapy: The focusing-oriented approach. Basingstoke: Palgrave
Purton, C. (2007). The Focusing-Oriented Counselling Primer. Ross-on-Wye: PCCS Books.
Prouty, GF (1999). Carl Rogers and experiential therapies: A dissonance? Person-Centred Practice, 7 (1), 4-11
Rennie, DL (1998). Person-Centred Counselling: An experiential approach. London: Sage
Rogers, CR (1951). Client-Centred Therapy. Boston: Houghton Mifflin.
Rogers, CR (1959/1990). A theory of therapy, personality and interpersonal relationships as developed in the client-centred framework. In S Koch (ed) Psychology: A study of a science, Vol. 3: Formulations of the person and the social context. New York: McGraw-Hill, pp. 184-256. Reprinted in H Kirschenbaum & VL Henderson (eds) The Carl Rogers Reader. London: Constable, pp. 236-57
Rogers, CR (1961/1990). A therapist’s view of the good life: The fully functioning person. In On becoming a Person: A therapist’s view of psychotherapy: London: Constable, pp. 183-98. Reprinted in H. Kirschenbaum & VL Henderson (1990) The Carl Rogers Reader. London: Constable, pp.409-19

Κορυφή της σελίδας

see

Κείμενο4: Παρουσίαση:

Ψυχοσωματικοί Πόνοι: Η θεραπευτική διαδικασία τους, σύμφωνα με την Προσωποκεντρική & Focusing Βιωματική Ψυχοθεραπεία

Κορυφή της σελίδας
Κειμένο1: «Το συναίσθημα στην Προσωποκεντρική και Focusing-βιωματική Ψυχοθεραπεία»
Κειμενο2: Παρουσίαση:«Το συναίσθημα στην Προσωποκεντρική και Focusing-βιωματική Ψυχοθεραπεία»
Κειμενο3: Παρουσίαση: «Focusing και όνειρα - μια πρακτική προσέγγιση»
Κειμενο4: Παρουσίαση: «Ψυχοσωματικοί Πόνοι: Η θεραπευτική διαδικασία τους, σύμφωνα με την Προσωποκεντρική & Focusing Βιωματική Ψυχοθεραπεία»
Κειμενο5: Παρουσίαση: «Ένα σύννεφο που βρέχει λέξεις: γλωσσολογική ανάγνωση της διαδικασίας συμβολοποίησης»

Διεθνές Συνέδριο του ICPS, 24-28 Ιουνίου, 2009
Εκπαιδευτικό Κέντρο Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Γλυφάδα
“Η Προσωποκεντρική Συμβουλευτική & Ψυχοθεραπεία Σήμερα: Διαδρομή και Προκλήσεις"

***

Παρουσίαση (15 λεπτών)

Εισηγήτρια: Άννα Καραλή, Ψυχοθεραπεύτρια
Ελληνικό Κέντρο Focusing

***

Να σας ευχαριστήσω και εγώ με την σειρά μου για την παρουσία σας και το ενδιαφέρον σας για το συγκεκριμμένο θέμα...

Στην προσπάθειά μου να το φωτίσω, το δυνατόν σύντομα - μια και ο περιoρισμός του χρόνου είναι γεγονός - επέλεξα να χρησιμοποιήσω το power point, για να μην ξεφύγουμε από τα όρια του χρόνου....

Επιτρέψτε μου, πάντως, αρχικά ν’ αναφερθώ, συνοπτικώτατα, στον Eugene Gendlin, εμπνευστή της Focusing Βιωματικής Ψυχοθεραπείας.

Ο Gendlin φοιτούσε στο πανεπιστήμιο του Σικάγο (εργαζόταν για την διατριβή του στην Φιλοσοφία) όταν συναντήθηκε με τον Rogers και ευρέθηκε στον χώρο της ψυχοθεραπείας, μέσα από την φιλοσοφική του δουλειά και την έρευνα. Συνεργάσθηκε περισσότερο από 10 χρόνια με τον Rogers στο γνωστό Wisconsin project. (1967) (Ερευνα με σχιζοφρενείς πελάτες, στο Νοσοκομείο Mendota State Hospital).

Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας, μεταξύ άλλων επιβεβαίωσαν ότι εάν ο θεραπευτής παρείχε τις γνωστές θεραπευτικές συνθήκες θα μπορούσε να δημιουργήσει μιά καλή θεραπευτική σχέση με τον πελάτη, και αυτή η σχέση θα μπορούσε να οδηγήσει στην συνέχεια στην αλλαγή της προσωπικότητας του.

Το ιδιαίτερο στοιχείο όμως, που μ’ έκπληξη διεπιστώθει, ήταν ότι πέρα από τις θεραπευτικές συνθήκες υπήρχε και μία άλλη παράμετρος, αυτή της βιωματικής διαδικασίας του πελάτη(experiencing), που ευνοούσε την δημιουργία αυτής της καλής θεραπευτικής σχέσης.

Τί εννοώ μ’ αυτό; Ο «επιτυχής» πελάτης ξεκινούσε από ένα «υψηλότερο (higher) επίπεδο βιωματικής διαδικασίας», πράγμα που συνέβαλε πολύ στην δημιουργία αυτής της καλής θεραπευτικής σχέσης (Pete Sanders, 2004).

Αυτή η «ικανότητα» του επιτυχούς πελάτη να ευρίσκεται σ’ επαφή με την βιωματική του διαδικασία στο «εδώ και τώρα» οδήγησε τον Gendlin ν’ αναπτύξει τα βήματα της μεθόδου του Διαδικασία Εστίασης (Focusing) (1974) και στην συνέχεια διατυπώσει τη Focusing Βιωματική Ψυχοθεραπεία (1996).

Θα ευχόμουν να συγκρατήσετε αυτό το κεντρικό χαρακτηριστικό της βιωματικής διαδικασίας για να μπορέσουμε να ξετυλίξουμε το δυνατόν τη στάση του Προσωποκεντρικού και Focusing Βιωματικού Ψυχοθεραπευτή στο έργο του με πελάτες με ψυχοσωματικά προβλήματα.

Ας διακρίνουμε λοιπόν κατ’ αρχήν μεταξύ εμπειρίας και βιωματικής διαδικασίας.

Η Εμπειρία

O Carl Rogers, ως γνωστόν, διατηρεί μία «περιεχομένου» άποψη για την εμπειρία.

Ο Eugene Gendlin, υπογραμμίζει την βιωματική διαδικασία (experiencing), μιά και στην δική του θεώρηση η αλληλεπίδραση είναι πρωταρχική (Interaction is first).

Στην βιωματική διαδικασία, καίρια θέση κατέχει η Βιωμένη Αίσθηση (felt sense), μία σωματική αίσθηση, ένα «κάτι» ασαφές, που εάν στρέψουμε την προσοχή μας στο σώμα μας και του δώσουμε «χώρο», του επιτρέπουμε να υπάρξει…

Αλλά γιατί το «σώμα γνωρίζει»?

Σύμφωνα με το φιλοσοφικό έργο του Gendlin:

    • Κάθε ζών σώμα ενέχει (implies) το περιβάλλον
    • Το σώμα και το περιβάλλον μαζί συνδημιουργούν μία αλληλεπιδραστική διαδικασία (Process model).

Ειδικώτερα, ο ορισμός ενός εκ των πατέρων της φαινομενολογίας, Maurice Merleau-Ponty, διατρέχει όλο το έργο του Gendin:

“Το σώμα δεν είναι ένα απλό αντικείμενο, αλλά ο φορέας της ύπαρξής μας και ο καθοριστικός παράγοντας του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο...“

Εως τώρα, ακροθιγώς, έχουμε προσεγγίσει την φιλοσοφική σκέψη του Gendin, ως προς το σώμα...

Μπορούμε τώρα να προχωρίσουμε στο κυρίως θέμα μας, ξεκινώντας από τα χαρακτηριστικά που απαντούμε σε πελάτες με ψυχοσωματικά προβλήματα

Κορυφή της σελίδας

Χαρακτηριστικά που απαντούμε σε πελάτες με ψυχοσωματικά προβλήματα:

1) Μία ιδαίτερη μονόπλευρη στάση.

Ολη τους η προσοχή κατευθύνεται προς το σώμα τους, αλλά όχι προς το ζών σώμα που εμπεριέχει συναισθήματα, σκέψεις και μετακινήσεις. Εκείνο που βιώνουν είναι ένα είδος «πόνος-σώμα»...

2) Αναζητούν εξηγήσεις.

Δεν παραμένουν στην βιωματική τους διαδικασία για να αναγνωρίσουν τί τους συμβαίνει... Χρησιμοποιούν το «εάν» και το «διότι»...

π.χ.

    - Εάν θα κάνω αυτό, θα πάθω εκείνο...
    - Με πονάει πάλι, διότι δεν επρόσεξα...
    - Εάν το βράδυ καθήσω σ’ αυτή την στενή καρέκλα, αύριο το πρωϊ θα είμαι χειρότερα...

3) Βασίζονται μόνο σε ό,τι βιώνουν και έχει να κάνει με τα συμπτώματά τους, και το κάνουν αποκλειστικά με ένα αιτιολογικό τρόπο.

Ολες οι άλλες δυνατότητες αγνοούνται...

Επαναδιευθετούν δηλαδή τα ήδη γνωστά κομμάτια τους, σε αντίθεση με την αναζήτηση κάτι νέου, μέσα από την βιωματική τους διαδικασία...

Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά είναι που δημιουργούν, όπως αναφέρει ο Gendlin, μία δεσμευτική δομή, την ακινητοποίηση/φραγή της βιωματικής διαδικασίας (structure bound experiencing)

Ειδικώτερα στην θεωρία αλλαγής της προσωπικότητας (1964) ο Gendlin αναφέρει:

Η εμπειρία μου χαρακτηρίζεται ως «δεσμευτική δομή» όταν συνεχίζω να βιώνω, σκιαγραφώ και αισθάνομαι κάτω από ένα συγκεκριμμένο (ήδη γνωστό) στερεότυπο τρόπο, στερούμενος τις αναρίθμητες φρέσκιες πληροφορίες της παρούσης στιγμής...

Επιβάλλεται πάντως να σημειωθεί ότι ο όρος δεσμευτική δομή είναι ουδέτερος όρος. Δεν αναφέρεται σε αρρώστια, ή διαταραχή. Μιλά για την «μονόπλευρη/ περιοριστική» διαδικασία (narrowing process).

Μιλά για το «πάγωμα» (frozen whole), για την έλλειψη διαδικασίας, δεν έχει να κάνει μ’ ένα διαταραγμένο άτομο, αλλά με ένα άτομο με προβληματικό είδος εμπειρίας, που χρειάζεται ενσυναίσθηση και ποικίλες βιωματικές αποκρίσεις (experiential responses) από τον θεραπευτή του

Κάτω από αυτές τις συνθήκες πώς καθορίζεται η «παρουσία» του Προσωποκεντρικού & Focusing Βιωματικού Ψυχοθεραπευτή;

Κορυφή της σελίδας

Η «παρουσία» του θεραπευτή

1. Χρειάζεται να βοηθήσει τον θεραπευόμενο να παραμείνει και στην συνέχεια αναγνωρίσει ότι, αυτό που οι «περιορισμένες περιοχές» του πρεσβεύουν, δεν είναι η όλη αλήθεια...

Η«στενή» αντήληψή του και μόνο «χρωματίζει» τον κόσμο του, μέσα από τα δικά του γυαλιά...
(Απαιτείται μακρύς χρόνος πρακτικής – και για τον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο)

2. Χρειάζεται, ως θεραπευτές, ν’ αναγνωρίζουμε τα πρότυπα των χαρακτήρων μας, τις δικές μας μονόπλευρες αντιδράσεις.

Είναι καλό να διερωτώμεθα:

Ποιές είναι οι αυθόρμητες αποκρίσεις μου σε ανθρώπους που «πάντα έχουν κάτι», που παραπονούνται ατέλειωτα...

(Απαραίτητη μακρά και συχνή εποπτεία)

3. Ερωτήσεις του είδους:

    • Ποια είναι η δική μου εμπειρία όταν υποφέρω από πόνο;
    • Τί πίστευε η οικογένειά μου γύρω από αυτό το θέμα;
    • Πώς μου έχουν συμπεριφερθεί οι γιατροί, οι δικοί μου, σ’ ανάλογες περιπτώσεις;
    • Ποιά είναι η αντίδρασή μου όταν ο άλλος υποφέρει;

χρειάζεται να επανέρχονται συχνά-πυκνά όταν εργαζόμεθα με πελάτες με ψυχοσωματικούς πόνους...

Και σ’ αυτό το σημείο πιστεύω είναι σαφές ότι αναζητούμε χαρακτηριστικά δεσμευτικής δομής της ιδικής μας, ως θεραπευτών, βιωματικής διαδικασίας...

Τελικά, καταλήγουμε στο κυρίως θέμα μας:

Κορυφή της σελίδας

«Πώς δουλεύουμε με πελάτες με ψυχοσωματικούς πόνους»

  • Ανάγκη γι’ αυξανόμενη – από στιγμή σε στιγμή – ενσυναίσθησή μας
  • Ανάγκη, μέσω βιωματικών αποκρίσεων (experiential responses), ν’ ανταποκριθούμε στο «όριο» της συνειδητότητας (edge of awareness) του πελάτου, σ’ αυτό το σιωπηλό τοπίο, πίσω από το «παγωμένο όλον» (frozen whole).
  • Προσπάθεια για ένα ευρύτερο χώρο, για τη σωματική τους συνειδητότητα
  • Προσπάθεια για να παραμένουμε στα συναισθήματά τους και να τα επαναφέρουμε με διακριτικές ερωτήσεις, με πολύ ευγένεια και ευαισθησία...
  • «Εκπαίδευση» για το πώς μπορούν να μετακινούνται από τον χώρο του πόνου και προς τον πόνο, βοηθώντας τους να εστιάσουν την προσοχή τους στην αναπνοή τους και να νιώσουν γειωμένοι...
  • «Εκπαίδευση» για το πώς μπορούν να «βηματίσουν» πίσω, και ρωτήσουν εσώτερα: Πώς νιώθω μ’ «όλο αυτό»;

Αυτό, το τελευταίο, είναι και το σημαντικώτερο σημείο αναζήτησης της βιωμένης τους αίσθησης... Μετά από αρκετό καιρό ίσως μπορέσουν να την προσεγγίσουν και τότε να μπορέσουν να νιώσουν «Ολο αυτό»... τον τρόπο που ζούν ως «όλον».

Μ’ αυτόν τον τρόπο προσέγγισης της βιωμένης αίσθησης, νέες έννοιες μπορεί να αναδυθούν...

Ισως τώρα μπορέσουν να «δούν» ότι είναι η ζωή τους που χρειάζεται προσοχή, όχι μόνο τα συμπτώματά τους...

Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας, την πολυπληθή παρουσία σας και την ενδιαφέρουσα συμμετοχή σας...

Επιτρέψτε μου κλείνοντας να σας προσφέρω μία «αχτίδα» ηρεμίας μέσα από την μουσική του J.S.Bach (sonata “siciliana”, 2nd movement)

Και πάλι ευχαριστώ...

Κορυφή της σελίδας

Βιβλιογραφία

Gendlin, Eugene, (1964). A Theory of Personality Change. Chapter four in: Personality Change, Philip Worchel & Donn Byrne (Eds.), New York: John Wiley & Sons.
Gendlin, Eugene, (1968). The Experiential Response, International Focusing Institute, New York, www.focusing.org
Gendlin, Eugene, (1996). Focusing Oriented Psychotherapy. A Manual of the Experiential Method. Guilford Press.
Gendlin, Eugene, The Process Model, International Focusing Institute, New York, www.focusing.org
Geiser Juchli, Christiane, (2003). "Talking About Differences", Paper presented at the 15th Focusing Conference Pforzheim
Lietaer, German, (2002). The United Colours of Person-Centred and Experiential Psychotherapies, PCEP 1, 4-13
Purton, Campbell, (2004). Person-Centred Therapy. The Focusing-Oriented Approach, Palgrave
Rogers, Carl, (1980). A Way of Being, Boston: Houghton Mifflin
Sanders, Pete, (2004). Tribes of Person Centred Nation, Pccs Books

Κορυφή της σελίδας

see

Κείμενο5: Παρουσίαση:

Ένα σύννεφο που βρέχει λέξεις: γλωσσολογική ανάγνωση της διαδικασίας συμβολοποίησης

"Παύλος Ζαρογιάννης, Συνέδριο PCA, Διοργάνωση: ICPS, Αθήνα,Ιούνιος 2009

Κορυφή της σελίδας
Κειμένο1: «Το συναίσθημα στην Προσωποκεντρική και Focusing-βιωματική Ψυχοθεραπεία»
Κειμενο2: Παρουσίαση:«Το συναίσθημα στην Προσωποκεντρική και Focusing-βιωματική Ψυχοθεραπεία»
Κειμενο3: Παρουσίαση: «Focusing και όνειρα - μια πρακτική προσέγγιση»
Κειμενο4: Παρουσίαση: «Ψυχοσωματικοί Πόνοι: Η θεραπευτική διαδικασία τους, σύμφωνα με την Προσωποκεντρική & Focusing Βιωματική Ψυχοθεραπεία»
Κειμενο5: Παρουσίαση: «Ένα σύννεφο που βρέχει λέξεις: γλωσσολογική ανάγνωση της διαδικασίας συμβολοποίησης»

«Η εμπειρία δεν συμπίπτει λοιπόν άμεσα με την γλωσσική έκφραση. Η εμπειρία … δεν συνίσταται από μεμονωμένες λέξεις. Αν θέλω να αποδώσω την εμπειρία ότι σήμερα είδα πως ένας νεαρός με μια μπλε μπλούζα περνούσε ξυπόλυτος τον δρόμο, δεν βλέπω ξεχωριστά τον νεαρό, ξεχωριστά την μπλούζα, ξεχωριστά ότι αυτή είναι μπλε, ξεχωριστά ότι δεν φορά παπούτσια, ξεχωριστά ότι περπατάει. Τα αντιλαμβάνομαι όλα μαζί, αλλά τα αναλύω γλωσσικά σε μεμονωμένες λέξεις. Η εμπειρία αποτελεί πάντα μια ολότητα, κάτι σε έκταση και μέγεθος μεγαλύτερο από μια μεμονωμένη λέξη. Ένας ομιλητής αναπτύσσει συχνά σε πολλά λεπτά την ίδια σκέψη, την ίδια εμπειρία. Αυτή υπάρχει ως ολότητα και δεν δημιουργείται σταδιακά σε μεμονωμένες ενότητες όπως η ομιλία του. Αυτό που περιέχεται συγχρονικά στην εμπειρία, ξεδιπλώνεται διαδοχικά στην γλώσσα. Μπορεί κανείς να συγκρίνει την εμπειρία με ένα κρεμασμένο σύννεφο που βρέχει λέξεις».
(Βιγκότσκι 1978-88, 428).

Ξεκινώ με το παραφρασμένο αυτό απόσπασμα, γιατί αποτέλεσε το ερέθισμα για μια πολύχρονη, γόνιμη αναζήτηση, η οποία με τη σειρά της οδήγησε στην συγγραφή αυτού του κειμένου. Επιπλέον το συγκεκριμένο απόσπασμα συμπυκνώνει σε λίγες γραμμές την ουσία της σκέψης μου και του προβληματισμού μου.

1. Εισαγωγή

Ζητούμενο στην προσωποκεντρική ψυχοθεραπεία είναι, εκτός άλλων, και η ακριβής συμβολοποίηση διαστρεβλωμένων ή/και αρνημένων εμπειριών, εφόσον αυτή αποτελεί βασική προϋπόθεση διεύρυνσης του εσωτερικού πλαισίου αναφοράς του πελάτη και της αυτοεικόνας του και οδηγεί σταδιακά σε μεγαλύτερη και βαθύτερη επίγνωση, συμβάλλοντας έτσι αποφασιστικά στην προσωπική του ανάπτυξη. Η συμβολοποίηση περιγράφεται ως αναπαράσταση της εμπειρίας στη συνείδηση και ταυτίζεται με την επίγνωση και τη συνειδητότητα. Οι τρεις αυτές έννοιες θεωρούνται συνώνυμες και χρησιμοποιούνται ταυτόσημα (Rogers 1951, 500 και 1959, 198 και Μπρούζος 2004, 177).

Εργαζόμενοι μέσα στο πλαίσιο αυτό οι περισσότεροι θεωρητικοί της προσωποκεντρικής προσέγγισης
(Eckert 2009, Schmid 2009, Mearns 2000, Warner2000, Keil 2009, Biermann-Ratjen 1998, Heinerth2009, Leijssen 1998, Behr 2009) συνέχισαν την παράδοση που εδραίωσε ο Rogers και ασχολήθηκαν λιγότερο ή περισσότερο, κυρίως λιγότερο, με την συμβολοποίηση.

Ενδεικτικά αναφέρω:

-Mearns(ό.π., 127-129): αρχικά και τελικά στάδια συμβολοποίησης, προ-συμβολοποίηση

-Warner(ό.π., 149): η σπουδαιότητα του ρόλου των γονιών στη μετάδοση και εκμάθηση της συμβολοποίησης κατά την παιδική ηλικία

-Heinerth (ό.π.): οι τρεις διαστάσεις της μη-κατάλληλης συμβολοποίησης (αποκλεισμένη, διαστρεβλωμένη, καταστροφή της ικανότητας συμβολοποίησης)

-Behr (ό.π.): η συμβολοποίηση ως κατασκευή και επίπεδα συμβολοποίησης (σωματικό, γλωσσικό, συμπεριφοριστικό) Με εξαίρεση τον Behr όμως, οι περισσότεροι από τους προσωποκεντρικούς μελετητές, ακολούθησαν και ακολουθούν την οπτική του Rogers, σύμφωνα με την οποία, η συμβολοποίηση δεν είναι τίποτα άλλο παρά αναπαράσταση.

Ωστόσο η συμβολοποίηση είτε ως κατασκευή (Behr ό.π.), είτε ως αναπαράσταση, στη γλωσσική της τουλάχιστον διάσταση, δεν λαμβάνει χώρα σε κενό αέρος, αλλά μέσα στη γλώσσα και δια μέσου της γλώσσας. Και η γλώσσα σίγουρα δεν είναι ούτε κενή, ούτε ουδέτερη. Κι όμως η ενασχόληση της προσωποκεντρικής σκέψης με την γλώσσα και με την έννοια της αναπαράστασης είναι μάλλον φτωχή και σπάνια.

Είναι λοιπόν η ίδια η συμβολοποίηση που μας φέρνει στην γλώσσα και τη γλωσσολογία και αυτό γιατί έννοιες όπως «σύμβολο», «συμβολοποίηση», «αναπαράσταση» είναι αντικείμενα κατεξοχήν γλωσσολογικού ενδιαφέροντος εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ιδιαίτερα αν νοήσουμε την συμβολοποίηση ως συμβολική αναπαράσταση, ως γλωσσική-λεκτική αναπαράσταση.

Κατανοώ, ότι οι έννοιες της ‘συμβολοποίησης’ και της ‘αναπαράστασης’ είναι ευρύτερες και απαντώνται σε πολλά πεδία, όπως το θεολογικό, λογοτεχνικό, φιλοσοφικό-αισθητικό (Dreyfus & Rabinow 1987, Φουκώ 2008), ψυχαναλυτικό (Χριστίδης 2002, 33 και 159-155, Θεοδωροπούλου 2004, 62-86, 170, Κρίστεβα 1996, 143).

Στην παρούσα εργασία όμως θα περιοριστώ μόνο στη λεκτική, γλωσσική διάσταση των εννοιών αυτών, από τη στιγμή που ένα μεγάλο, το μεγαλύτερο, μέρος της ψυχοθεραπευτικής πρακτικής πραγματώνεται με τον λόγο, στο λόγο. Γιατί εκτός άλλων, αυτό που μας λέει η ψυχοθεραπεία είναι ότι τα ‘πράγματα’ χρειάζεται να μιληθούν, να ακουστούν, να επικοινωνηθούν, να φανερωθούν μέσα από τον λόγο, να γίνουν λόγος τελικά για να μπορέσουν να θεραπεύσουν και να θεραπευτούν.

Τι λέει όμως η γλωσσολογία για την συμβολοποίηση και την αναπαράσταση;

Κορυφή της σελίδας

2. Μια φιλοσοφική παραδρομή

Προτού προχωρήσω στην περιγραφή μερικών γλωσσολογικών θεωριών, θα κάνω πρώτα μια φιλοσοφική παραδρομή. Στο βιβλίο του ‘Homo sacer. Η κυρίαρχη εξουσία και η γυμνή ζωή’ ο G. Agamben μας υπενθυμίζει, ότι στα ελληνικά έχουμε δύο λέξεις για το ίδιο φαινόμενο: ζωή και βίος. Ο Agamben γράφει:

«Οι Έλληνες δεν είχαν έναν μόνο όρο για να εκφράσουν αυτό που εμείς εννοούμε με τη λέξη ζωή. Χρησιμοποιούσαν δύο όρους, σημασιολογικά και μορφολογικά διακριτούς, αν και θα μπορούσαν να αναχθούν σε ένα κοινό έτυμο: ζωή , που εξέφραζε το απλό γεγονός της ζωής, στην οποία μετέχουν όλα τα έμβια (ζώα, άνθρωποι ή θεοί) και βίος, που σήμαινε τη μορφή ή τον τρόπο ζωής ενός ατόμου ή μιας ομάδας»

(Agamben, 18 , βλ. επίσης Μπαμπινιώτης, 366-367).

Διαβάζοντας αυτές τις γραμμές αναρωτιέμαι, τι μπορεί να σημαίνει αυτή η διάκριση για μας. Σημαίνει κάτι; Θα επανέλθω σε αυτό στο τέλος.

3. Γλωσσολογικές θεωρίες

3.1 Γενικά

Θα ξεκινήσω με μερικούς ορισμούς, για να υπάρχει ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς.

  • Σύμβολο= Σημείο: είναι οτιδήποτε, μια εικόνα, μια λέξη, ένα αντικείμενο που αναπαριστά κάτι άλλο πέρα από τον εαυτό του μέσω αναπαράστασης, ομοιότητας ή σύμβασης. Ένα «νοητικό ιχνογράφημα», (Vygotsky στο Χριστίδης ό.π., 43). Με αυτή την έννοια η γλώσσα αποτελείται από σύμβολα ή σημεία.
  • Συμβολοποίηση: είναι η χρησιμοποίηση συμβόλων για την αναπαράσταση πραγμάτων (μιας σκέψης, ενός αντικειμένου, μιας ιδέας, μιας εμπειρίας,…)
  • Αναπαράσταση: είναι η κατάσταση κατά την οποία κάτι βρίσκεται στη θέση κάποιου άλλου, αντιπροσωπεύει κάτι άλλο

Είναι σχεδόν προφανές από τους παραπάνω απλούς, απλουστευτικούς ορισμούς ότι οι έννοιες «συμβολοποίηση» και «αναπαράσταση», έτσι όπως ορίζονται ακόμη και σήμερα, και έτσι όπως τις κατανοεί και η προσωποκεντρική προσέγγιση, είναι ταυτόσημες. Στην ιστορική πορεία της Δύσης όμως η αναπαράσταση καθώς και η συσχέτιση της με την συμβολοποίηση δεν ήταν πάντα τόσο αυτονόητη (Χριστίδης ό.π., 13-14).

Οι πρωτόγονες κοινωνίες δεν μπορούσαν να διαφοροποιήσουν ανάμεσα στις λέξεις, και στα πράγματα , στα οποία οι λέξεις αναφέρονταν. Οι λέξεις και τα ονόματα θεωρείτο ότι ανήκαν στα πράγματα, ότι ήταν μέρος των πραγμάτων (π.χ. μαγικές λέξεις). Εκείνη την εποχή επικρατούσε μια «μυστική, αρχέγονη θεοποίηση του Λόγου» (Χριστίδης ό.π., σελ. 13).

Μέχρι και τον Μεσαίωνα λέξεις, ονόματα και εικόνες είχαν ακόμη μια φυσική σχέση με τα πράγματα, μια σχέση ομοιότητας. Υπήρχε μια αναλογική αντίληψη για την γλώσσα, μια αντίληψη που στηριζόταν στην άποψη, ότι η αισθητηριακή πρόσληψη δημιουργούσε « στο νου μορφές όμοιες με τη μορφή των πραγμάτων» (Χριστίδης ό.π., 14). Η γλώσσα θεωρείτο αντίγραφο ή καθρέπτης της πραγματικότητας και συνεπώς οι λέξεις καθρέπτιζαν τα πράγματα, δεν τα αναπαριστούσαν.

Μόλις στην Κλασσική περίοδο, από τον 17ο αιώνα και μετά, η αναπαράσταση άρχιζε να παίζει καθοριστικό ρόλο(Dreyfus, H.L. & Rabinow P 1987, και Φουκώ, Μ 2008). Ο κόσμος σιγά-σιγά άρχισε να βλέπει τα πάντα μέσα από το πρίσμα της αναπαράστασης. Όλα από δω και πέρα αλλάζουν. Στην τέχνη, στη φιλοσοφία, στη θεολογία, στις αναπτυσσόμενες επιστήμες, στη σχέση με τον κόσμο επικρατεί ο κανόνας της αναπαράστασης. Έτσι ξεκινάει σταδιακά μια σαφής διαφοροποίηση ανάμεσα στις λέξεις, τα γλωσσικά σημεία δηλαδή, τις ιδέες και τα πράγματα. Οι λέξεις θεωρούνται πλέον αναπαραστάσεις που υπόκεινται σε κοινωνικές συμβάσεις και που αναφέρονται στις ιδέες που έχουμε για τα πράγματα και όχι άμεσα στα πράγματα. Με μια έννοια οι λέξεις αυτονομούνται. Οι αναπαραστάσεις, τα σημεία, τα σύμβολα, οι λέξεις, θεωρείται ότι είναι κατασκευές ανεξάρτητες και από αυτό που αναπαριστούν, αλλά και από τα υποκείμενα που τις χρησιμοποιούν. Συνεπώς γνώση είναι η εκμάθηση και η σωστή χρησιμοποίηση, η σωστή διαχείριση των σημείων.

Το μοντέλο της αναπαράστασης κυριάρχησε σε όλη την κλασσική περίοδο μέχρι την Νεώτερη εποχή (19ος αιώνας), κατά την διάρκεια της οποίας διατυπώθηκαν κάποιες αρχικές επικρίσεις και σταδιακά εμφανίστηκαν άλλα μοντέλα αντίληψης και γνώσης (η έννοια του υποκειμένου, ο άνθρωπος ως υποκείμενο και αντικείμενο της γνώσης, ανθρωποκεντρισμός). Οι σημαντικότερες επικρίσεις προέρχονται από την φιλοσοφία, π.χ. από τον Humbolt και από τον Hegel. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η σκέψη, ότι η αναπαράσταση είναι αφαίρεση, κατηγοριοποίηση, γενίκευση (Χριστίδης ό.π., 20, 57, 67-69). «Γιατί είναι άλλο πράγμα βιώνω κάτι και άλλο πράγμα μιλάω γι’αυτό. Για να μιλήσω για κάτι, πρέπει πρώτα να το αναπαραστήσω, δηλαδή αυτό που αισθάνομαι, βλέπω, μυρίζω πρέπει να γίνει νοητική εικόνα. Και για να γίνει αυτό, πρέπει το πράγμα να χάσει όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, να γίνει ‘ίδιο’ με άλλα: να γενικευθεί μέσα από την αφαίρεση της ιδιαιτερότητας του, με άλλα λόγια να κατηγοριοποιηθεί…. το πράγμα – αυτό που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας – γίνεται έννοια, γίνεται κατηγορία, γίνεται μια αφηρημένη νοητική εικόνα… Αυτό εννοεί ο Hegel όταν λέει ότι ‘ένα πράγμα πρέπει να φονευθεί για να μπορέσει να αναπαρασταθεί’, δηλαδή να εξαφανιστεί ως άμεσο πράγμα και να αντικατασταθεί από τη νοητική του εικόνα» (Θεοδωροπούλου 2004, 39 και Χριστίδης ό.π., 20, 57, 69).

Τέλος στον 20ο αιώνα ο Μεταμοντερνισμός προσπάθησε να έρθει σχεδόν σε πλήρη ρήξη με την αναπαράσταση (αυτοναφορά, αέναη αναφορικότητα,…).

Παρόλες τις προσπάθειες που κατά καιρούς έγιναν για να ξεπεραστεί και παρόλες τις επικρίσεις που δέχτηκε το μοντέλο της αναπαράστασης επικρατεί ακόμη και σήμερα (Ψυχανάλυση και Προσωποκεντρική Προσέγγιση).

Κορυφή της σελίδας

3.2 Η γλωσσολογία του F. de Saussure (1857-1913)

Η ανεξαρτητοποίηση των σημείων, που ξεκίνησε τον 17ο αιώνα, κατέστησε, εκτός άλλων, δυνατή την αξιολόγηση της αναπαράστασης. Ο κόσμος μπορούσε να αναρωτηθεί και να προβληματιστεί, ως προς το αν η αναπαράσταση είναι αληθινή, σωστή, ακριβής, κατάλληλη.

Επίσης η ανεξαρτητοποίηση των σημείων σταδιακά οδήγησε στη διατύπωση μιας γλωσσολογίας με κύριο εκπρόσωπο τον F. de Saussure, που μιλά πλέον για την αυθαιρεσία του γλωσσικού σημείου (Θεοδωροπούλου ό.π., 30), που αντιλαμβάνεται τη γλώσσα ψηφιακά. «Ο Λόγος ορίζεται πλέον ως η ψηφιακή μορφοποίηση της άμορφης φύσης μέσα μας και γύρω μας» Χριστίδης ό.π., 17) και που μελετάει τη γλώσσα, πέρα από το ανθρώπινο όν, ως ένα αυτόνομο, ανεξάρτητο, στατικό, ομοιογενές, κλειστό σύστημα σημείων και συμβόλων. (Χριστίδης ό..π., 14, Θεοδωροπούλου ό.π., 30-32, 62-72 και Κατή, Δ. – Κονδύλη, Μ. – Νικηφορίδου, K. (επιμ.) 1999 12, 21, 27,37, 43.., 54…, 145, 147, 159).

Το γλωσσικό σημείο, το σύμβολο στη γλωσσολογία του Saussure είναι μια σαφής, καθαρή, διακριτή, φωτεινή, ανεξάρτητη μονάδα απαλλαγμένη από οποιαδήποτε ασάφεια, σκοτεινότητα, αισθητηριακή συγκίνηση και εμπειρία. Η μονάδα αυτή διακρίνεται σε σημαίνον και σημαινόμενο και η συμβολοποίηση, η συμβολική αναπαράσταση αφορά κυρίως το ίδιο το σημείο, το σημαίνον νοείται δηλαδή ως αναπαράσταση του σημαίνοντος, της ιδέας, της έννοιας που έχουμε για το πράγμα και όχι αναπαράσταση του πράγματος.

Στο γλωσσολογικό μοντέλο του Saussure το κάθε σημείο, η κάθε λέξη δεν παραπέμπει σε κάποιο πράγμα στον κόσμο, αλλά σε ένα άλλο σημείο, το οποίο με τη σειρά του παραπέμπει σε ένα άλλο, και σε ένα άλλο,… φτιάχνοντας έτσι μια σημειωτική αλυσίδα, στην οποία εμπλέκεται το ομιλούν υποκείμενο. Το ομιλούν υποκείμενο γίνεται ένας σχετικά παθητικός χρήστης του αυτόνομου και αυθύπαρκτου γλωσσικού κώδικα, ο οποίος είναι τόσο ισχυρός που ενίοτε το ξεπερνά και το καθορίζει (Lacan και στρουκτουραλισμός).

Κορυφή της σελίδας

3.3 Η γλωσσολογία του Charles Sanders Peirce (1839-1914)

Την καθαρότητα και τη σαφήνεια του γλωσσικού σημείου, έτσι όπως τη συνέλαβε ο Saussure, έρχεται να αμφισβητήσει ένας άλλος στοχαστής, ο C. S. Peirce.
Σύμφωνα με τον Peirce η σχέση του ανθρώπου με την πραγματικότητα είναι τριπλή:

Πίνακας Ι

Πρωτογενής σχέση
(firstness)
  άμεση, αισθητηριακή, αδιαφοροποίητη, συνεχής, άμορφη εμπειρία

θερμή, σκοτεινή, πυκνή, συγκίνηση

σωματική, ολιστική βίωση της εμπειρίας
  δείκτης

συμμετέχει στο αντικείμενο καθηλωμένος στο εδώ και τώρα, στο παρόν

ο δείκτης δείχνει, δεν σημαίνει
  κλάμα, η κραυγή του πόνου, χειρονομίες, επιφωνήματα, αναστεναγμοί καπνός, αποτυπώματα, τύπος γραφής, πόνος, θερμόμετρο, εδώ, εκεί, αυτό
δευτερογενής
(secondness)
  ενεργητική συνάντηση του υποκειμένου με το αντικείμενο, η πράξη   εικόνα

ομοιότητα με το αντικείμενο
  ζωγραφιά, φωτογραφία
τριτογενής
(thirdness)
  αποστασιοποιημένη, συμβολική βίωση της εμπειρίας

προτασιακός, αναλυτικός, φωτεινός, καθαρός λόγος
  σύμβολο

απελευθερωμένο από τα δεσμά του παρόντος
  λέξη, λέξεις,
σημαία, φανάρι
Κορυφή της σελίδας

Η τριπλή σχέση με την πραγματικότητα αντανακλά την τριπλή σύσταση του γλωσσικού σημείου. Όπως φαίνεται στο παραπάνω σχήμα, το γλωσσικό σύμβολο δεν είναι ούτε ομοιογενές, ούτε καθαρό, αλλά ένα σύνολο, «ένα μείγμα εικονικών, δεικτικών και συμβολικών συστατικών»
(Χριστίδης ό.π., 20).

Στην γλωσσολογία του Peirce το σύμβολο, το σημείο:

  • αποτελεί το τελευταίο στάδιο, το ψηφιακό ισοδύναμο, της γλωσσολογικής σημείωσης, η οποία ξεκινάει από τον δείκτη και την εικόνα που ως φυσικά, αναλογικά σημεία συνδέονται άμεσα με το αντικείμενο, με την εμπειρία στην οποία αναφέρονται.
  • είναι πάντα «μολυσμένο» από την εικόνα και τον δείκτη, που εκπροσωπεί την ενεργητική βίωση της εμπειρίας.

«είναι αναγκαστικά και τελεσίδικα ασαφές, γιατί αποτελεί «μετάφραση» του συνεχούς χαρακτήρα της πραγματικότητας – της οντολογικής ασάφειας. … Αν το ασαφές είναι πραγματικό, ανήκει στο πραγματικό, καμιά μορφοποίηση,…, δεν μπορεί να είναι απολύτως πλήρης και σαφής»
(Χριστίδης ό.π., 22).

Γι’αυτό μπορεί να μιλήσει κανείς για « υστέρηση της γλώσσας ως προς τη βιωματική αμεσότητα».
(Χριστίδης ό.π., 25).

Η συμβολοποίηση για τον Peirce είναι μια διαδικασία, την οποία διατρέχει η γλωσσική σημείωση από την άμεση εμπειρία μέχρι την συμβολική της αναπαράσταση.

Κορυφή της σελίδας

3.4 Η γλωσσολογία του Lev Vygotsky (1896-1934)

Και κατά τον Vygotsky τα γλωσσικά σημεία, οι λέξεις, ορίζονται από την διαπλοκή δύο διαστάσεων – τη δεικτική και τη συμβολική. Η δεικτική, συγκινησιακή διάσταση είναι προγενέστερη, χωροχρονικά εξαρτώμενη και συνδέεται με την άμεση εμπειρία, με την πρωτογενή αισθητήρια πρόσληψη της εμπειρίας (π.χ. παιδικός λόγος: αυτοκίνητο= μηχανή και κίνηση είναι ένα σύνολο, μαμά= μαμά, δώσε μου, αλλά και μαμά, βοήθησε με…)
(Χριστίδης ό.π., 72 και 75, 76, 149).
Αντίθετα η συμβολική διάσταση είναι μεταγενέστερη.

Ο σχηματισμός του συμβόλου προϋποθέτει απόσταση από την άμεση εμπειρία και απομάκρυνση από το συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο. Σύμφωνα με τον Vygotsky η συμβολοποίηση μετασχηματίζει την προ-εννοιακή σκέψη σε εννοιακή, συμβολική. «Συνεπώς η λέξη είναι η κατάληξη… Και οι δεσμοί της δεικτικής και της συμβολικής διάστασης δεν διαρρηγνύονται ποτέ. Και αυτό εκφράζεται … με τη διάκριση σημασίας (sense) και νοήματος (meaning)»
(Χριστίδης ό.π., 26).
Η σημασία αντιπροσωπεύει την δεικτική όψη της λέξης, του συμβόλου - είναι το συγκεκριμένο, προσωπικό, υποκειμενικό, ιδιωτικό, ενώ το νόημα αντιπροσωπεύει το γενικό, καθολικό, κοινωνικά προσδιορισμένο - η επεξήγηση του λεξικού.

Ο Vygotsky διαπραγματεύεται βέβαια περισσότερο τη σκέψη και τη διασύνδεση της με τη γλώσσα και λιγότερο την εμπειρία. Τη σκέψη ωστόσο την αντιλαμβάνεται ως προ εννοιακή, ολιστική και αδιαφοροποίητη και η οποία «προτού κοινοποιηθεί, προτού λεκτικοποιηθεί, μοιάζει να διατηρεί τη χαρακτηριστική ολικότητα της πρωτογενούς αισθητήριας πρόσληψης» (Χριστίδης ό.π.,70).

Και ακριβώς λόγω αυτής της στενής διαπλοκής σκέψης και εμπειρίας προχώρησα στην παράφραση του αποσπάσματος που παρέθεσα στην αρχή του παρόντος κειμένου και το οποίο επαναλαμβάνω:

«Η εμπειρία δεν συμπίπτει λοιπόν άμεσα με την γλωσσική έκφραση. Η εμπειρία … δεν συνίσταται από μεμονωμένες λέξεις. Αν θέλω να αποδώσω την εμπειρία ότι σήμερα είδα πως ένας νεαρός με μια μπλε μπλούζα περνούσε ξυπόλυτος τον δρόμο, δεν βλέπω ξεχωριστά τον νεαρό, ξεχωριστά την μπλούζα, ξεχωριστά ότι αυτή είναι μπλε, ξεχωριστά ότι δεν φορά παπούτσια, ξεχωριστά ότι περπατάει. Τα αντιλαμβάνομαι όλα μαζί, αλλά τα αναλύω γλωσσικά σε μεμονωμένες λέξεις. Η εμπειρία αποτελεί πάντα μια ολότητα, κάτι σε έκταση και μέγεθος μεγαλύτερο από μια μεμονωμένη λέξη. Ένας ομιλητής αναπτύσσει συχνά σε πολλά λεπτά την ίδια σκέψη, την ίδια εμπειρία. Αυτή υπάρχει ως ολότητα και δεν δημιουργείται σταδιακά σε μεμονωμένες ενότητες όπως η ομιλία του. Αυτό που περιέχεται συγχρονικά στην εμπειρία, ξεδιπλώνεται διαδοχικά στην γλώσσα. Μπορεί κανείς να συγκρίνει την εμπειρία με ένα κρεμασμένο σύννεφο που βρέχει λέξεις».

(Βιγκότσκι 1978-88, 428).

Να, τι είναι, τι μπορεί να είναι η συμβολοποίηση: η διαδικασία που συμπυκνώνει, υγροποιεί και μορφοποιεί το σύννεφο (εμπειρία) σε σταγόνες βροχής (σύμβολα=λέξεις).

Κορυφή της σελίδας

3.5 Η γνωσσιακή γλωσσολογία

Βασισμένη και επηρεασμένη από τις υποθέσεις των (γνωσιακών) νευροεπιστημών η γνωσιακή γλωσσολογία προχωράει σε θεωρήσεις που δεν απέχουν και τόσο πολύ από τις αντιλήψεις του Peirce και του Vygotsky (Χριστίδης ό.π., σελ. 28-34) .
Νευροεπιστήμες: Le Doux, Edelman, Damasio:

  • επιχειρούν να υπερβούν τον διαχωρισμό ανάμεσα στη συγκινησιακή και τη γνωσιακή διάσταση της νόησης
  • Damasio: ενδιαφέρεται για τη σύνδεση μεταξύ συγκίνησης και συνειδητότητας, καθώς και τη σύνδεση μεταξύ συγκίνησης, συνειδητότητας με το σώμα. Τα αισθήματα (κατ’αναλογία εικόνα και δείκτης) είναι τα πρωταρχικά στοιχεία της συνειδητότητας.

Η γνωσσιακή γλωσσολογία, ή τουλάχιστον κάποιοι εκπρόσωποι της, επιχειρεί να προσεγγίσει βιωματικά τη νόηση και τη γλώσσα και γι’αυτό εισάγει στη θεωρία της την έννοια της βιωματικότητας και της σωματικότητας

  • Lakoff & Johnson, (Θεοδωροπούλου ό.π., 170-194): αναφέρεται στον ενσώματο νου, στην ενσώματη διάσταση της ύπαρξης και θεωρεί τη φαντασία, μια δομική μορφοποιητική αρχή, ένας μηχανισμός, που μεσολαβεί ανάμεσα στις αισθήσεις και τις έννοιες με βασικό εργαλείο τη μεταφορά, αυτή η πυκνή μορφή σημείωσης που βρίσκεται κοντά στην πρωτογενή σχέση με τη πραγματικότητα
  • Kövecses: θεωρεί θεμελιακές έννοιες για την κατανόηση της γλώσσας και συνεπώς για την συμβολοποίηση και την αναπαράσταση την μετωνυμία και την μεταφορά λόγω της κοντινότητας τους με το υποκειμενικό μέρος της εμπειρίας (Θεοδωροπούλου ό.π., 383).
Σύμφωνα με τον Kövecses η μετωνυμία είναι μετονομασία του σωματικού - είναι ο εκπρόσωπος του σώματος στη γλώσσα και με αυτή την έννοια οι μετωνυμίες είναι κοντά στην εμπειρία. Οι μετωνυμίες είναι εκφράσεις που χαρακτηρίζουν μια σωματική αντίδραση ή ένα συναίσθημα και θεωρούνται ότι την/το εκφράζουν, π.χ. αύξηση των κτύπων της καρδιάς=φόβος, διέγερση=φόβος ή θυμός… Έτσι όταν παθαίνω κάτι, όταν μου συμβαίνει κάτι, αυτό που ξέρω, είναι αυτό που συμβαίνει στο σώμα μου, αυτό που νιώθω, είναι μια αίσθηση που έχω, μια σωματική αντίδραση. Αυτή την ενσώματη αίσθηση προσπαθώ να εκφράσω μετωνυμικά και μεταφορικά. Μετονομάζω τους έντονους κτύπους της καρδιάς και τη διέγερση που νιώθω σε θυμό ή/και επειδή παράλληλα αυτή η διέγερση που νιώθω, έχει προκαλέσει αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος μου, νιώθω κάτι ζεστό, θερμό μεταφέρω αυτή την ιδιότητα σε αυτό που νιώθω και λέω, πως βράζω από θυμό. Είναι αυτό το ενσώματο στοιχείο, αυτή η αίσθηση που έχει κάποιο βιωματικό νόημα για μένα, το πώς νιώθω δηλ., στο σώμα μου αυτό για το οποίο μιλάω, και που αποτελεί τη βάση των μετωνυμικοποιήσεων
(Θεοδωροπούλου ό.π., 221)
και των μεταφορικών εννοιοποιήσεων (Θεοδωροπούλου ό.π., 380).

«Όταν θυμώνουμε, δεν έχουμε επίγνωση ότι ανεβαίνει η θερμοκρασία του σώματος μας. Αυτό που νιώθουμε είναι το αίσθημα του ζεστού και αυτό ακριβώς το αίσθημα χρησιμοποιούν οι γλώσσες στην επεξεργασία των μεταφορών…»
(Θεοδωροπούλου ό.π., 381)

Κορυφή της σελίδας

4. Μια μικρή αναφορά στη ψυχανάλυση

Για την ψυχανάλυση η συμβολοποίηση και συνεπώς η αναπαράσταση είναι κεφαλαιώδους σημασίας (από τον Freud μέχρι Lacan και Dolto). Πίσω από αυτήν, την αναπαράσταση, κρύβεται ένα δράμα, το δράμα του χωρισμού, του αποχωρισμού από την μητέρα. «Ο χωρισμός γεννά το σύμβολο… Η συμβολική σκέψη ανακύπτει όταν ο αποχωρισμός από την αδιαμεσολάβητη βίωση της εμπειρίας γίνεται ανεκτός». (Χριστίδης ό..π., 33 και Θεοδωροπούλου ό.π.,. 62-86, 170). Χωρισμός, απώλεια, απουσία, επιθυμία, αυτά γεννούν τις λέξεις και τα σύμβολα. Γι’αυτό και η αναπαράσταση είναι πάντα η παρουσία μιας απουσίας.

Στη λεγόμενη ‘καταθλιπτική θέση’ τοποθετούν οι κλαϊνικοί την λεκτική μας ικανότητα εν γένει (Κρίστεβα 1996, 143). Η συμβολοποίηση και η αναπαράσταση αποτελούν μηχανισμούς που αναπτύσσει το υποκείμενο για να αντιμετωπίσει την κατάθλιψη που γεννά η απώλεια του αντικειμένου και για να περιορίσει τη ροή έντονων και βασανιστικών συναισθημάτων.

Κορυφή της σελίδας

Πίνακας ΙΙ

    Peirce   Vygotsky   Lakoff & Johnson   Kövecses   Rogers   Gendlin
Γλώσσα   τριτογενής σχέση

αποστασιοποιημένη

συμβολική βίωση της εμπειρίας
  σύμβολο

απελευθερωμένο από τα δεσμά του παρόντος, συμμετέχει στο αντικείμενο

λέξη, λέξεις, σημαία, φανάρι
  συμβολική διάσταση

νόημα (meaning)
  Γλώσσα= μετωνυμία και μεταφορά

σκέψη, νόηση= αφαίρεση και γενίκευση

αναλυτικός, φωτεινός, καθαρός, προτασιακός λόγος
  Εαυτός

συμβολοποιημένη εμπειρία αναπαράσταση

αντιληπτικό πεδίο
ρητή, εκφρασμένη, λεκτικοποιημένη εμπειρία

(explicit)
φαντασία   δευτερογενής σχέση

ενεργητική συνάντηση του υποκειμένου με το αντικείμενο,

η πράξη
  εικόνα

ομοιότητα με το αντικείμενο

ζωγραφιά φωτογραφία
            βιωμένη αίσθηση
(felt sense)
  βιωμένη αίσθηση
(felt sense)
πραγματικότητα   πρωτογενής σχέση

άμεση, αισθητηριακή, αδιαφοροποίητη, συνεχής, άμορφη εμπειρία

θερμή, σκοτεινή, πυκνή, συγκίνηση

σωματική, ολιστική βίωση της εμπειρίας
  Δείκτης

συμμετέχει στο αντικείμενο, καθηλωμένος στο εδώ και τώρα, στο παρόν

ο δείκτης δείχνει, δεν σημαίνει (127)

κλάμα, η κραυγή του πόνου (21), χειρονομίες, επιφωνήματα, αναστεναγμοί (89,91,95) καπνός, αποτυπώματα, τύπος γραφής, πόνος, θερμόμετρο, εδώ, εκεί, αυτό
  δεικτική διάσταση

σημασία (sense)
  σώμα

σωματικές αντιδράσεις

αισθήσεις

ενσώματο αίσθημα

βιωματικό νόημα
  οργανισμός

οργανισμική, ασυμβολοποίητη εμπειρία

φαινομενολογικό πεδίο
άρρητη, ενεχόμενη, άδηλη εμπειρία

(implicit)

Συμβολοποίηση = Διαδικασία μετασχηματισμού της άμεσης εμπειρίας, οδηγεί στην αναπαράσταση της, στη συμβολοποιημένη εμπειρία

Κορυφή της σελίδας

5. Συμπεράσματα

Πίνακας ΙΙΙ

Εμπειρία
Συμβολοποιημένη Εμπειρία

βίωμα


Γλώσσα

Συμβολοποίηση

αναπαράσταση, διαμεσολάβηση, δόμηση, συγκρότηση,
οργάνωση, μορφοποίηση, ολοκλήρωση

προϋποθέτει απόσταση, επεξεργασία, αναστοχασμό
οδηγεί στη κατανόηση και την απόδοση νοήματος


ολιστική,

άμεση, ασαφής, αδιαφοροποίητη, αδιαμεσολάβητη,
προ-γλωσσική, προ-εννοιακή,
αισθητηριακή, συγκινησιακή,
σωματική, οργανισμική,
ενικού αριθμού, μοναδική,
συνεχής,
με πυκνότητα, θέρμη, πάθος ,
με αμφισημία και πολυσημία

της ζωής


μερικό,

έμμεσο, σαφές, διαφοροποιημένο διαμεσολαβημένο,
γλωσσικό, εννοιακό,
αναλυτικό, προτασιακό,
νοητικό, γνωσιακό,
πληθυντικού αριθμού,
σειριακό, κατηγοριοποιημένο,
με καθαρότητα και φωτεινότητα,
με ξεκάθαρο νόημα

του βίου

1) η εμπειρία είναι ολιστική, ενώ η συμβολοποίηση μερική.

  • ολιστικά ‘βιώνεται’, συλλαμβάνεται η εμπειρία σε αντίθεση με την συμβολοποίηση της που είναι μερική. «Η ολότητα του βιώματος δεν συμβολοποιείται. Βιώνεται». (Θεοδωροπούλου ό.π., 157 και Gendlin 1997).
  • από την ολότητα της άμεσης, αδιαμεσολάβητης εμπειρίας μόνο ένα μέρος μπορεί κάθε φορά να συμβολοποιηθεί. Αυτό το μέρος όμως κουβαλάει μέσα του κάτι από την αύρα του όλου της εμπειρίας (Peirce στο Χριστίδης ό.π., 20- 25, 87-101 και Vygotsky στο Χριστίδης ό.π., 26, 70-76, 149) .
2) η εμπειρία είναι επίσης ολιστική, προ-γλωσσική, αδιαφοροποίητη, αισθητηριακή, σωματική=οργανισμική, ενικού αριθμού, είναι της ζωής, ενώ η συμβολοποίηση είναι γλωσσική, προτασιακή, σειριακή, κατηγοριακή, εννοιολογική, πληθυντικού αριθμού, είναι του βίου (Κατή, Δ., Κονδύλη, Μ., Νικηφορίδου. (επιμ.)(1999), 23).
Μια και μοναδική εμπειρία οδηγεί σε πολλές, πολλαπλές συμβολοποιήσεις.

3) προτού η εμπειρία αναπαρασταθεί λεκτικά-γλωσσικά, προτού, δηλαδή, η εμπειρία συμβολοποιηθεί και γίνει βίωμα, διανύει μια ολόκληρη διαδρομή με αφετηρία το σώμα, με ενδιάμεσους σταθμούς (εικόνα, συναίσθημα, σκέψη) και τελικό προορισμό το σύμβολο=λέξη(Peirce, Vygotsky, Lakoff & Johnson και Kövecses).
Με την γλώσσα εκφράζουμε αυτό που με το σώμα ζούμε.

4) Η συμβολοποίηση έχει περιγραφεί λοιπόν ως:

  • αναπαράσταση (18ος – 20ος αιώνας, Saussure)
  • τεμαχισμός (Humbolt στο Χριστίδης ό..π.,. 57)
  • φόνος του πράγματος, αφαίρεση, γενίκευση
    (Hegel στο Χριστίδης ό..π., 88 και 67, βλ. επίσης και Heidegger στο Χριστίδης ό..π., 57: «το είναι γεννιέται, όταν συντρίβεται η λέξη)
  • μορφοποίηση και έκφραση του συνεχούς πραγματικού (Peirce στο Χριστίδης ό..π., 20-22)
  • μετασχηματισμός της δεικτικής διάστασης, της προσωπικής σημασίας, στη συμβολική διάσταση, το γενικό νόημα (Vygotsky στο Χριστίδης ό..π., 26, 38-64)
Κορυφή της σελίδας

Επιπρόσθετα:

5) η συμβολοποίηση της εμπειρίας είναι απαραίτητη, καθοριστική και αναπόσπαστο κομμάτι της επίγνωσης, εφόσον «αυτό που συμβαίνει …αποκτάει ένα καταρχήν νόημα για το υποκείμενο, μέσα από την συμβολοποίηση του».
(Θεοδωροπούλου ό.π., 169 και Κατή, ό.π., 53).

6) αυτό είναι δυνατό, γιατί ο άνθρωπος δεν είναι χρήστης ενός ήδη δεδομένου, στατικού, κλειστού γλωσσικού κώδικα/συστήματος, όπου σημαίνοντα και σημαινόμενα είναι αδιάσπαστα δεμένα μεταξύ τους
(Saussure και Lacan στο Χριστίδης, σελ. 14, 17 και Θεοδωροπούλου, σελ. 30-32, 62-72 και Κατή ό.π., σελ. 12, 21, 27,37, 43.., 54…, 145, 147, 159),

7) αλλά δημιουργός νοήματος, χρήστης και δημιουργός της γλώσσας ως ανοικτού κώδικα, ως αποθέματος νοηματοδότησης, που εφορμάται από την αμφισημία και την πολυσημία της εμπειρίας και του νοήματος. Το νόημα της εμπειρίας δεν εξαντλείται στις λέξεις, στην αφαίρεση και άρα στην συμβολική του αναπαράσταση. Η εμπειρία είναι αμφίσημη, πολύσημη και είναι ακριβώς αυτή η πολυσημία που καθιστά δυνατή την αέναη επανανοηματοδότηση του κόσμου, που καθιστά δυνατή την επανανοηματοδότηση της εμπειρίας, την υποκειμενική νοηματοδότηση (Κονδύλη, ό.π., 159).

8) η συμβολοποίηση συνεπώς δεν οδηγεί σε μια απλή απόδοση, σε μια έκφραση ή σε μια παθητική μετάφραση της εμπειρίας. Μέσα από την συμβολοποίηση δεν αναπαρίσταται απλά η εμπειρία, που είναι πάντα ενικού αριθμού, με συγκεκριμένη ημερομηνία, άρα μοναδική και ανεπανάληπτη. Η συμβολοποίηση αφαιρεί, διαμεσολαβεί, συγκροτεί, οργανώνει, μορφοποιεί, δομεί, προάγει, ολοκληρώνει τέλος την εμπειρία ανάγοντας την

  • η συμβολοποίηση είναι με άλλα λόγια η διαδικασία που συμπυκνώνει, υγροποιεί και μορφοποιεί τα μόρια σύννεφου (εμπειρία) σε σταγόνες βροχής (λέξεις) (Βιγκότσκι 1978-88, 428)
  • με αυτή την έννοια βίωμα είναι η διαμεσολαβημένη εμπειρία, η συμβολοποιημένη εμπειρία (Τζαβάρας 1978, υπ. 4, 91).
9) τέλος η συμβολοποίηση δεν είναι μια μοναχική πράξη, μια αυτάρεσκη δραστηριότητα, μια αυθαίρετη, ατομική υπόθεση. Η συμβολοποίηση είναι μια σημειωτική πράξη που προϋποθέτει δίκτυο σχέσεων, ένα πλαίσιο. Σε αυτό το πλαίσιο επικυρώνεται και επιβεβαιώνεται η εγκυρότητα της συμβολοποίησης, του υποκειμενικού νοήματος. Ο άλλος μετέχει, συμμετέχει ως μάρτυρας μέσα από την παρουσία του στην συμβολοποίηση και την απόδοση νοήματος. Η συμβολοποίηση είναι αποτέλεσμα διαλόγου, διυποκειμενικής συμφωνίας, μιας συνεργατικής σημειωτικής πράξης, αλληλεπίδρασης, σύμπραξης (Κονδύλη, ό.π., 159).

Κορυφή της σελίδας

6. Πιθανές συνέπειες για την ψυχοθεραπευτική πράξη

Είναι σχεδόν προφανές το πόσο όλες αυτές οι γλωσσολογικές θεωρήσεις αφορούν, φωτίζουν και εμπλουτίζουν δημιουργικά την ψυχοθεραπευτική πρακτική.

Ξεκινώντας από την τελευταία θα έλεγε κανείς ότι η ψυχοθεραπεία είναι ακριβώς ένα τέτοιο δίκτυο σχέσεων (Rogers ό.π.), ένα αλληλεπιδραστικό πλαίσιο (Gendlin 1994), μέσα στο οποίο … επικυρώνεται και επιβεβαιώνεται η εγκυρότητα της συμβολοποίησης, του υποκειμενικού νοήματος. Ο θεραπευτής μετέχει, συμμετέχει ως μάρτυρας μέσα από την παρουσία του στην συμβολοποίηση και την απόδοση νοήματος.

Μέσα στο θεραπευτικό πλαίσιο αναδύεται το άρρητο, το ανολοκλήρωτο νόημα του βιώματος. Αλλιώς παραμένει ημιτελές, ανολοκλήρωτο, αμετακίνητο και περιμένει να ακουστεί για να μπορέσει να προχωρήσει, να μετακινηθεί, να προαχθεί (Gendlin 1964).

Έτσι ο θεραπευτής καλείται όχι μόνο να μην επιβάλει δικές του συμβολοποιήσεις, αλλά να σέβεται και να ακολουθεί την διαδικασία συμβολοποίησης του πελάτη του (Rogers ό.π.), να τον συντροφεύει δηλ., στην κάθοδο του από την συμβολική επιφάνεια στο βάθος των εμπειριών του, στο υπαρξιακό βάθος, εκεί όπου δεν υπάρχουν ακόμη λέξεις παρά μόνο αποτυπώματα, αισθήσεις, ανεπαίσθητα ίχνη, ρέουσες και περιρρέουσες ατμόσφαιρες, να μπορεί να τον συναντά στα αρχικά στάδια συμβολοποίησης, στο μεταίχμιο της συνειδητότητας του (ο δείκτης του Peirce ό.π., και κατ’αναλογία η βιωματική αίσθηση του Gendlin 1994),
σε σχεσιακό βάθος (Mearns 2005 ό.π.) και να τον βοηθά στην σταδιακή του άνοδο από τα δεικτικά βάθη της γλώσσας στην συμβολική επιφάνεια (διαδικασία εστίασης Gendlin 19964, 1994).

Με βάση τα παραπάνω μπορεί να σκεφτεί κανείς την (βαθιά) ενσυναίσθηση ακριβώς όχι σαν μια απλή επανάληψη, σαν μια αντανάκλαση της λέξης (της πρότασης, της αφήγησης, του… ‘συμβόλου’ του πελάτη), γιατί τότε θεραπευτής και θεραπευόμενος θα παρέμεναν απλά στη συμβολική επιφάνεια, αλλά σαν μια προσπάθεια εκ μέρους του θεραπευτή να παρακολουθήσει την πορεία της συμβολικής σημείωσης του πελάτη, μέχρι τον αφετηριακό δείκτη της άμεσης εμπειρίας του και να αφουγκραστεί μαζί του τις ανεπαίσθητες δονήσεις που προκαλεί η άμεση, αισθητηριακή, άμορφη εμπειρία στο σώμα του (Peirce ό.π., και Gendlin), να αναζητήσει μαζί του πέρα από το γενικό νόημα, την προσωπική σημασία των λέξεων, των προτάσεων… (Vygotsky ό.π., και Gendlin).
Μόνο έτσι θα μπορέσει ο πελάτης να συμβολοποιήσει επακριβώς ότι του συμβαίνει, να προχωρήσει ενδεχομένως στη αναθεώρηση διαστρεβλωμένων εμπειριών του ή/και να ανασύρει από το φαινομενολογικό του πεδίο αρνημένες εμπειρίες.

Για παράδειγμα η πελάτισσα που χρησιμοποιεί τη λέξη «μιζέρια» για εκφράσει αυτό που νιώθει τώρα, όπως και όλο αυτό που ένιωθε στη παιδική της ηλικία, όλο αυτό το κλίμα στο σπίτι. Όχι τόσο οικονομικά, όσο συναισθηματικά, ψυχολογικά: την απουσία του πατέρα, την απουσία/παρουσία της μητέρας, αυτά που έπρεπε να κάνει, χωρίς να θέλει για να αρέσει στη μαμά, που γυρνούσε πάντα κουρασμένη από την δουλειά και που της πρόσφερε τα πάντα, το ότι κρυβόταν κάτω από το κρεβάτι για να είναι μόνη της και ήσυχη, παρακαλώντας πολλές φορές να έρθει κάποιος να τη σώσει… Η λέξη «μιζέρια» είναι μόνο το σύμβολο που συμπυκνώνει όλη την εμπειρία. Καθώς η πελάτισσα ξεδιπλώνει την προσωπική σημασία που έχει για αυτήν αυτή η λέξη, χρησιμοποιεί επιπλέον σύμβολα, ακολουθεί μια συμβολική αλυσίδα, η οποία την βοηθά να νοηματοδοτήσει το συναίσθημα της. Μόνο εφόσον μπορέσει να σταματήσει, με την βοήθεια του θεραπευτή την οριζόντια πορεία της συμβολικής σήμανσης, της αντικατάστασης δηλ., ενός συμβόλου από ένα άλλο και γυρίσει σταδιακά στην άμεση, στην αισθητηριακή της εμπειρία, θα μπορέσει ίσως να συναντήσει εκείνη την ‘ενσώματη αίσθηση’ και το βιωματικό νόημα που έχει γι’αυτήν η εμπειρία, για την οποία μιλάει.

Αυτό ακριβώς προτείνει και η Focusing-βιωματική Ψυχοθεραπεία του Gendlin, εμπλουτίζοντας έτσι την Προσωποκεντρική Προσέγγιση με ένα βιωματικό βάθος που μπορεί ενίοτε να της διαφεύγει.

Η συμβολοποίηση γίνεται λοιπόν σημαντική, γιατί ακριβώς μας επιτρέπει να μιλάμε για τις εμπειρίες μας, να επιστρέφουμε σε αυτές, να τις αφηγούμαστε και έτσι να αφηγούμαστε τη ζωή μας, να φτιάχνουμε τα βιώματα μας, «τα αυτοβιογραφικά μας ανέκδοτα» (Λάζος ό.π.),
την ιστορία μας, μας βοηθάει να δίνουμε στα πράγματα μορφή, μας βοηθάει να νοηματοδοτούμε τις εμπειρίες μας, μας βοηθάει τέλος να διαμορφώνουμε την ταυτότητα μας, μας συγκροτεί δηλαδή σαν υποκείμενα, εφόσον επηρεάζει την αυτοαντίληψη, οδηγεί στην επίγνωση και την συνειδητότητα, διαμορφώνει την αυτοεικόνα .
Αυτή καθιστά έτσι δυνατό το πέρασμα από την απλή, φυσική ζωή στον κοινωνικό, ψυχολογικό βίο (αναφέρομαι στην εισαγωγή του Agamben για την διάκριση που υπάρχει στα ελληνικά ανάμεσα στη ζωή και τον βίο (Agamben 2005, σελ. 18 , βλ. επίσης Μπαμπινιώτης, σελ. 366-367).

Με άλλα λόγια η συμβολοποίηση είναι αναγκαία για την διάνοιξη ενός χώρου αναγνώρισης, επεξεργασίας, αναστοχασμού, επίγνωσης (Gendlin),
ενός λεγόμενου ψυχικού χώρου, ενός χώρου πριν την πράξη, τραγικά απαραίτητου για τη ψυχική υγεία και ισορροπία (Κρίστεβα 1996, Behr ό.π. ).
Είναι αυτή η απουσία, η ανικανότητα συμβολοποίησης (και όχι η λανθασμένη συμβολοποίηση μόνο) από την οποία πάσχει ο σύγχρονος άνθρωπος, ο οποίος αδυνατώντας να συμβολοποιήσει περνάει άμεσα στην πράξη με την μορφή της εκδραμάτησης (εθισμοί, βία, επιθετικότητα).

Κλείνοντας θα ήθελα να σημειώσω, ότι ενώ η σημασία της συμβολοποίησης παραμένει αναμφισβήτητη, ο ορισμός της ως αναπαράσταση είναι ακόμη υπό διαπραγμάτευση. Ακριβώς επειδή έχουν διατυπωθεί όλες αυτές οι επικρίσεις και οι περιορισμοί της αναπαράστασης, υπάρχουν θεωρίες, οι οποίες μας προσκαλούν να αναλογιστούμε την συμβολοποίηση ως ολοκλήρωση και ως προαγωγή της εμπειρίας (Gendlin 1964, 1996, 1997),<
η οποία από τη στιγμή που συμβολοποιείται σταματά να είναι πια η ίδια. Με αυτή την έννοια η συμβολοποίηση δεν εκφράζει έστω μερικά την εμπειρία, αλλά την αλλάζει. Και ακριβώς εδώ βρίσκεται ο θεραπευτικός της χαρακτήρας, όχι μόνο στην επίγνωση και την αυτογνωσία στις οποίες σίγουρα συνεισφέρει, αλλά πολύ περισσότερο στη δυναμική αλλαγή που επιφέρει.

Κορυφή της σελίδας

Ένα ακόμη παράδειγμα: «δεν θα τα καταφέρω»

Ένα ακόμη παράδειγμα, στο οποίο μπορούμε να παρακολουθήσουμε την πορεία συμβολοποίησης ενός πελάτη. Ξεκινώντας από την αίσθηση της ‘ντροπής’ να μιλήσει, ξεδιπλώνει την εμπειρία του που σχετίζεται με αυτή του την αίσθηση, και βρίσκει τις διάφορες πτυχές της: την πεποίθηση ότι δεν θα τα καταφέρει, την απορριπτική στάση των γονιών και κυρίως του πατέρα, την αναχαίτιση, την έλλειψη εμπιστοσύνης και το προκάλυμμα της προστασίας, το βάρος στο στέρνο, την δυσκολία στην αναπνοή, την αίσθηση εγκλωβισμού…

Π Σκεφτόμουνα αυτό που συζητούσαμε και την προηγούμενη φορά… Αυτό με την ντροπή… με την αδυναμία μου να μιλήσω… αυτή την αίσθηση που έχω, ότι δεν θα τα καταφέρω. Είναι σαν να με ακολουθεί παντού. Ότι και αν κάνω, υπάρχει μέσα μου αυτό: δεν θα τα καταφέρεις
Θ Υπάρχει αυτό… μέσα σου, αυτή… η αίσθηση, ότι δεν θα τα καταφέρεις
Π Ναι. Δεν είναι αίσθηση… Το πιστεύω
Θ Δεν είναι αίσθηση. Είναι πεποίθηση. Είναι μια πεποίθηση που σε ακολουθεί παντού. Ντροπή, αδυναμία να μιλήσεις, δεν θα τα καταφέρεις. Αναρωτιέμαι, μπορούμε να μείνουμε λίγο με αυτά;
Π Ναι.
Θ Πως είναι άραγε όλα αυτά; Πως τα νιώθεις όλα αυτά;
Π …σαν, …, σαν ένα βάρος εδώ μπροστά (δείχνει στο στέρνο)
Θ Κάτι σαν βάρος.
Π Ναι, κάτι σαν βάρος, σαν μια πλάκα. Είναι ακόμη…, σαν υπάρχει καιρό εκεί, σαν κάτι από παλιά.
Θ Σαν μια πλάκα… από παλιά…
Π Ναι… Σκέφτομαι, μήπως έχει να κάνει με τους γονείς μου… Αυτό που θυμάμαι, και σίγουρα δεν έχει να κάνει με την πρόθεση τους, … φαντάζομαι το έκαναν για να με προστατεύσουν, όπως κάνουν όλοι οι γονείς,… όταν ήταν να γίνει μια δουλειά στο σπίτι και σηκωνόμουν να την κάνω, … για παράδειγμα, αν ήταν να καθαριστούν πατάτες και σηκωνόμουνα εγώ, ερχόταν ο πατέρας μου και μου έπαιρνε την πατάτα από το χέρι και μου έλεγε: ‘άστο θα το κάνω εγώ’… Ο πατέρας μου το έκανε με τις δουλειές κυρίως, η μητέρα μου με άλλα πράγματα…
Θ Σαν να σου έκοβε τη φόρα…
Π Ναι… και δεν με άφηναν να πάρω πρωτοβουλίες
Θ Δεν σε άφηναν να πάρεις πρωτοβουλίες, αλλά και όταν έπαιρνες, σε σταματούσαν… σε αναχαίτιζαν…
Π Ήταν σαν…
Θ Ήταν σαν…
Π Δεν ξέρω… σαν… σαν να μην μου είχαν
Θ … σαν… να μην σου είχαν…
Π Δεν θέλω ούτε να το πω, αλλά έτσι είναι… Σαν να μην μου είχαν… εμπιστοσύνη
Θ Σαν να μην σου είχαν εμπιστοσύνη
Π Ναι. Και σαν να μην μου είχαν εμπιστοσύνη… Πώς να πιστέψω μετά σε μένα… πώς να πιστέψω ότι μπορώ να τα καταφέρω… Γι’αυτό… και ήθελα τόσο πολύ να κάνω τη δική μου δουλειά,… να μην συνεχίσω τη δική τους, … να είμαι κάτι σαν αυτοδημιούργητη… Γι’αυτό και στη δουλειά μου … κυρίως, το παραμικρό σχόλιο, η παρατήρηση… ή ακόμη και το βλέμμα του άλλου, μπορεί να με κάνει να νιώσω άσχημα, …ότι απέτυχα,… να, πάλι δεν τα κατάφερα…
Θ Εύκολα αγγίζεται αυτό το κομμάτι, … ότι απέτυχες, …ότι δεν τα κατάφερες
Π Ναι… κάθε δύο ή τρεις μήνες έχω μια κρίση
Θ Κρίση;
Π Ναι, με μια οποιαδήποτε μικρή εξωτερική αφορμή, αρχίζω να σκέφτομαι όλα αυτά… και ότι απέτυχα… δεν αξίζω… δεν τα καταφέρνω…
Θ Ακόμη και μια μικρή αφορμή είναι ικανή να προκαλέσει μια κρίση και να αρχίσουν αυτές οι σκέψεις...
Π … στην αρχή με πιάνει μια καταθλιπτική διάθεση…, απόγνωση…, είναι σαν…, νιώθω να είμαι εγκλωβισμένη στις λίγες μου δυνατότητες… και ότι δεν υπάρχει διέξοδος…, ότι πάντα θα είναι έτσι…, δεν τα κατάφερα…, δεν θα τα καταφέρω ποτέ…, ότι έτσι είμαι…, αδύναμη… μια αίσθηση πνιγμού… εγκλωβισμένη και χωρίς να αναπνέω κανονικά
Κορυφή της σελίδας

Βιβλιογραφία

-Agamben, G. (2005). Homo Sacer. Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή. Αθήνα: Scripta
-Βιγκότσκι, Λ. (1978-88). Σκέψη και γλώσσα. Αθήνα: Γνώση
-Behr, M. (2009). Constructing emotions and accommodating schemas: a model of self- exploration, symbolization, and development. In: Journal of the World Association for Person-Centered and Experiential Psychotherapy and Counseling, Volume 8, Number 1, Spring 2009. Ross-on-Wye: PCCS Books Ltd, p.p. 44-62
-Biermann-Ratjen, E.-M. (1998). On the development of the Person in relationships. In: Thorne, B & Lambers, E. (1998). Person-Centred Therapy: A European Perspective. London: Sage
-Biermann-Ratjen, E.-M. & Eckert, J. & Schwartz, H.-J. (1981). Gesprächs¬psychotherapie. Verändern durch Verstehen. Stuttgart: Kohlhammer
-Dreyfus, H.L. & Rabinow P. (1987). Michel Foucault. Jenseits von Strukturalismus und Hermeneutik. Frankfurt am Main: Athenäum
-Gendlin, E. (1964). A Theory of Personality Change. In: Philip Worchel, R & Byrne, D. (Eds.). Personality Change. New York: John Wiley & Sons
-Gendlin, E. (1984). The Client’s Client: the Edge of Awareness. In: Levant, P & Shlein, J. (Eds.). Client-centered therapy and the person centered approach: New directions in theory, research and practice. New York: Preager
-Gendlin, E. (1996). Focusing Oriented Psychotherapy, A Manual of the Experiential Method. New York: Guilford Press
-Gendlin, E. (1997). Experiencing and the creation of meaning. A philosophical and psychological approach to the Subjective. Evanston, Illinois: Northwestern University Press
-Θεοδωροπούλου, Μ. (2004). Στα γλωσσικά μονοπάτια του φόβου. Ψυχισμός και γλώσσα. Αθήνα: Νήσος
-Imhasly, B. Marfurt, B. Portmann, P. (1979). Konzepte der Linguistik . Eine Einführung. Wiesbaden: Athenaion
-Κατή, Δ. – Κονδύλη, Μ. – Νικηφορίδου, K. (επιμ.)(1999). Γλώσσα και νόηση. Επιστημονικές και φιλοσοφικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Αλεξάνδρεια
-Κρίστεβα, Τ. (1996). Οι νέες αρρώστιες της ψυχής. Αθήνα: Καστανιώτης
-Λάζος, Χ. Γ. (1993). Ενώπιον του γράμματος. Πάτρα: Φέρρυ Μπωτ
-Λάζος, Χ. Γ. (1995). Εισαγωγή-Μετάφραση-Σημειώσεις, στο Celan, P. Του κανενός το ρόδο. Αθήνα: Άγρα
-Lakoff, G. & Johnson, M. (1980). Metaphors we live by. Σικάγο & Λονδίνο: Chicago University Press
-Lakoff, G. & Johnson, M. (1999). Philosophy in the Flesh. The embodied mind and its challenge to western thought. Νέα Υόρκη: Basic Books
-Leijsssen, M. (1998). Focusing: interpersonal and intrapersonal conditions of growth. In: Thorne, B & Lambers, E. (1998). Person-Centred Therapy: A European Perspective. London: Sage
-Mearns, D. & Thorne, B. (2000). Person-centred therapy today, New frontiers in theory and practice. London
-Mearns, D. & Cooper, M. (2005). Working at Relational Depth in Counselling and Psychotherapy. London: Sage
-Μπρούζος, Α. (2004). Προσωποκεντρική Συμβουλευτική. Θεωρία, Έρευνα και Εφαρμογές, Αθήνα: Εκδ. Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός
-Παπαγιώργης, Κ. (επιμ) (1981). Κείμενα σημειολογίας. Μπενβενίστ, Μπαρτ, Ντεριντά, Πιρς, Φουκώ. Αθήνα: Νεφέλη
-Rogers, C. R. (1951). Client-centered therapy. Its current practice, implications, and theory. Boston: Houghton and Mifflin
-Rogers, C. R. (1959). A theory of therapy, personality, and interpersonal relationships, as developed in the client-centered framework. In: Koch, S. Psychology. A study of science. Vol. III: Formulations of the person and the social context. New York: McGraw Hill, p.p. 184-256
-Thorne, B & Lambers, E. (1998). Person-Centred Therapy: A European Perspective. London: Sage
-Τζαβάρας, Γ. (1978), Πρόλογος-Μετάφραση-Σχόλια, στο Χαϊντεγγερ, Μ. Είναι και Χρόνος, Αθήνα: Δωδώνη
-Φουκώ, Μ. (1987). Η αρχαιολογία της γνώσης. Αθήνα: Εξάντας
-Φουκώ, Μ. (2008). Οι λέξεις και τα πράγματα. Μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου. Αθήνα: Γνώση
-Χριστίδης, Α.-Φ. (2002). Όψεις της γλώσσας. Αθήνα: Νήσος
-Warner, M. (2000). Person-centred therapy at the difficult edge: a developmentally based model of fragile and dissociated process. In: Mearns, D. & Thorne, B. (2000). Person-centred therapy today, New frontiers in theory and practice. London

Κορυφή της σελίδας

Διαδικτυακές πηγές:

- Wolfgang W. Keil, Menschenbild und Persönlichkeitstheorie der klientenzentrierten Psychotherapie http://www.donauuni.ac.at/imperia/md/content/studium/umwelt_medizin/psymed/artikel/a3oegwg.pdf. 1-7-2009
- Rainer Sachse, „Klassische“ klientenzentrierte Psychotherapie http://www.ipp-bochum.de/downloads/1_klassische-klientenzentrierte-psychotherapie.pdf. 1-7-2009
- Peter F. Schmid, Personzentrierte Psychotherapie, Eine Einführung www.pfs-online.at/papers/paper-slun.htm 1-7-2009
- Klaus Heinerth, Psychotherapieverfahren: Gesprächspsychotherapie, (Erwachsene) http://www.heinerth.de/GPT.doc. 2-7-2009
- http://www1.uni-hamburg.de/psych-3/homepages/schwab/ivm3%20eckert%203.ppt 2-7-2009
- www.komvos.edu.gr/glwssa/Odigos/thema_a5/a_5_thema.htm 2-7-2009
- en.wikipedia.org/wiki/symbol 14-7-2009
- www.aber.ac.uk/media/Documents/S4B/semiotics/html 14-7-2009

Κορυφή της σελίδας

The Gendlin Online Library

(κλίκ στο εικονίδιο)
Gendlin Online Library

Νέα - Ανακοινώσεις - Blog

Για τα τελευταία νέα και ανακοινώσεις επισκεφθείτε το blog μας στη διεύθυνση:

http://focusing-hellas.blogspot.com

What's NEW ...

What's New... from THE FOCUSING INTSITUTE

see

 

Γενικές Δραστηριότητες του EKF

-Εκπαίδευση

(σε συνεργασία με το Κεντρικό Ινστιτούτο Focusing Νέας Υόρκης)

-Θεραπεία

  • Ατομικές συνεδρίες με βάση το focusing
  • Ζευγάρια/Ομάδες

-Εποπτεία

  • Aτομική και σε Ομάδες

-Εργαστήρια

  • Focusing και Τέχνη
  • Focusing και ποίηση
  • Focusing και υποκριτική
  • Focusing και αρχέτυπα
  • Focusing και μύθοι

-Σεμινάρια :

  • Focusing και Διοίκηση Επιχειρήσεων
  • Λήψη αποφάσεων (Decision Making)
  • Διαχείρηση Αγχους (Stress Release)
  • Focusing και Τραύμα

Λοιπές Εκπαιδευτικές Δραστηριότητες

Ομιλίες, Εργαστήρια, Συνέδρια

Τόσο στα πλαίσια της προσωπικής ανάπτυξης, όσο και στα πλαίσια της θεωρητικής κατάρτισης, οι εκπαιδευόμενοι καλούνται να συμμετέχουν σε ομιλίες, εργαστήρια, συνέδρια, είτε του Ελληνικού Κέντρου Focusing, είτε άλλων επιστημονικών, εκπαιδευτικών φορέων.

Η έκθεση και συμμετοχή σε αυτές τις δραστηριότητες κρίνεται απαραίτητη για την διεύρυνση του ορίζοντα του εκπαιδευόμενου και σε άλλες προσεγγίσεις. Αυτή η συμμετοχή του παρέχει ερεθίσματα για προβληματισμό και σκέψη, του οξύνει την κριτική και συγκριτική του ικανότητα, του εδραιώνει την υποκειμενική του αντίληψη και του θεμελιώνει, σταδιακά, την επαγγελματική του ταυτότητα.

Άλλωστε, η συμμετοχή σε ομιλίες, εργαστήρια και συνέδρια είναι αναγκαία και στα πλαίσια της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης του Συμβούλου/Ψυχοθεραπευτή, για να μπορεί να ανανεώνει, σε συγκεκριμμένα χρονικά διαστήματα, την συμμετοχή του στους διαφόρους επαγγελματικούς συλλόγους.


Κύκλος επιμορφωτικών εκδηλώσεων
& ομιλιών για το 2008-2009

Κύκλος επιμορφωτικών εκδηλώσεων
& ομιλιών για το 2009

1. Εξαρτήσεις & Ψυχικό Τραύμα

10 Απριλίου 2009

2. Εισαγωγικό Σεμινάριο Focusing Βιωματικής Τραυματοθεραπείας

8 Μαΐου 2009

Εισηγητής ο κ. Εμμανουήλ Βανταράκης,
M.Sc. Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας/Ψυχοθεραπευτής,Τραυματοθεραπευτής
Εκπαιδευτής στην Focusing Βιωματική Συμβουλευτική/Ψυχοθεραπεία

Κύκλος επιμορφωτικών εκδηλώσεων
& ομιλιών για το 2008

1η συνάντηση : Παρασκευή, 15 Φεβρουαρίου, 19:00.-

Θέμα : Διαταραχές πρόσληψης τροφής (Ψυχογενής Ανορέξια /anorexia nervosa - Ψυχογενής Βουλιμία /bulimia nervosa)

Εισηγήτρια: Ειρήνη Δαβλέρη, Msc., Ψυχολόγος Υγείας/Ψυχοθεραπεύτρια

2η συνάντηση : Παρασκευή, 21 Μαρτίου, 19:00.-

Θέμα : Εστιάζοντας στο χάος και στο σκοτάδι (Μία περίπτωση ουσιοεξάρτησης)

Εισηγήτρια : Ζαφειρία Δετοράκη, κοινωνική λειτουργός, ΟΚΑΝΑ

3η συνάντηση : Παρασκευή, 11η Απριλίου, 19:00.-

Θέμα : Η γεωμετρία της επικοινωνίας

Εισηγητής : Παύλος Ζαρογιάνης, Ψυχολόγος/Ψυχοθεραπευτής

4η συνάντηση: Παρασκευή, 9η Μαΐου, 19:00.-

Θέμα : Η σχέση μου με τον «κριτή»...

Εισηγήτρια : Αννα Καραλή, Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας/Ψυχοθεραπεύτρια

5η συνάντηση : Παρασκευή, 20η Ιουνίου, 19:00.-

Θέμα : Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης στον Gendlin

Εισηγητής : Γιώργος Τσουκαλάς, Ψυχολόγος/Ψυχοθεραπευτής